Ποίηση

Ποίηση

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

[ Η ΑΤΑΚΤΗ ΒΕΝΕΤΣΙΑΝΑ ] - Δ' ΜΕΡΟΣ

  
   "Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι;" ρώτησε η Φλόρα σμίγοντας τα φρύδια.
   "Φίλοι", απάντησε ο πρώτος γραμματέας. "Θα σας οδηγήσουν με κάθε διακριτικότητα στο πλοίο σας. Παρακαλώ", πρόσθεσε απλώνοντάς της το χέρι. 
   Δεν χρειαζόταν τη βοήθειά του για να πηδήσει στο καινούργιο εκείνο πλεούμενο. Μόνο όταν ξαναβρήκε την ισορροπία της, κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Οι δύο μαυροντυμένοι κούνησαν τα κεφάλια τους προς το γραμματέα. Τα πρόσωπα κάτω από τα δερμάτινα κασκέτα δεν ήταν πρόσωπα ανθρώπων του Θεού. Τα μάγουλα του ενός ήταν φαγωμένα από την ευλογιά και τα ρουφηγμένα χαρακτηριστικά του άλλου θύμιζαν πεθαμένο.
   Η Φλόρα έγινε άσπρη σαν χαρτί. Ανατρίχιασε. Οι δύο άντρες την πλησίασαν. Τα γόνατά της λύγισαν και κόντεψε να πέσει, πρόλαβε όμως να πιαστεί απ' το κατάρτι.
   "Τι θέλετε από μένα;"
   "Το καλό σου, κυρά μου, θέλουμε το καλό σου", είπε ο βλογιοκομμένος τραβώντας ένα κυρτό μαχαίρι.
   Η πρώτη της σκέψη ήταν πως ήθελαν να της πάρουν το χρυσάφι και αντέδρασε ακαριαία. Όχι, κανείς δεν θα της άρπαζε το θησαυρό της! Την είχε προβλέψει αυτή την πιθανότητα. Άνοιξε το σάκο της κι έβγαλε ένα ισπανικό εγχειρίδιο με φιλντισένια λαβή, που είχε κλέψει από την αίθουσα των όπλων του παλάτσο τέσσερις μήνες πριν.

   "Διάολε!" φώναξε ο βλογιοκομμένος πισωπατώντας. 
   "Πάει γυρεύοντας η σκύλα!" είπε ο τιμονιέρης. "Πιάστε την!"
   Ένας ναύτης προσπάθησε να την αρπάξει απ' τα πόδια. Η Φλόρα σήκωσε το όπλο της ψηλά και μετά το κατέβασε με δύναμη στο πρόσωπό του και του το έσχισε απ' το μάτι μέχρι χαμηλά στο μάγουλο. Ο άντρας ούρλιαξε. Οι σύντροφοί του κοκάλωσαν. Ύστερα ένας απ' αυτούς σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει το βαρύ κουπί του.   
   Η Φλόρα δεν μπόρεσε να αποφύγει το χτύπημα που της έδωσε με το πλατύ μέρος του κουπιού. Έγειρε προς τα εμπρός κι έπεσε πάνω στο μαχαίρι του βλογιοκομμένου. Η λεπίδα του βυθίστηκε στην κοιλιά της. Παράξενο, αλλά δεν ένιωσε καθόλου πόνο. Ένα δεύτερο κουπί την πέτυχε στα νεφρά. Κι ένα τρίτο. Οι ναύτες έπαιρναν εκδίκηση για το σύντροφό τους. Η δασκάλα σωριάστηκε στον πάτο της βάρκας, αλλά αυτοί δε σταμάτησαν, συνέχισαν να ανεβοκατεβάζουν τα κουπιά τους ρυθμικά, σαν να 'ταν γουδοχέρια. Δεν ακουγόταν τίποτ' άλλο εκτός από τα υπόκωφα χτυπήματα πάνω σε λιωμένες σάρκες και σπασμένα κόκαλα.
   Ύστερα από κάποια ατέλειωτα λεπτά, ο γραμματέας τούς πρόσταξε να σταματήσουν. Οι άντρες, σαν παραζαλισμένοι, αλλά χορτασμένοι, έπαψαν το κοπάνημα. Ο βλογιοκομμένος τους έκανε στην άκρη, έσκυψε πάνω από το αναίσθητο σώμα και το ψαχούλεψε σαν να 'ταν γιατρός. Η γριά ζούσε ακόμα. Κούνησε με θαυμασμό το κεφάλι. Θα μπορούσε να είχε γίνει μια πρώτης τάξεως πληρωμένη φόνισσα. Τη γύρισε ανάσκελα και βύθισε αργά τη λάμα του χαμηλά στο πλευρό της, εκεί όπου ήξερε ότι θα έβρισκε το νεφρό. Η Φλόρα ξεψύχησε. Δεν είχε βγάλει ούτε μια κραυγή. Να την έβγαλε άραγε όταν είδε το βλογιοκομμένο να της αρπάζει το σάκο; Το ουρλιαχτό της θα ακούστηκε μόνο στον άλλο κόσμο, καλώντας τους δαίμονες να πάρουν το μερτικό τους από το κουφάρι της.
   "Ορέ, χρυσάφι, Παναγία μου!" αναφώνησε ο βλογιοκομμένος.
   "Τα σκούδα ανήκουν στο βασίλειο της Γαλλίας", είπε ο γραμματέας.
   Οι δυο μαυροντυμένοι του παρέδωσαν υπάκουα τα νομίσματα και μετά μοιράστηκαν τα δουκάτα. Ήταν πάνω από τετρακόσια. Έδωσαν από δέκα σε κάθε ναύτη, πενήντα σ' αυτόν που είχε τη μαούνα και τα υπόλοιπα τα κράτησαν αυτοί. Κι ενώ το πλήρωμα πανηγύριζε, οι δυο τους έμειναν απαθείς -τους περίμεναν κι άλλες αποστολές. Η Βενετία είχε πολλούς εχθρούς. Παρακολούθησαν σκυθρωποί τους άντρες που ετοιμάζονταν να ρίξουν το πτώμα στο νερό. Τύλιξαν γύρω από το σώμα της δασκάλας μια βαριά αλυσίδα, αφού πρώτα της έβγαλαν τα κοσμήματα και της έκοψαν το δάχτυλο με το χρυσό δαχτυλίδι. Ύστερα τη σήκωσαν και την πέταξαν στη θάλασσα. Η Φλόρα θα γινόταν τροφή για τα ψάρια.

   Η παιδαγωγός είχε γίνει άφαντη. Οι δύο εξαδέλφες ντύθηκαν και ετοιμάστηκαν, με τη βοήθεια των υπηρετριών, που έδειχναν όλες πολύ στενοχωρημένες. Καμιά τους όμως δεν άνοιξε το στόμα της, ούτε όση ώρα στερέωναν στα μαλλιά των κοριτσιών χοντρές ασημένιες βελόνες, φτιάχνοντας την περίτεχνη κόμμωσή τους. Στο παλάτσο η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και απειλητική. Στρατιώτες το είχαν ψάξει την περασμένη νύχτα, σπέρνοντας το φόβο και την καχυποψία, και το πρωί είχαν έρθει άλλοι, που δεν ανήκαν όμως στην εθνοφυλακή. Έδειχναν να είναι στην υπηρεσία κάποιου τρανού ευγενούς, γιατί οι στολές τους είχαν μια επιδεικτική σχεδόν πολυτέλεια και τα σπαθιά τους ήταν στολισμένα με ημιπολύτιμους λίθους.
   "Είδατε καθόλου τη γριά κουκουβάγια;" ρώτησε η Τσετσίλια τις γυναίκες, που έτρεχαν πολυάσχολες γύρω από σεντούκια και αποσκευές.
   "Δεν ξέρουμε τίποτα... τίποτα!" αποκρίθηκε μια απ' αυτές. "Ο πατέρας σας δεν θ' αργήσει. Πρέπει να είσαστε έτοιμες για αναχώρηση".
   Αναχώρηση για πού; Σύμφωνα με όσα της είχε πει ο πατέρας της, έπρεπε να έχουν φύγει με το πρώτο χάραμα. Να όμως που ο ήλιος είχε σηκωθεί κιόλας ψηλά και έλαμπε πάνω από τις στέγες και τα κύματα. Η Τσετσίλια αντάλλαξε ένα ανήσυχο βλέμμα με την Καλή. Ο Αλεσάντρο είχε δώσει οδηγίες να φορέσουν και οι δυο τα καλά τους, και τώρα τα περιδέραια της πρώτης τους μετάληψης και οι σταυροί έριχναν χρυσές ανταύγειες στο μοβ βελούδο των ολόιδιων φουστανιών που έβαζαν τις γιορτινές μέρες. Τις είχαν ετοιμάσει όπως ετοίμαζαν στην αρχαιότητα τα ζώα για τη σφαγή. 
   Χτύπησαν οι καμπάνες που καλούσαν τους πιστούς στη λειτουργία της δεκάτης πρωινής. Η Τσετσίλια χάθηκε στις σκέψεις της. Οι κωδωνοκρουσίες της θύμισαν την εκκλησία των Φράρι, τους δυο νεαρούς αρκεβουζιοφόρους, τις πρωτόγνωρες συγκινήσεις της, τη λαχτάρα της για ελευθερία. Κι αν ο πατέρας της τις έστελνε σε μοναστήρι; Προτιμούσε να πεθάνει! Κοίταξε γύρω της, πήγε μέχρι το παράθυρο -έψαχνε τρόπο διαφυγής. Αλλά ούτε το πνεύμα της δεν μπορούσε να δραπετεύσει από εκεί μέσα. Ήταν καταδικασμένη. Οι καμπάνες σώπασαν. Την ίδια στιγμή η πόρτα του δωματίου άνοιξε, φάνηκε ο κύριος, και οι υπηρέτριες τσακίστηκαν να βγουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν.
   Ο Αλεσάντρο ούτε γύρισε να τις κοιτάξει. Δεν είχε μάτια παρά μόνο για την κόρη του και την ανιψιά του. Οι δυο μικρές άξιζαν το βάρος τους σε χρυσάφι. Ένα χαμόγελο φώτισε το σκαμμένο από την κούραση πρόσωπό του. Η ζωή ήταν υπέροχη. Θα γλίτωνε μια προίκα, θα έβαζε χέρι στην κληρονομιά της Καλής και θα αύξανε το κύρος του. Με λίγη τύχη ή λίγη βοήθεια από τους ουρανούς, η γυναίκα του μπορεί να χανόταν από κάποια αρρώστια των πνευμόνων. Η Ιωάννα Βενιέρ Μπάφο είχε ευαισθησία στους βρόγχους και, μόλις ερχόταν το φθινόπωρο και τα πρώτα κρύα, άρχιζε τις αιμοπτύσεις. Ο θάνατός της θα τον έκανε ακόμα πιο πλούσιο. Ο Θεός θα ήταν καλός μαζί του.
   "Κάνατε την προσευχή σας;" ρώτησε τα κορίτσια.
   Η ερώτησή του έκανε εντύπωση στην Τσετσίλια.
   "Την κάνατε;" επέμενε ο πατέρας της.
   "Μάλιστα", είπε ψέματα η Τσετσίλια. "Προσευχηθήκαμε για την καημένη την παιδαγωγό μας που σας δυσαρέστησε".
   Ο Αλεσάντρο έριξε στην κόρη του μια λοξή ματιά. Μήπως τον κορόϊδευε η βρομίτσα; Αλλά το ωραίο μελαχρινό της πρόσωπο ήταν τελείως αθώο. "Γίνεται γυναίκα", είπε μέσα του παρατηρώντας την. Τα χείλη της, κόκκινα και χυμώδη, ήταν αισθησιακά και προκλητικά.
   "Η παιδαγωγός σας απολύθηκε. Τώρα που μιλάμε, ταξιδεύει για τη Γαλλία".
   "Για τη Γαλλία!"
   "Το διάλεξε η ίδια. Εσείς δεν θα πάτε τόσο μακριά", πρόσθεσε.
   Όχι τόσο μακριά... Σωστά, υπήρχαν τουλάχιστον δέκα κοντινά μοναστήρια. Η Τσετσίλια έσφιξε τα δόντια και τις γροθιές της. Κανείς δεν θα την έβαζε σε τέτοιο περιορισμό! Ποτέ! Τι σκοπούς είχε ο πατέρας της; Αν είχε ακούσει περισσότερα την περασμένη νύχτα... αν... Δεν καταστρώνονται όμως σχέδια με τα αν. Αποτόλμησε μια τελευταία ερώτηση:
   "Τη μητέρα μου θα την ξαναδώ;"
   "Αυτό δεν εξαρτάται από μένα".
   "Έχετε απόλυτη εξουσία πάνω μου! Ποιος θα μπορούσε να σας την αφαιρέσει εκτός από τον Θεό, την Ιερά Εξέταση ή τον Δόγη;"
   "Αρκετά!"
   Ο Αλεσάντρο είχε χάσει το χρώμα του. Οι επόμενες βδομάδες τον ανησυχούσαν. Κι αν αυτοί που επρόκειτο να πάρουν στα χέρια τους τη μοίρα των δύο πεισματάρικων κοριτσιών υπαναχωρούσαν; Είχαν διαλέξει και άλλες κοπέλες. Μπορεί λοιπόν να τις έδιωχναν τις δικές του. Ε, τότε... Μια επονείδιστη και βρόμικη σκέψη πέρασε απ' το μυαλό του -τότε θα πήγαιναν να βρουν τη δασκάλα. Το αίμα ανέβηκε πάλι στο πρόσωπό του και, σαν να ήθελε να αποφύγει την οργή του Θεού, πρόσθεσε:
   "Μάθετε ότι, με απόλυτη ελευθερία βουλήσεως και πλήρη επίγνωση, έλαβα την απόφαση να σας αποχωριστώ. Αυτοί που θα φροντίσουν στο εξής για τις ανάγκες σας και την καινούργια εκπαίδευσή σας είναι απείρως πλουσιότεροι από μένα. Ίσως έρθει κάποια μέρα που θα με δείτε να υποκλίνομαι και να γονατίζω μπροστά σας. Περιμένοντας όμως αυτή τη μακρινή ακόμα ώρα, σας παρακαλώ να υπακούτε στο θέλημα των νέων κηδεμόνων σας. Και τώρα πρέπει να πηγαίνουμε. Μας περιμένουν!" 

   Η Τσετσίλια, η Καλή και ο Αλεσάντρο μπήκαν στη μια από τις τρεις γόνδολες που είχαν πλευρίσει μπροστά στο παλάτσο. Οι οχτώ σπαθιστές με τις πλούσιες στολές πήδηξαν στις άλλες δύο. Κατευθύνθηκαν προς το Μεγάλο Κανάλι. Στην κεντρική αρτηρία της Βενετίας συνωστίζονταν όλες τις ώρες της ημέρας τριπλές σειρές βαρυφορτωμένων λέμβων, που προσπαθούσαν να "πιάσουν" στα σημεία, όπου τις περίμεναν οι αυστηροί υπάλληλοι του τελωνείου. Στην περίμετρο του Ριάλτο, σακιά με αλεύρι σχημάτιζαν πανύψηλες πυραμίδες, βαρέλια με κρασί υψώνονταν σε απροσπέλαστα οδοφράγματα, οι αποθήκες λαδιού ξεχείλιζαν από κιούπια φερμένα από τα ξακουστά ελαιοτριβεία της Κρήτης, της Σικελίας, της Απουλίας και της Καλαβρίας. Παντού έβλεπες αχθοφόρους λυγισμένους στα δυο από το βάρος. Κουβαλούσαν ράβδους σιδήρου και χαλκού, κοφίνια με εσπεριδοειδή και σακιά με λαχανικά που τα ζύγιζαν -περνούσαν το ένα μετά το άλλο από την κρατική πλάστιγγα, πριν τα μεταφέρουν στα υπόστεγα της κεντρικής αγοράς. Το αδιάκοπο εκείνο πηγαινέλα γινόταν κάτω από την άγρυπνη παρακολούθηση της πολιτοφυλακής των proveditori των τελωνειακών γραφείων και των δικαστών του άλατος. Στα παλιρροϊκά κύματα που έρχονταν από την ανοιχτή θάλασσα προστίθεντο αμέτρητοι αντιπρόσωποι συντεχνιών, που καραδοκούσαν για να κλείσουν κάποια καλή δουλειά ή να επωφεληθούν από κάποια κατακόρυφη πτώση τιμών. Οι πιο πολυάριθμοι, οι έμποροι του Σαν Πόλο και του Σαν Μάρκο, πολιορκούσαν μαζί με τους παραγιούς τους την κεντρική αγορά, απ' όπου, παρά την απόσταση, η Τσετσίλια και η Καλή τους άκουγαν να ξελαρυγγιάζονται και να μαλώνουν για τις τιμές.
   Η γόνδολα των κοριτσιών δεν πήρε την κατεύθυνση του Ριάλτο. Γλίστρησε προς το λιμάνι, ελισσόμενη ανάμεσα στις φορτηγίδες. Μετά από μια πλατιά στροφή, το κανάλι άνοιγε προς το λιμάνι. Ένα δάσος από κατάρτια απλωνόταν από τη μύτη της Σαλούτε μέχρι τη Σάντα Έλενα, κρύβοντας τα νησιά της Τζουντέκα και του Σαν Τζόρτζιο Ματζόρε. Η Τσετσίλια και η Καλή ρωτούσαν με τα μάτια τις σημαίες όλων εκείνων των πλοίων. Θα τις παρέδιδαν στον καπετάνιο κάποιου από τα μεγάλα ισπανικά γαλεόνια; Στον κυβερνήτη ενός από τα βαριά γενοβέζικα καράβια; Σε κάποιο Γάλλο ή Πορτογάλο τυχοδιώκτη απ' αυτούς που συναλλάσσονταν με τους Τούρκους; Θα τις μπαρκάριζαν σε μια από τις γρήγορες αρματωμένες γαλέρες, που προορίζονταν για τις ανοιχτές θάλασσες ή θα τις έδιναν στον πρώτο τυχόντα Ολλανδό έμπορο; Λιοντάρια, σταυροί, κλειδιά, κάλυκες και δράκοι στόλιζαν τα μακρόστενα λάβαρα των εκατοντάδων ελλιμενισμένων πλοίων, κι έκαναν τη φαντασία των κοριτσιών να καλπάζει.
   Οι γόνδολες βρέθηκαν περικυκλωμένες από μια αρμάδα λέμβων που πηγαινοέρχονταν ανάμεσα στον ακινητοποιημένο στόλο. Φόρτωναν και ξεφόρτωναν ανθρώπους, ζώα και εμπορεύματα φύρδην μίγδην, χωρίς φαινομενική προτεραιότητα. Η κακοφωνία κάλυπτε τις σάλπιγγες του Αγίου Μάρκου που ήχησαν πέρα μακριά. Να είχε βγει από το παλάτσο του ο Δόγης;
   Η Τσετσίλια έβλεπε να μεγαλώνει μπροστά της το κουφάρι ενός ισπανικού σκάφους. Το απειλητικό έμβολο της πλώρης του λικνιζόταν στον αργό ρυθμό της φουσκωμένης θάλασσας. Αχ, όχι στην Ισπανία, παρακάλεσε με όλη της τη θέρμη. Όχι στην Ισπανία! Κάτω από τις κεραίες του πλοίου ένιωθε να πλανάται η σκιά της Ιεράς Εξέτασης. Δεν ήθελε να ταξιδέψει προς τη χώρα των πυρών και των τετραχισμών. Όχι στην Ισπανία!
   Οι γόνδολες βγήκαν από τη μοιραία τροχιά. Έστριψαν προς την όχθη και προσπέρασαν την πλατεία Σαν Μάρκο και τα δύο επόμενα κανάλια. Έκπληκτα τα κορίτσια, είδαν ότι κατευθύνονταν προς το Ρίο ντέι Γκρέτσι. Η κίνηση ήταν ακόμα πιο πυκνή σε τούτη τη μεριά. Βάρκες κάθε λογής μετέφεραν ταξιδιώτες στους ξενώνες και τα πανδοχεία που υψώνονταν ανάμεσα στις ξύλινες αποθήκες, που κι αυτές με τη σειρά τους απλώνονταν ως πέρα στο Ναύσταθμο.
   Στ' αυτιά τους έφτασαν γιορταστικές μουσικές. Βιόλες και ρεμπέκες, φλάουτα και βομβάρδες, τύμπανα μικρά και μεγάλα ένωναν τους ήχους τους για την υποδοχή των νεοφερμένων. Στις μουσικές μπερδεύονταν και οι κοροϊδευτικές φωνές των ιερόδουλων καθώς και οι φωνές των πλανόδιων μικροπωλητών.
   Η Τσετσίλια διέκρινε σαν μέσα σε αστραπή γυναίκες φορτωμένες με φτηνά στολίδια, με γυμνές γάμπες και ξεγυμνωμένα στήθη. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ από κοντά τέτοιες γυναίκες, δεν υπήρχαν εκεί που έμενε ή τουλάχιστον δεν ήταν τόσο κραυγαλέες. Τα φερσίματά τους την έκαναν να ξεχάσει για λίγο γιατί τα δυο κορίτσια βρίσκονταν σ' εκείνη τη γόνδολα. Οι γυναίκες πλησίαζαν τους άντρες, τρίβονταν πάνω τους, χαμογελούσαν, έπαιζαν με τα χείλη και τις γλώσσες τους κάνοντας ότι έγλειφαν και πιπιλούσαν. Γρήγορα παζαρέματα, αγγίγματα... ζευγάρια που σχηματίζονταν κι εξαφανίζονταν στα καπηλειά ή στις αποθήκες, κάτω από το συνένοχο βλέμμα των εντεταλμένων από τους επιτρόπους αξιωματικών -οι ίδιοι οι επίτροποι συσσώρευαν τις εισπράξεις τους από τα ενοίκια και τις προμήθειες. Οποιαδήποτε καταστολή θα κατέστρεφε το πιο κερδοφόρο εμπόριο της πόλης.
   Η Τσετσίλια πρόσεξε την άκαμπτη ακινησία του πατέρα της. Ο Αλεσάντρο είχε υπνωτιστεί από την έκθεση όλης εκείνης της σάρκας, το ίδιο και οι σπαθιστές της συνοδείας τους. Το μυαλό τους είχε χαθεί ανάμεσα στα ανοιχτά πόδια που τους προσφέρονταν. 
   Ήταν λιγότερο από πέντε οργιές μακριά από την όχθη και οι βάρκες, ακουμπώντας πλάι με πλάι και πρύμνη με πρύμνη, στριμώχνονταν στα βρόμικα νερά σχηματίζοντας γέφυρες η μια με την άλλη. Η Τσετσίλια δεν σκέφτηκε τίποτα, υπάκουσε μόνο στο ένστικτό της. Τινάχτηκε όρθια, πήδηξε στο διπλανό σκάφος κι από εκεί στο επόμενο. Με εφτά σάλτα έφτασε στην αποβάθρα.
   Ο πατέρας της τα έχασε τόσο, που δεν μπόρεσε ούτε να φωνάξει. Οι στρατιώτες, κατάπληκτοι κι αυτοί, δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν. Την είδαν να τρυπώνει ανάμεσα σε κοφίνια και μεγάλα δέματα, να περνάει πλάι από τις πουτάνες και τους μουζικάντηδες.
   "Πιάστε την!"
   Η κραυγή εκσφενδονίστηκε σαν σφαίρα από το στήθος του Αλεσάντρο. Την ίδια στιγμή ο Αλεσάντρο πετάχτηκε μπροστά από τους άντρες του, θερίζοντας σαν δρεπάνι έναν Ολλανδό, που σωριάστηκε πάνω σ' ένα μεγάλο καλάθι με ψάρια, πριν πέσει στο νερό.
   Το βρομοθήλυκο η κόρη του είχε γίνει άφαντη. Το καλύτερο χαρτί του είχε πάει περίπατο. Η δόξα του είχε κάνει φτερά. Ο Αλεσάντρο σπάραξε σαν πληγωμένο ζώο και, αφρίζοντας, έδειξε το πουγκί του στον αδιάφορο συρφετό.
   "Η κόρη μου το έσκασε γιατί φοβάται το μοναστήρι. Τριάντα δουκάτα σ' όποιον μου τη φέρει πίσω".
   Η μαγεία του χρυσού έδρασε ακαριαία. Σχηματίστηκε ένας στρατός από αρπαχτικά. Τρία τσούρμα ζητιάνων, καλόγεροι που είχαν πετάξει το ράσο και κάμποσοι ναύτες, ξέχασαν το άρωμα των γυναικών. Κόσμος ξαμολήθηκε προς κάθε κατεύθυνση, φωνάζοντας και σπρώχνοντας για να ορμήσει πρώτος στα στενοσόκακα. Δεν ήξεραν πώς ήταν η κοπέλα κι ορμούσαν σε όποια καλοντυμένη έβρισκαν μπροστά τους. Έξω από την εκκλησία του Σαν Τζακαρία, έριξαν στα πόδια του Αλεσάντρο, σαν να 'ταν μπόγοι με βρομόρουχα, τέσσερα κοριτσόπουλα, παρά τα κλάματά τους και τις φωνές των μανάδων τους.
   "Ηλίθιοι!" ούρλιαξε εκείνος, βλαστημώντας τον εαυτό του για τον τυφώνα που είχε προκαλέσει. 
   Τη μισούσε εκείνη την πλέμπα, όλες εκείνες τις κακομοίρικες φάτσες. Αρρωστιάρικα και δηλητηριώδη μούτρα που περιστρέφονταν, στροβιλίζονταν γύρω του, όλα ίδια μεταξύ τους, με ξεδοντιασμένα μαύρα στόματα, μάτια κόκκινα απ' το αίμα και ψείρες στα μαλλιά, όλοι τους ένα μαραμένο μπουκέτο που βρομούσε σαν υπόνομος. Γαμψά δάχτυλα τυλίχτηκαν στο μπράτσο του.
   "Ωραίε μου κύριε, καιρός να βάλεις μυαλό".
   Ένα χέρι τον έπιασε αγκαζέ.
   "Λίγα δουκάτα μόνο!"
   "Και θα σου επιστρέψουμε την κόρη σου... παρθένα".
   Τον έπιασε κάτι σαν λύσσα. Με μια ζωηρή κίνηση όλου του τού κορμιού, τράβηξε απ' το θηκάρι το μακρύ σπαθί του και μαστίγωσε τον αέρα γύρω του. Η λεπίδα χαράκωσε πολλά πρόσωπα.
   "Πίσω!" κραύγασε.
   Εμφανίστηκαν κι άλλα σπαθιά, που ανήκαν στις συνοδείες των ξεπεσμένων ευγενών. Προκάλεσαν αναδιπλώσεις και θυμωμένες φωνές. Μέσα σε λίγα λεπτά το στενό άδειασε, τα γεφύρια μυρμήγκιασαν και ο συρφετός διαλύθηκε. Τα περιστέρια επέστρεψαν στην επικράτειά τους, αλλά ο Αλεσάντρο έτρεμε ακόμα.
   "Δεν θα μας ενοχλήσουν πια", του είπε ένας άντρας, σκουπίζοντας το σιδερένιο ξίφος του. "Γιατί απευθυνθήκατε σε δαύτους;"
   Ο Αλεσάντρο ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία του. Ποιος ήταν πάλι αυτός ο αναιδής; Του έριξε ένα παγερό βλέμμα, δεν κατάφερε όμως να του επιβληθεί. Ο άλλος είχε δυο μάτια σαν κάρβουνα και κάτι ανατολίτικο στα αγέρωχα χαρακτηριστικά του.
   "Δεν θέλω να τη χάσω..."
   "Να τη χάσετε;"
   Ο άντρας μισογέλασε ειρωνικά.
   "Ξέρει κολύμπι;"
   "Όχι".
   "Υπάρχει περίπτωση να έχει συνενόχους;"
   "Αποκλείεται!"
   "Τότε, αργά ή γρήγορα, θα πέσει στα χέρια μας. Δεν υπάρχει καλύτερη φυλακή από τη Βενετία, αλλά δεν υπάρχει και μεγαλύτερη ξελογιάστρα. Να προσεύχεστε μη, στο μεταξύ, χάσει η μικρή την παρθενιά της".
   "Αναιδέστατε!"
   "Μικέλε Μουσμάρ. Στις υπηρεσίες σας. Ήμουν αξιωματικός στο στρατό του μεγάλου Ντόρια και τώρα υπηρετώ τα συμφέροντα του Συμβουλίου των Δέκα και εκείνου που ξέρετε! Θα τη βρω την περιστέρα σας και θα μου ζητήσετε συγγνώμη. Έι, εσείς εκεί, τι κάθεστε; Ειδοποιήστε τους ανθρώπους σας. Θέλω όλες οι γέφυρες, από το γκέτο μέχρι το Ναύσταθμο, να ελέγχονται άγρυπνα. Είστε τυχερός, κύριε Μπάφο... ναι, τυχερός. Θα μπορούσαν να σας είχαν στείλει το Μαρσεγιέζο, που δεν βλέπει τα θέματα τιμής όπως τα βλέπω εγώ. Να εύχεστε να μην πέσετε ποτέ πάνω του, σ' αυτόν και στους άντρες του, όπως έπεσε η Φλόρα, η παιδαγωγός σας. Το όνομά του είναι Αντουάν Γκαουφρέντι και αυτός θα είναι ο υπεύθυνος για την ασφάλεια της κόρης σας".
   Και μ' αυτά τα λόγια, μύρισε τον αέρα σαν να έψαχνε τη λεία του, και ύστερα κινήθηκε προς το δρομάκι της Κιέζα. Η "δραπέτισσα" είχε περάσει από εκεί. Ο Αλεσάντρο τον ακολούθησε με το βλέμμα, μην ξέροντας πώς να ξαναπάρει στα χέρια του τον έλεγχο της κατάστασης. Συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν πλέον κύριος των γεγονότων, ότι η κόρη του δεν του ανήκε πια, ότι δεν ήταν παρά ένας έμπορος δευτέρας κατηγορίας, που ονειρευόταν οικόσημα και τίτλους ευγενείας. Και ήταν τόσο ωραίο όνειρο. Και πραγματοποιήσιμο.
   Γύρισε πίσω προς τις αποβάθρες. Στη γόνδολα ήταν ακόμα η Καλή. Έπρεπε να την παραδώσει.

   "Έι, μικρή! Για πού το 'βαλες έτσι βιαστική;"
   Η Τσετσίλια δεν έδωσε σημασία στον άντρα που της είχε φωνάξει. Με σφιγμένα χαρακτηριστικά, άνοιξε κι άλλο το βήμα της, προσπαθώντας να υπολογίσει το χρόνο και την απόσταση που τη χώριζαν από ένα σημείο που της ήταν άγνωστο. Ήξερε ότι η Βενετία ήταν νησί. Δύσκολα θα μπορούσε να ξεφύγει. Θα προσπαθούσε λοιπόν να φτάσει μέχρι το Καναρέτζιο κι εκεί να πληρώσει κάποιον ψαρά. Θα θυσίαζε ένα από τα χρυσά μενταγιόν της και θα έφτανε στη Μέστρε. Από εκεί... στο τέρμα ενός άγνωστου δρόμου, βρισκόταν η μητέρα της... Πολύ πριν όμως υπήρχε η συνοικία του Καναρέτζιο, ένας απέραντος λαβύρινθος όπου δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι της και δεν ήξερε καν κατά πού έπεφτε. Αποτύπωνε στη μνήμη της κάθε πέτρα, κάθε γεφύρι, κάθε δρόμο. Μετά την οδό Κιέζα, ακολούθησε μια μεγάλη αρτηρία, την Τζούφα, διέσχισε το Κάμπο ντι Σάντα Μαρία Φορμόζα και στη συνέχεια κι άλλους δρόμους, όλο και πιο λαϊκούς.
   "Έι! Μικρή! Σε σένα μίλησα!"
   Αυτή τη φορά ένιωσε να τη διαπερνά ένα ρίγος. Είχε προλάβει να ρίξει μια ματιά στον ενοχλητικό. Ένας αγριάνθρωπος, με το μέτωπο τυλιγμένο σ' ένα βρόμικο κουρέλι, με μάτια τσιμπλιάρικα και λάγνα, χαμογελούσε δείχνοντας τα σάπια δόντια του. Έπρεπε να βρει κάποιον τρόπο να γλιτώσει απ' αυτόν τον ελεεινό.
   Μόλις έφτασε στη γέφυρα που περνούσε το Ρίο ντελά Φάβα, ξανάρχισε να τρέχει.                       

Τιμπό Ζαν-Μισέλ, Νουρμπανού, Η σκλάβα της Υψηλής Πύλης, (Μετφρ. Έφη Κορομηλά), εκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα 2003

Δεν υπάρχουν σχόλια: