Ποίηση

Ποίηση

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2016

[ ΈΝΑ ΕΥΑΙΣΘΗΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ] - Β' ΜΕΡΟΣ

Βενετία  
Φεβρουάριος - Μάρτιος 1653
   Η Κατερίνα πέθαινε. Στο γλαυκό φως της αυγής, στο σιωπηλό δωμάτιο, η ανάσα της ήταν πια ένας αργός επιθανάτιος ρόγχος που μόλις ακουγόταν και γινόταν για λίγο συριγμός ανάμεσα στα σφιγμένα χείλη της. Παρ' όλο το κρύο, οι κουρτίνες του κρεβατιού παρέμεναν τραβηγμένες και τις καρδιές όσων έρχονταν να βοηθήσουν στον μεγάλο αποχαιρετισμό βάρυνε η σκέψη αυτού του προαναγγελθέντος θανάτου. Η Κατερίνα είχε περάσει ένα χειμώνα με πυρετούς και βήχα. Ένα βήχα που όλο και συχνότερα συνοδευόταν από αίμα. Το σώμα της νεαρής κοπέλας, που μόλις λίγους μήνες πριν άνθιζε και μέστωνε η γερή της σάρκα, διαγραφόταν τώρα ισχνό κάτω από τις κουβέρτες. Η επιδερμίδα της, λευκή και ροδαλή άλλοτε, είχε παραδώσει τη διαφάνειά της σ' ένα θαμπό και αδιαπέραστο πέπλο, όμοιο μ' εκείνο του λίπους. Πάνω της ξεπρόβαλλαν λεπτές φλέβες που είχαν χάσει τον παλμό τους. Μόνο τα ζυγωματικά της χρωματίζονταν από ένα αφύσικο, σχεδόν ζωηρό κοκκίνισμα, σαν να είχε δραπετεύσει εκεί, ψηλά στα μάγουλά της η τελευταία σπίθα ζωής, η τελευταία προσπάθεια αντίστασης. Τα μαλλιά της μουσκεμένα από το νυχτερινό ιδρώτα με τις απαλές κοτσίδες λυμένες, έπεφταν τούφες - τούφες πάνω στα λευκά μαξιλάρια.      
   Ο πατήρ Φαμπρίς της είχε δώσει την τελευταία μετάληψη. Μαζί με τον Τζιοβάνι Μπατίστα και το γιο του Φραντσέσκο βρίσκονταν στο βάθος του δωματίου. Από την πόρτα κοιτούσαν αμίλητες οι υπηρέτριες. Σκυμμένη πάνω από την κόρη της, γεμάτη αγωνία, η Ζανέτα έπνιγε τα δάκρυά της. Ήξερε καλά ότι ο θάνατος είναι ο αχώριστος σύντροφος της ζωής, ο αιώνιος φύλακας και το τρομερό φάντασμα, η τελευταία πράξη. Γνώριζε ακόμη, ότι μαζί με τον ερχομό ενός παιδιού στο φως της ζωής, έρχεται και ο κίνδυνος, για κάθε μητέρα, να το συνοδεύσει στην τελευταία του κατοικία. Όμως η σκέψη του θανάτου της Κατερίνας της προκαλούσε απόγνωση, λύπη χωρίς παρηγοριά, την πλήγωνε βαθιά. Ένιωθε ότι ένα μαχαίρι τρυπούσε την κοιλιά της και έψαχνε το σημείο που πιάστηκε και σχηματίστηκε η κόρη της. Η Ζανέτα είχε ήδη χάσει ένα γιο, τον μικρό Μπαλτασάρε. Η αγκαλιά της πονούσε ακόμη απ' την ανάμνηση του τρυφερού κορμιού του, σαν ένα μπουμπούκι που δεν πρόλαβε ν' ανοίξει. Ο θάνατος τον είχε αγγίξει ελαφρύς και είχε διατηρήσει τη γλυκιά όψη ενός μωρού που κοιμάται.
   Καθώς τον αποχωριζόταν για πάντα, εκείνο το βροχερό πρωινό με την απαλή ζέστη και τα αρώματα της άνοιξης, η Ζανέτα αναρωτήθηκε μήπως αυτός ο θάνατος ήταν καρπός της Θείας Δίκης. Σκέφτηκε ότι ίσως ήταν ένα σημάδι, μια οργισμένη προειδοποίηση του Κυρίου. Εκείνη και ο Τζιοβάνι Μπατίστα δεν είχαν ευλογήσει την ένωσή τους και ίσως αυτός ήταν ο λόγος που οι κεραυνοί του ουρανού χτυπούσαν τη γενιά τους. Το είχε συζητήσει με τον πατέρα Φαμπρίς, ο οποίος την επέπληξε αυστηρά. Της συνέστησε να μην αφήνει να τη βασανίζουν τέτοιες σκέψεις, που γεννούσαν η θλίψη και η παραζάλη του πόνου. Αντί να προσπαθεί να φανταστεί τις βουλές του Κυρίου, όφειλε να βρει την αναγκαία δύναμη για να αντέξει αυτό το πένθος. Με καρτερία και ταπεινότητα, τις πιο πολύτιμες αρετές κάθε καλής χριστιανής.

   Υποχρεώθηκε να υπακούσει. Αλλά αυτή η σκέψη δε σταμάτησε να την ακολουθεί και να τη βασανίζει. Ο μικρός Μπαλτασάρε πέθανε στις 25 Απριλίου του 1645, την ημέρα της γιορτής του Αγίου Μάρκου. Η Ζανέτα σπάραζε κρυμμένη κάτω από το μαύρο πέπλο, ενώ η πόλη ετοιμαζόταν να γιορτάσει τον προστάτη της και ο δόγης παρέθετε μία από τις επίσημες δεξιώσεις που έδινε τέσσερις φορές το χρόνο.
   Όταν, οκτώ χρόνια μετά, η Κατερίνα άρχισε να υποφέρει από τους πρώτους πυρετούς, εκείνη ένιωσε για άλλη μια φορά προδομένη. Ο ουρανός τη χτυπούσε με τον πιο σκληρό τρόπο, βάζοντας σημάδι τα παιδιά της. Αυτή τη φορά, η Ζανέτα προσευχόταν χωρίς να λέει τίποτα στον πατέρα Φαμπρίς. Αλλά οι προσευχές ήταν μηχανικές και βασανιστικές, δεν μπορούσαν να της προσφέρουν καμιά παρηγοριά, καμιά ελπίδα. Προσευχόταν για να ικετεύσει συγχώρεση για τις δικές της αμαρτίες, για να ξορκίσει το δικό της λάθος, για να ζητήσει έλεος. Προσευχόταν. Μα ήταν σαν να καταριόταν τη φρικτή της μοίρα, τον πόνο που έπρεπε να υποστεί, τα ανταλλάγματα που της ζητούσε το πεπρωμένο για όσα της είχε χαρίσει. Προσευχόταν και παρακαλούσε τη βοήθεια του Ουρανού. Όμως ήταν σαν να στρεφόταν εναντίον του.
   Η κόρη της είχε αρχίσει να νιώθει τα πρώτα συμπτώματα τον περασμένο Αύγουστο. Όλο και πιο συχνά παραπονιόταν για δύσπνοια και αδυναμία. Ένας περιοδικός ιδρώτας έλουζε τα άκρα του σώματός της και ένας βήχας ξερός μα συνεχής, επίμονος και εξαντλητικός, μερικές φορές της έφερνε αφρούς στο στόμα και της έκοβε την ανάσα.
   Ο Τζιοβάνι Μπατίστα γνώριζε καλά πόση ζημιά ήταν ικανοί να προκαλέσουν οι διάφοροι τσαρλατάνοι, που εξυμνούσαν τις ιατρικές τους γνώσεις περιφερόμενοι ανάμεσα στο πλήθος της αγοράς. Κάλεσε έτσι έναν διακεκριμένο γιατρό, τον Τζουλιάνο Μπελότι που θεωρείτο άριστος φυσιοδίφης, δόκτορας της παθολογίας και έχαιρε βαθιάς εκτίμησης από τους λογίους της εποχής του. Ο ευγενής Κορνάρο πίστευε ότι η κόρη του, στην πραγματικότητα, είχε ανάγκη από τη βοήθεια ενός παθολόγου και όχι ενός χειρούργου. Όπως όλοι οι γιατροί που ήταν επίσημα αναγνωρισμένοι από τη Γαληνότατη, ο Μπελότι απολάμβανε πολλά προνόμια. Μεταξύ αυτών και το δικαίωμα να ενδύεται την αρμόζουσα σε ευγενείς ενδυμασία.
   Ο Μπελότι είχε σπουδάσει στην Πάντοβα και διατηρούσε αλληλογραφία με πολλούς λαμπρούς συναδέλφους του. Πρώτος ανάμεσά τους, ο Τζιάκομο Φραντσέσκο Αρπίνο, λαμπρός πανεπιστημιακός και νοσοκομειακός γιατρός από το Τορίνο. Ήταν γιος του Κάρλο Αρπίνο, του αρχίατρου και συμβούλου του δούκα Κάρλο Εμανουέλε Α'.
   Η συμπεριφορά του Μπελότι ήταν γαλήνια και αξιοπρεπής. Είχε δύο νεαρούς βοηθούς, έτοιμους σε κάθε προσταγή του και χρησιμοποιούσε τα πιο σύγχρονα ιατρικά εργαλεία. Όπως το θερμοσκόπιο, με το οποίο είχε μετρήσει τη θερμοκρασία του σώματος της νεαρής Κατερίνας. Η ύπαρξη και αυτού του εργαλείου οφειλόταν στον Γαλιλαίο, που είχε την αρχική ιδέα. Στη Βενετία το έφερε ο Ιστριώτης Σαντόριο Σαντόριο, ο οποίος στο έργο του "Σχόλια πάνω στην Ιατρική Τέχνη" έγραφε με μεγάλο ενθουσιασμό: "Θέλω να σας μιλήσω για το συγκεκριμένο γυάλινο εργαλείο και το θαυμάσιο τρόπο με τον οποίο συνηθίζω να μετρώ τις υψηλές και χαμηλές θερμοκρασίες όλων των σημείων του σώματος."
   Μετά από πολύωρη και προσεκτική εξέταση, ο Μπελότι αποφάνθηκε ότι τα συμπώματα που ταλαιπωρούσαν την Κατερίνα ήταν αποτέλεσμα μιας ασθένειας των πνευμόνων, η οποία προκαλούσε το βήχα και τη μόνιμη αδυναμία. Για το ενδεχόμενο να οφείλονται στην ελονοσία οι νοσηρές πυρετικές εξάρσεις, που καθημερινά πια εξασθένιζαν τη νεαρή ασθενή του, ο Μπελότι χορήγησε φλούδα κίνας (1). Μια πολύ σημαντική ανακάλυψη που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Ισπανία το 1639 για την αντιμετώπιση αυτής της ασθένειας.
   Ο Τζιοβάνι Μπατίστα άκουσε τη διάγνωση του Μπελότι με την ελπίδα ενός πιστού στην πρόοδο της επιστήμης, που ποτέ δεν ήταν τόσο εντυπωσιακή όσο εκείνη την εποχή των συνεχών ανακαλύψεων. Η Ζανέτα, όταν διαπίστωσε ότι η κατάσταση της κόρης της δεν έδειχνε κανένα σημείο καλυτέρευσης, μα αντίθετα επιδεινωνόταν επικίνδυνα, σκέφτηκε να ζητήσει βοήθεια από τις πατροπαράδοτες συνταγές της λαϊκής σοφίας. 
   Για πρώτη φορά εκείνον τον βαρύ και πένθιμο χειμώνα, ήρθε σε αντιπαράθεση η πνευματική κληρονομιά των δύο γονέων. Η Κατερίνα τώρα πια δε σηκωνόταν καθόλου απ' το κρεβάτι. Χωρίς να πει λέξη σε κανένα, ούτε καν στην πιστή της Αντωνία, η Ζανέτα έκρυψε κάτω από το στρώμα της κόρης της ένα μαχαίρι, με την ελπίδα η λάμα του να κόψει τον πόνο και τον πυρετό. Ο Τζιοβάνι Μπατίστα, από την άλλη, καλούσε ξανά και ξανά τον Μπελότι, χωρίς όμως η συχνή του παρουσία και η αναμφισβήτητη φροντίδα του να καταφέρνουν να χαρίσουν πάλι υγεία και ζωντάνια στη νεαρή ασθενή.
   Παρ' όλες τις φροντίδες, η αρρώστια είχε κλέψει ανελέητα τη δροσιά της Κατερίνας. Θέριευε μέρα με τη μέρα και τίποτα δεν μπορούσε να ανακόψει την ορμή της. Μαινόταν πάνω στην κοπέλα παλεύοντας να της αρπάξει και την τελευταία ανάσα ζωής. Από εκείνη τη μακριά και άγρια μονομαχία η Κατερίνα θα έβγαινε νικημένη. Τα φωτεινά μάτια, όμοια με εκείνα της μητέρας της, δεν είχαν τίποτα πια που να θυμίζει το λαμπερό τους χρώμα. Οι ίριδες ήταν θαμπές και γκρίζες, σχεδόν αποκρουστικές. Κι όμως η Κατερίνα δε χαμήλωνε τα βλέφαρα. Τα κρατούσε ορθάνοιχτα σαν να έψαχνε, ποιος ξέρει πού, ένα δρόμο για να ξεφύγει από το τέλος που την άγγιζε και την καλούσε. Η Ζανέτα πλησίασε ακόμη περισσότερο το πρόσωπο της άρρωστης, με την ελπίδα να βρει ένα αμυδρό φως που θα της έλεγε ότι η κόρη της διατηρούσε τις αισθήσεις της. Η Κατερίνα όμως βρισκόταν ήδη σ' εκείνον τον τόπο που οι ζωντανοί δεν μπορούν να πάνε και οι νεκροί έχουν ήδη εγκαταλείψει. Σ' εκείνο τον τόπο περίμενε να κοπάσει ο ρόγχος της αναπνοής της, να σταματήσει η ανεπαίσθητη κίνηση του άσαρκου στήθους και να έρθει η γαλήνη να την τυλίξει. Η Ζανέτα φοβήθηκε ότι δε θα μπορούσε πια να συγκρατήσει τα δάκρυά της και για να κρύψει το βίαιο κύμα του πόνου που την έπνιγε, έσκυψε το κεφάλι μέχρι να χαθεί από το βλέμμα της το κέντημα με τα φύλλα της κουβέρτας. Τότε είδε το μικρό χεράκι της Έλενας Λουκρητίας να γλιστράει προς το δικό της.
   Η Ζανέτα, σύμφωνα με τη συμβουλή του Μπελότι, είχε κρατήσει τη μικρή της κόρη μακριά από το δωμάτιο της αδελφής της, ιδιαίτερα μετά την επιδείνωση της ασθένειας. Όμως την ώρα του ύστατου χαιρετισμού, όλη η οικογένεια είχε ενωθεί για να προσευχηθεί γύρω από τη νεαρή ετοιμοθάνατη. Η Αντωνία είχε αναλάβει να ξυπνήσει και να ντύσει την Έλενα. Μαζί της στάθηκε στο πιο απομακρυσμένο σημείο του δωματίου, εκεί που κάθονταν, ο ένας κοντά στον άλλο, ο Τζιοβάνι Μπατίστα με τον Φραντσέσκο και τον εφημέριο Φαμπρίς. Χαμένοι μέσα στην αδράνεια της θλίψης, με μάτια καρφωμένα στο πρόσωπο της άρρωστης που φώτιζε το φως δύο μεγάλων κεριών, δεν πρόσεξαν τη μικρούλα. Η Έλενα έφυγε από κοντά τους και πλησίασε στο πλάι του κρεβατιού, σαν να ήταν σε θέση μόνο εκείνη μαζί με τη μητέρα της να συντροφεύσουν την Κατερίνα μέχρι το τέλος της επίγειας διαδρομής της.
   Τώρα η Έλενα Λουκρητία ήταν εκεί, ένα βήμα από τη Ζανέτα. Όσο η μητέρα λύγιζε από τον αβάσταχτο πόνο της τόσο η κόρη ήταν σοβαρή και στεκόταν ολόρθη, χωρίς να σκύβει το κεφάλι. Ήταν σαν να ήθελε να κοιτάξει κατάματα, με την άκαμπτη αποφασιστικότητα που ανάβλυζε από το λεπτό παιδικό παρουσιαστικό της, το θάνατο που λίμναζε σ' αυτό το δωμάτιο, σ' αυτό το σπίτι. Με πρόσωπο παγωμένο από τη θλίψη, η Έλενα έψαξε το βλέμμα της μητέρας της, καθώς άγγιζε το χέρι της. Η Ζανέτα ένιωσε τη θαλπωρή του, που ήταν τόσο διαφορετική από την αφύσικη και υγρή θέρμη των χεριών της Κατερίνας. Είχε την αίσθηση ότι η ίδια η ζωή την άγγιζε και την καλούσε πίσω στον κόσμο. Ακόμη κι αυτή την τρομερή στιγμή, η ζωή κατόρθωνε να είναι πιο δυνατή από το θάνατο. Έσφιξε στην αγκαλιά της τη μικρότερη κόρη της, τη στιγμή που η Κατερίνα λυτρωνόταν από την αγωνία της και δεν υπήρχε πια.  

   Το ροζάριο (2) με τους αμέθυστους σφιγμένο ανάμεσα στα σταυρωμένα χέρια, το λευκό φόρεμα που δεν άγγιξε άλλο σώμα εκτός από το δικό της, οι κοτσίδες που γυάλιζαν από τις αρωματικές αλοιφές, τα μάτια κλειστά. Επιτέλους η Κατερίνα θύμιζε τον εαυτό της.
   Γονατιστή στο προσκυνητάρι η Έλενα Λουκρητία την κοίταξε. Ακόμη και νεκρή, η αδελφή της εξακολουθούσε να είναι γι' αυτήν ένα ερωτηματικό, ένα αίνιγμα που ποτέ δε βρήκε τη λύση του. Έτσι άραγε έπρεπε να είναι οι γυναίκες; Τους αρκούσε μόνο να μεγαλώνουν, να εκπαιδεύονται, να ζουν και να ονειρεύονται όπως έκανε η Κατερίνα; Η Έλενα Λουκρητία δεν ήξερε τι να απαντήσει. Δεν είχε το θάρρος να ομολογήσει στον εαυτό της, πόσο μάλλον στον πατέρα Φαμπρίς, ότι η μοναδική στιγμή που ένιωσε δεμένη με την αδελφή της ήταν αυτή του θανάτου της. Η Έλενα αισθάνθηκε έναν αδιόρατο αλλά οξύ πόνο, σαν κάτι να έσπασε μέσα της. Έχανε για πάντα ένα κομμάτι του εαυτού της και από εκείνη την ημέρα αισθανόταν πιο φτωχή και πιο μόνη. Και ίσως πιο ευάλωτη. Όμως τελικά, αυτό το κενό που της άφηνε ο χαμός της Κατερίνας, δεν μπορούσε να απαλείψει τη διαφορετικότητα που κρατούσε τη μία μακριά από την άλλη.
   Οι δύο αδελφές δεν έμοιαζαν καθόλου. Η Κατερίνα είχε ένα στρογγυλό και παχουλό πρόσωπο που μόνο η ελαφρά υπεροπτική μύτη, κληρονομιά από τον πατέρα της, του χάριζε κάτι το ξεχωριστό. Αντίθετα το λεπτό κορμί της Έλενας, που πάνω του η Ζανέτα δεν αναγνώριζε ούτε ίχνος από τη δική της εύρωστη κορμοστασιά, είχε προκαλέσει την αγωνία και τα προσεκτικά βλέμματα της μητέρας στα πρώτα επτά χρόνια της ζωής της. Ο λόγος όλης αυτής της ανησυχίας οφειλόταν μάλλον στο γεγονός ότι γεννήθηκε δεκατέσσερις μήνες μετά το θάνατο του Μπαλτασάρε.
   Η Έλενα ήρθε στον κόσμο εύκολα και γρήγορα, χάρη στη φαρδιά και φιλόξενη λεκάνη των γυναικών της εξοχής, που είχε η Ζανέτα. Λίγες ώρες μετά τη γέννα και αφού συνήλθε μ' ένα ζεστό ζωμό, η λεχώνα ήταν ήδη όρθια. Όχι γιατί στο σπίτι είχαν ανάγκη από την προσωπική της δουλειά, αλλά γιατί της άρεσε να σηκώνεται από το κρεβάτι, να ντύνεται και να παίρνει στην αγκαλιά της το πλυμένο και φασκιωμένο καινούργιο μωρό. Έτσι δέχτηκε την επίσκεψη του Τζιοβάνι Μπατίστα που ήρθε να γνωρίσει το νέο μέλος της οικογένειάς του. Αντίθετα με τη συνήθεια των γυναικών της αριστοκρατίας, η Ζανέτα θήλαζε η ίδια τα παιδιά της, περήφανη που μπορούσε να τα θρέψει για να γίνουν γερά και καλοσχηματισμένα.
   Η Έλενα δε θυμόταν να την είχε δει ποτέ ξαπλωμένη. Η αλήθεια είναι ότι δεν έμπαινε στο δωμάτιο των γονιών της, όσο εκείνοι ήταν κάτω από τα σκεπάσματά τους. Έτσι δεν είδε ποτέ τη μητέρα της να χτενίζεται ή να βγάζει τα ρούχα της. Η Ζανέτα της φαινόταν πάντα ίδια. Σοφή, γαλήνια και αξιοπρεπής, πολυάσχολη και αφοσιωμένη στη διακυβέρνηση του σπιτιού. Η τρυφερότητα και η καθημερινή φροντίδα που της χάριζε η μητέρα της, δεν αρκούσαν για να της δώσουν ανθρώπινη διάσταση. Για την Έλενα, η μητέρα αντιπροσώπευε περισσότερο ένα θεσμό, μια ιδέα, παρά ένα υπαρκτό πρόσωπο και η Ζανέτα ήταν σίγουρα η μητέρα της. Όμως ποιος ξέρει αν η Ζανέτα υπήρξε ποτέ αληθινή γυναίκα, αφού δε διέθετε τίποτα από το εύθραυστο της γυναικείας φύσης. Κι ούτε το νάζι, την αδυναμία, τις ανασφάλειες και ακόμη λιγότερο την ελαφρότητα των άλλων γυναικών.
   Γεννημένη τον Ιανουάριο του 1636, η Κατερίνα ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερη από την Έλενα. Ήταν φυσικό να γίνει το σημείο αναφοράς της μικρούλας, ο φάρος που της έδειχνε το δρόμο καθώς προσπαθούσε να ταξιδέψει στον ωκεανό του γυναικείου κόσμου. Η Κατερίνα είδε τα σημάδια της γονιμότητάς της, όταν η Έλενα ήταν ακόμη πολύ μικρή. Απ' αυτό το γεγονός, η μικρούλα είχε αντιληφθεί μόνο την επιτηδευμένη σοβαρότητα και τη σημασία που η αδελφή της επιδείκνυε σε κάθε καινούργιο φεγγάρι. Έμοιαζε ολόκληρο το σύμπαν να περιστρέφεται γύρω από ένα μυστικό που αφορούσε την αδελφή της. Ένα μυστικό μυστηριώδες και ασαφές, αλλά ωστόσο πάρα πολύ σημαντικό.
   Από τότε, της επέτρεπαν σπάνια να βγαίνει, απαραίτητα με τη συνοδεία της Έλενας και μιας έμπιστης υπηρέτριας του σπιτιού ή της μητέρας τους. Σ' αυτές τις εξόδους, η Κατερίνα άρχισε να παρατηρεί με όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον τους νεαρούς ευγενείς που κατέβαιναν από τις γόνδολές τους για να διασχίσουν τις πλατείες με το αποφασιστικό τους βήμα.
   Οι βόλτες τους ήταν σύντομες, αφού η εκκλησία του Αγίου Λουκά, στην οποία συνήθως κατευθύνονταν, απείχε λίγες εκατοντάδες μέτρα από το παλάτι των Κορνάρο Πισκόπια. Όμως όσο μακρινούς περιπάτους κι αν έκανε η Κατερίνα, ποτέ δεν ήθελε να επιστρέψει. Το σπίτι για εκείνη δεν αποτελούσε πια καταφύγιο, αλλά μια φυλακή, έναν τόπο πλήξης που μέσα του ο χρόνος κουβαριαζόταν τεμπέλικα, χωρίς νόημα. Κατέβαινε συχνά στην κουζίνα για να μάθει τα νέα της απλής ζωής της πόλης από τα κουτσομπολιά των υπηρετριών και των προμηθευτών. Νέα, όπως η άφιξη των ακροβατών με τις καταπληκτικές ικανότητες, το πλεύρισμα των πλοίων που έφερναν τα πιο πολύτιμα εμπορεύματα, τα εγκλήματα που καμιά φορά συντάραζαν τις λαϊκές συνοικίες, οι τελευταίες επιταγές της μόδας, οι συνήθειες των βαρβάρων.
   Η Κατερίνα ήθελε να βρει στο πρόσωπο της Αντωνίας μια προσεκτική πληροφοριοδότρια, μια ικανή έμπιστη που θα της έφερνε ζωντανό, με κάθε λεπτομέρεια το άρωμα και το συναίσθημα, την οικεία αίσθηση όλων αυτών των μικρών πραγμάτων που συνέβαιναν στον έξω κόσμο. Αλλά η Αντωνία, μολονότι προσπαθούσε με την καλύτερη διάθεση, αποδείχθηκε ακατάλληλη γι' αυτό το ρόλο και επιπλέον απονήρευτη. Τότε η Κατερίνα θύμωνε και της φώναζε οργισμένη. Με τα μάγουλα κατακόκκινα από την αμηχανία και το βλέμμα να προδίδει καμιά φορά την αγανάκτησή της, η υπηρέτρια τολμούσε να ψελλίσει μια ντροπαλή συγνώμη. Με όση υπερηφάνεια της είχε απομείνει, έτριβε με λύσσα όλο και πιο σπασμωδικά τους ασημένιους δίσκους για τους οποίους ήταν υπεύθυνη μαζί με τα πιάτα και τα μαχαιροπίρουνα.
   Γεγονός είναι ότι τα μαχαιροπίρουνα του σπιτιού των Κορνάρο Πισκόπια ενέπνεαν στην Αντωνία ένα ιερό δέος. Η καημενούλα τα φρόντιζε με τον ίδιο σεβασμό που θα άγγιζε τα λείψανα της Αγίας Σαββίνας της Παρθένου. Το σώμα αυτής της αγίας πήγαινε να προσκυνήσει στην εκκλησία του Αγίου Ζαχαρία, το ελεύθερο απόγευμα που είχε μία φορά το μήνα. Μέχρι τη στιγμή που έφτασε στο βενετσιάνικο αρχοντικό του Τζιοβάνι Μπατίστα, η Αντωνία δεν είχε ξαναδεί πιρούνι, αυτό το λεπτό σκεύος με τα τέσσερα δόντια, χρησιμότατο για να καρφώνει κανείς τις τροφές.   
   Μια μέρα, σχεδόν λιποθύμησε από το φόβο της γιατί χάθηκε ένα από εκείνα τα δαμασκηνωμένα (3) χρυσά σερβίτσια, που ευτυχώς βρέθηκε μετά από λίγο. Τότε ο μάγειρας από την Πάντοβα, που είχαν προσλάβει οι Κορνάρο, εξήγησε στο κορίτσι ότι η χρήση του πιρουνιού, ελάχιστα γνωστή στις άλλες περιοχές ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στη Βενετία εδώ και αρκετό καιρό σε μίμηση των συνηθειών του Βυζαντίου. Η Αντωνία είχε ακούσει με μεγάλη προσοχή αυτά τα λόγια.            
   Η συμπεριφορά του μάγειρα Γκασπάρε της προκαλούσε συγκίνηση και μια περίεργη ταραχή. Δε βρήκε το κουράγιο να ρωτήσει τι σήμαινε Βυζάντιο και προτίμησε να σωπάσει αμήχανη και ντροπαλή. Δυστυχώς αυτή η σιωπή δεν την προστάτευε το ίδιο αποτελεσματικά από τις επίμονες ερωτήσεις της νεαρής κυρίας.
   Η Κατερίνα απαιτούσε ακριβείς πληροφορίες για τα μυστικά της ομορφιάς που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες, είτε ήταν πόρνες με σκανδαλώδη ζωή, είτε πατρικίες που χάρη στο γάμο τους μπορούσαν να πηγαίνουν, προς μεγάλη τους ευχαρίστηση, σε κάθε γωνιά της πόλης και να κανονίζουν ερωτικές συναντήσεις στην όχθη του ενός ή του άλλου παλατιού. Ενώ εκείνη, που ήταν ήδη σε ηλικία γάμου, έπρεπε να περνάει μια ζωή αυστηρής οικογενειακής πειθαρχίας!
   Από μια λαλίστατη μεσίτρια υπηρετριών, που είχε έρθει για να παρουσιάσει ένα κορίτσι, πρόλαβε να πάρει κάποιες πληροφορίες. Χάρη σ' αυτές η Κατερίνα έμαθε να μαλακώνει την επιδερμίδα με περσικό αμυγδαλόνερο και χυμό λεμονιού. Κάποιες φορές μάλιστα, κατόρθωνε να εξασφαλίζει αυτά τα απλά συστατικά και να φτιάχνει μερικές αλοιφές, μακριά από το βλέμμα της μητέρας της. Αυτό που στάθηκε αδύνατο να επιτύχει, ήταν να ξανοίξει ακόμα περισσότερο το ξανθό χρώμα των μαλλιών της, μια τεχνική που γνώριζε σχεδόν κάθε νεαρή βενετσιάνα. 
   Για μία και μοναδική φορά, η Κατερίνα δε χρωστούσε αυτή τη συνταγή ομορφιάς στις συμβουλές των υπηρετριών, αλλά σ' ένα βιβλίο, που, παρά τη συνηθισμένη απροθυμία της, μελέτησε προσεκτικά. Η συνταγή του Τσέζαρε Βετσέλιο συμβούλευε να βρέχονται τα μαλλιά με διάλυμα αλισίβας (4) και να εκτίθενται στον ήλιο.
   "Οι γυναίκες της Βενετίας κάθονται στον ήλιο μ' ένα σφουγγαράκι δεμένο στην κορυφή ενός αδραχτιού και έτσι βρέχονται. Φορούν ένα ρούχο από μετάξι ή άλλο ελαφρύ ύφασμα που ονομάζουν σκιαβονέττο και στο κεφάλι ένα καπέλο από λεπτή ψάθα, που τις προστατεύει από τον ήλιο και ονομάζουν σολάνα, ενώ κρατούν το καθρεφτάκι τους στο χέρι."
   Η Κατερίνα είχε επίσης αποθαρρυνθεί εξαιτίας της ευγενικής αυστηρότητας των ρούχων που της επέβαλλε η Ζανέτα. Στη Βενετία οι έφηβες συνήθιζαν να καλύπτουν με ένα πέπλο, όχι μόνο το κεφάλι, αλλά όλο το σώμα τους και μερικές φορές την υποχρέωναν να τηρεί αυτό το έθιμο, που εισέπραττε σαν προσβολή. Όμως η Κατερίνα κάθε χρόνο, από την ημέρα του Δεκαπενταύγουστου και μετά, ανυπομονούσε να πάει στην αγορά για να δει την πιάβολα ντε Φράντσα, μια μεγάλη κούκλα από το Παρίσι ντυμένη με την τελευταία λέξη της μόδας. Την εξέθεταν από κοινού μόδιστροι και έμποροι υφασμάτων και λευκών ειδών. Για μέρες ολόκληρες παρατηρούσε όλες τις λεπτομέρειες και ονειρευόταν ρούχα ακόμα πιο πολυτελή απ' αυτά που φορούσε η πιάβολα. Ρούχα με πρόσθετα στολίδια, βολάν και δαντέλες, με φαρδιά κρινολίνα πάνω από ενάμισι μέτρο, όσο μεγαλύτερα επέτρεπε η μόδα.
   Ακόμη και όταν ήταν άρρωστη και αδύναμη, είχε με πείσμα επιμείνει να στείλει την Αντωνία να δει την καινούργια πιάβολα και να της περιγράψει ό,τι φορούσε με την παραμικρή λεπτομέρεια. Η Αντωνία είχε εκτελέσει με επιμέλεια το καθήκον της, χωρίς όμως να καταφέρει να συγκρατήσει τις διαφορές με τη μόδα της προηγούμενης εποχής. Όταν ανέφερε όσα είδε, αποδείχθηκε τόσο ανακριβής και ανεπαρκής, που η Κατερίνα άρχισε να κλαίει από την απογοήτευση.
   Η Έλενα Λουκρητία βοηθούσε στις αθώες ραδιουργίες της αδελφής της χωρίς να την κατακρίνει, αλλά και χωρίς να συμμετέχει στο ενδιαφέρον και τον ενθουσιασμό της. Η Κατερίνα ήταν χαριτωμένη, είχε μια επιπόλαιη πονηριά χωρίς κακία που έκανε χαρούμενες τις κινήσεις και το βλέμμα της, μία έμφυτη γοητεία και ένα ιδιαίτερο πάθος για τη ζωή. Οι κανόνες του σπιτιού απαγόρευαν στις κόρες των Κορνάρο να βγαίνουν στα παράθυρα που έβλεπαν στο Μεγάλο Κανάλι, εκτός από τις επίσημες περιπτώσεις και πάντα παρουσία των γονέων τους.
   Η Κατερίνα όμως, αντίθετα με τον κανονισμό, πολλές φορές κρεμόταν στα παράθυρα για να παρατηρήσει τα πλοιάρια που πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα. Άλλα έπλεαν προς την κατεύθυνση που είχε το ρεύμα, άλλα έψαχναν ένα μέρος να πλευρίσουν και άλλα κατευθύνονταν στην όχθη κάποιου παλατιού.
   Όταν απομακρυνόταν από το άνοιγμα του παραθύρου, η Κατερίνα άρχιζε να περπατάει γρήγορα, σέρνοντας τα πόδια της στο πάτωμα, σχεδόν ασυναίσθητα, σαν να είχε καταληφθεί από μια μανία, από μια διέγερση όμοια με εκείνη που είχε το πλήθος στο Ριάλτο. Έπειτα οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν ξαφνικά και σωριαζόταν σε μια δερμάτινη πολυθρόνα, αυστηρή και ψηλή που την έκανε να δείχνει ακόμη πιο νέα απ' την ηλικία της. Έμενε εκεί, με τα χέρια ανοιχτά και ακουμπισμένα στα μπράτσα της πολυθρόνας, τα πόδια ενωμένα και το κεφάλι γερμένο. Μετά από μερικά λεπτά ακινησίας σηκωνόταν μ' έναν αναστεναγμό και έψαχνε το κέντημά της. 
   Η Έλενα δεν καταλάβαινε καλά το λόγο, όμως εκείνες τις στιγμές ένιωθε για τη μεγαλύτερη αδελφή της ένα είδος στοργικής συμπόνιας, που καμιά φορά της ενέπνεε τρυφερότητα, αλλά πιο συχνά την οδηγούσε σ' ένα έντονο συναίσθημα αποξένωσης. Εάν το να γίνει γυναίκα σήμαινε να μοιάσει στην Κατερίνα, τότε προτιμούσε να μη μεγαλώσει ποτέ. Παρ' ότι αγαπούσε πάρα πολύ την αδελφή της, είχε την αίσθηση ότι η απόσταση που τις χώριζε, γινόταν όλο και πιο μεγάλη, πιο δυσαναπλήρωτη.
   Ίσως η Κατερίνα να ακολουθούσε απλώς τους κανόνες της εποχής της και περιοριζόταν στο να μοιάσει στις κοπέλες της ηλικίας της. Όταν μαζί με όλη την οικογένεια, η Έλενα Λουκρητία πήγαινε να ακούσει θρησκευτική μουσική στην εκκλησία του Αγίου Μάρκου, καταλάβαινε ότι τα κορίτσια των άλλων αριστοκρατικών οικογενειών είχαν τα ίδια ζωηρά μάτια με της αδελφής της, τα ίδια άπληστα βλέμματα για τον κόσμο που τις περιέβαλλε. Τότε αναρωτιόταν ποιος ήταν ο κόσμος που ενδιέφερε εκείνη την ίδια και ποιο δρόμο ήθελε ν' ακολουθήσει. Και θα ήταν άραγε αυτός ο δρόμος ο ίδιος που οι λατρεμένοι γονείς της, τους οποίους σεβόταν και υπάκουε, σκόπευαν να της υποδείξουν;
   Για την Έλενα Λουκρητία δεν υπήρχε ούτε σαν σκέψη η πιθανότητα ανυπακοής στη θέληση των γονέων της. Αλλά κατά βάθος, ίσως ακόμα και υποσυνείδητα, προσπαθούσε να εφεύρει έναν τρόπο που να της επιτρέπει να υπακούσει στις επιθυμίες της οικογένειάς της χωρίς να παραβλέψει τη δική της, αδιόρατη ακόμα, βούληση. Μικρούλα καθώς ήταν, η Έλενα δεν ήξερε κι ούτε μπορούσε να φανταστεί το πεπρωμένο της. Όμως γύρω στα έξι της χρόνια, είχε καταληφθεί από ένα σκοτεινό συναίσθημα ενοχής, μια αόριστη εχθρική σκιά, που δραπέτευσε από το σύντομο παρελθόν της και ήρθε ξαφνικά να απειλήσει τη γαλήνη της. Η Έλενα τρόμαζε στον ύπνο της και ξυπνούσε απότομα τρέμοντας γεμάτη έκπληξη. Φοβόταν χωρίς να γνωρίζει τι ήταν αυτό που την τρόμαζε και ένιωθε λυπημένη χωρίς να ξέρει γιατί. Για να ξεφύγει από αυτή την αγωνία, πίεζε τον εαυτό της να είναι ακόμα πιο υπάκουη και φρόνιμη. Η συμπεριφορά της προκαλούσε τα ειρωνικά σχόλια της Κατερίνας, που συχνά την επιτιμούσε για την εξαιρετική και πληκτικότατη καλοσύνη της. Η Έλενα υπέμενε σιωπηλά αυτές τις μικρές προσβολές, με την ελπίδα ότι η καρτερία και η υποταγή που επέδειχνε θα της εξασφάλιζαν μια ήσυχη νύχτα. Αλλά σχεδόν πάντα οι ελπίδες της αποδεικνύονταν μάταιες.
   Ένα καλοκαιρινό απόγευμα με αποπνικτική υγρασία, και μια οσμή σχεδόν ανυπόφορη που απέπνεαν τα νερά των καναλιών, τα δύο κορίτσια κουβέντιαζαν εξαντλημένα από τη ζέστη. Τότε άθελά της, η Κατερίνα είπε ότι η μητέρα τους δεν μπορούσε να φορέσει το στολίδι του τίτλου της επιτρόπου. Όταν η Έλενα γεμάτη περιέργεια τη ρώτησε γιατί ήταν τόσο σημαντικό να φέρει μια γυναίκα αυτό τον τίτλο, η Κατερίνα σήκωσε βαριεστημένα τους ώμους: "Δεν μπορείς να καταλάβεις, είσαι πολύ μικρή."
   Η Έλενα, μουδιασμένη από την εναντίωση που δέχονται τα παιδιά όταν προσπαθούν να διασχίσουν τους επικίνδυνους δρόμους των μεγάλων, δεν προσπάθησε να εξηγήσει το νόημα αυτής της δήλωσης, παρ' ότι τριγυρνούσε συνέχεια στο μυαλό της. Όμως μια μέρα, χωρίς καλά καλά να το καταλάβει, άκουσε τον εαυτό της να ρωτάει τη μητέρα της με ποιον τρόπο οι γυναίκες μπορούσαν να γίνουν επίτροποι.
   Η Ζανέτα την κοίταξε έκπληκτη. "Πώς σου ήρθε μια τέτοια σκέψη στο νου;" τη ρώτησε.
   Η Έλενα, κατακόκκινη από την ντροπή, δεν απάντησε. Και ενώ η μητέρα της την κοιτούσε επίμονα με αυστηρή έκφραση, αισθάνθηκε υποχρεωμένη να βρει κάτι για να δικαιολογήσει την ερώτησή της. "Ίσως να μπορούσα να γίνω κι εγώ επίτροπος, όπως ο πατέρας μου."
   Ο πάγος της υποψίας που είχε καλύψει το πρόσωπο της Ζανέτας έλιωσε, καθώς της εξηγούσε με ένα χαμόγελο. "Οι γυναίκες μπορούν να γίνουν επίτροποι μόνο εάν παντρευτούν έναν επίτροπο."
   Μετά από μια στιγμή δισταγμού, η Έλενα Λουκρητία κατέληξε: "Τότε λοιπόν, όταν μεγαλώσω θα παντρευτώ τον επίτροπο, τον πατέρα μου."  
   Τις επόμενες ημέρες η Ζανέτα συζήτησε πολύ με τον Τζιοβάνι Μπατίστα το θέμα  του γάμου που ποτέ δεν είχε απαιτήσει. Όμως τώρα πίστευε ότι δε χωρούσε αναβολή, όχι μόνο λόγω σεβασμού στους νόμους της Γαληνότατης και του αξιώματος του επιτρόπου, αλλά και για την προστασία της ηρεμίας των παιδιών τους.
   Ήδη από καιρό ο Τζιοβάνι Μπατίστα είχε μιλήσει με τον πατέρα Φαμπρίς για την απόφασή του να κάνει αυτό το βήμα. Επιθυμούσε όμως στην τελετή - που φυσικά θα γινόταν διακριτικά και αθόρυβα- να παραστεί σαν μάρτυρας ο παλιός του φίλος και δικηγόρος Ντομένικο Νταλ Ρε, ο οποίος βρισκόταν σε ταξίδι στη νότια Ιταλία. Αποφάσισε έτσι να περιμένει την επιστροφή του και όρισε το γάμο για το ερχόμενο φθινόπωρο.
   Ευτυχισμένος πριν απ' όλους ο ίδιος γι' αυτή του την απόφαση, ο Τζιοβάνι Μπατίστα έβγαλε από ένα σεντούκι, που περιείχε τα πιο πολύτιμα αγαθά, ένα κολιέ κεντημένο με αμέθυστους και ένα όμοιο ροζάριο που οι άκρες του ήταν από ατόφιο χρυσάφι. Και τα δύο αυτά κοσμήματα τα άφησε στα χέρια της μέλλουσας νύφης, σαν εγγύηση της υπόσχεσής του.
   Η Ζανέτα γνώριζε ότι ο δεσμός που την ένωνε με τον Τζιοβάνι Μπατίστα ήταν πολύ πιο ουσιαστικός και δεν είχε ανάγκη από τέτοιου είδους υλικές εγγυήσεις. Αλλά την επόμενη μέρα φόρεσε χαρούμενη το κολιέ, ενώ το ροζάριο το φύλαξε για την ημέρα του γάμου της. Το φθινόπωρο, ο Ντομένικο Νταλ Ρε επέστρεψε από το ταξίδι του. Η Κατερίνα όμως είχε αρχίσει να χάνει τη μάχη με την ασθένεια και κανείς δε σκεφτόταν πια το γάμο. Το πανέμορφο ροζάριο στόλιζε πια τα δάχτυλά της και θα τη συνόδευε στον τάφο της, χάνοντας για πάντα τη λάμψη του.

   Ο Τζιοβάνι Μπατίστα διέσχιζε με κόπο το πλήθος που συνωστιζόταν στον Άγιο Πόλο. Ο επίτροπος σχεδόν δεν έβλεπε τους μασκαρεμένους που γέμιζαν την πλατεία, ούτε πρόσεχε το χαρούμενο, αν και ελαφρά χυδαίο θόρυβο που τη ζωντάνευε. Όλα τα μπαλκόνια, όλα τα παράθυρα των παλατιών ήταν στολισμένα με μεγάλα πανιά σε άσπρες και μπλε ρίγες ή είχαν κρεμασμένες από τα περβάζια μεταξωτές κατακόκκινες φαρδιές κορδέλες. Μερικές φορές οι ακροβάτες πηδούσαν τόσο ψηλά που κατόρθωναν να αγγίξουν τις άκρες τους. Η πόλη γιόρταζε το Καρναβάλι και δεν επέτρεπε να μειωθεί ούτε στο ελάχιστο η λαμπρότητά του, ακόμα κι εκείνα τα χρόνια στις αρχές του αιώνα, που δεν ήταν ανθηρά.
   Ήταν Τσικνοπέμπτη. Μια ημέρα που αντιπροσώπευε την κορύφωση της γιορτής του Καρναβαλιού, αλλά και την πιο άγρια στιγμή της. Ο Τζιοβάνι Μπατίστα θυμόταν πολύ καλά σε ποιον τόμο, ανάμεσα στους πολλούς που είχε στην κατοχή του για την ιστορία της Γαληνότατης, είχε διαβάσει το χρονικό της μακρινής Τσικνοπέμπτης:
   Το 1162, ο δόγης Βιτάλε Μικιέλ ο Β' είχε νικήσει τον Ουλρίκο της Ακουιλέια, που τόλμησε να επιτεθεί στο Γκράντο (5). Ο επιδρομέας συνελήφθη μαζί με δώδεκα μοναχούς και από τότε, σε ανάμνηση εκείνης της νίκης, κάθε Τσικνοπέμπτη στη Βενετία σφάζεται με επισημότητα ένας ταύρος, που στέλνει ο άρχοντας της Ραζόν Βέκιε και δώδεκα χοίροι που, γι' αυτό το σκοπό, έρχονται από το Φρίουλι.
   Αυτή την πιο έντονη και χαρούμενη ημέρα του Καρναβαλιού, δεν υπήρχε γωνιά στην πόλη που να απέχει απ' τη γιορτή. Κυρίες με πολύχρωμους μανδύες και το πρόσωπο κρυμμένο πίσω από μάσκες, μεθυσμένοι νεαροί που γελούσαν χωρίς καμία λεπτότητα, οι Νικολότι και οι Καστελάνοι που αλληλοσυγκρούονταν γυρεύοντας αφορμή για μια μονομαχία και μοίραζαν το πλήθος σε δύο μαινόμενες φατρίες. Η μία ήταν η φτωχή, αλλά σκληρή περιοχή των ψαράδων του Αγίου Νικολό του Μεντίκολι -οι Νικολότι- και η άλλη εκείνη των εργατών του Αρσενάλε, που βρισκόταν στο άλλο άκρο της πόλης και αντιπροσωπευόταν από τους Καστελάνους.
   Η αντιπαλότητα ανάμεσά τους υποκινούσε ένα λυσσαλέο φανατισμό, που φορτιζόταν όλο και πιο πολύ κάτω από τους παταγώδεις ήχους της καστανιέτας, των φλάουτων και των τυμπάνων. Έπειτα υπήρχαν οι μομάριε, οι δραματοποιημένοι μύθοι, που μερικές φορές αποτελούσαν ένα αληθινά πλούσιο θέαμα με πλοκή και χορογραφίες, αντάξιο με όσα πλήρωνε κανείς για να δει. Και ακόμη οι αμέτρητοι χοροί, όπου οι πατρικίες της Βενετίας έβρισκαν διέξοδο στον απαγορευμένο έρωτά τους κάτω από διάφορες μεταμφιέσεις.
   Κυκλωμένος σ' ένα στρόβιλο από μανδύες που στριφογύριζαν ακούραστοι, κυματιστά φτερά στρουθοκαμήλου καρφωμένα σε μικρά καπέλα, φωνές, γέλια, πειράγματα και αστεία, ο Τζιοβάνι Μπατίστα βγήκε από τη γόνδολα και με μία βουβή κίνηση του κεφαλιού διέταξε τον γονδολιέρη της δυναστείας, που χρόνια δούλευε για τους Κορνάρο, να τον περιμένει. Συνέχισε πεζός χωρίς να ακούει τους τόσο δυνατούς ήχους που τον περιέβαλλαν. Γύρω του υπήρχε μόνο παγωνιά και σιωπή. Δεν ήταν παρά ένας πατέρας που κατευθυνόταν στη Διοίκηση Υγείας για να δηλώσει το χαμό της κορούλας του, τυλιγμένος στην καταχνιά και τη μοναξιά του πόνου του. Ο θάνατος της Κατερίνας είχε επιβεβαιωθεί, όπως όριζε ο νόμος, από τον πατέρα Φαμπρίς και το έγγραφο έφερε την υπογραφή του φυσιοδίφη δόκτορα της παθολογίας Τζουλιάνο Μπελότι. Για την πράξη του ενταφιασμού απέμενε μόνο η άδεια των διοικητών Υγείας.
   Ο Τζιοβάνι Μπατίστα αποφάσισε να μην αναθέσει σε κάποιον υπηρέτη αυτό το καθήκον και αρνήθηκε τη γενναιόδωρη προσφορά του δικηγόρου Ντομένικο Νταλ Ρε. Ήθελε να βγει ο ίδιος στον καθαρό αέρα, να εγκαταλείψει για λίγη ώρα το παλάτι, να ξεφύγει από την πένθιμη ατμόσφαιρα που λίμναζε σε όλα τα δωμάτια και πάγωνε τις κινήσεις της γυναίκας του. Η Ζανέτα είχε τελειώσει τις διαδικασίες ετοιμασίας της νεκρής της κόρης με την απαράμιλλη ικανότητά της να διαχειρίζεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο κάθε γεγονός του σπιτιού. Τώρα προσευχόταν γονατιστή δίπλα στη μικρή Έλενα.
   Όρθιος κοντά της, ο Τζιοβάνι Μπατίστα την παρατηρούσε προσεχτικά σταματώντας το βλέμμα του στη γλυκιά καμπύλη του αυχένα της, στην ίσια της ραχοκοκαλιά, που τα βαριά υφάσματα δεν κατόρθωναν να κρύψουν εντελώς, στον πλούτο του στήθους της. Τρομαγμένος από τη φύση της επιθυμίας του, ο επίτροπος ονειρεύτηκε ότι ακουμπούσε το κεφάλι του στην κοιλάδα που ανοιγόταν ανάμεσα στα στήθη της γυναίκας του και ξεσπούσε σαν ένα παιδί αφήνοντας τα δάκρυά του να κυλήσουν. Το κορμί της Ζανέτας, αυτό το κορμί που γευόταν είκοσι χρόνια τώρα με νεανική παραφορά κι ένα πάθος πιο δυνατό, καθοδηγούμενο από την εμπιστοσύνη και την πολύτιμη οικειότητα που έφερνε ο καιρός, του φαινόταν η μοναδική διέξοδος, η μοναδική παρηγοριά. 
   Οι προσευχές και η συχνή παρουσία του πατέρα Φαμπρίς δεν μπορούσαν να τον ανακουφίσουν, αλλά ούτε και τα παιδιά του, που αυτές τις στιγμές έμοιαζαν τόσο μακρινά και ξένα από αυτόν. Μόνο η γυναίκα του, μόνο αυτή η γυναίκα που γονάτιζε ντυμένη στα μαύρα, μ' ένα ροζάριο στο χέρι και τον ψίθυρο της προσευχής στα τρεμάμενα χλομά της χείλη, ήταν σε θέση να τον τραβήξει από τα παγωμένα νερά της θάλασσας του πόνου του.
   Γνώρισε τη Ζανέτα πριν από είκοσι χρόνια, όταν πήγε στο ταπεινό γραφείο του πατέρα της Άντζολο Μπόνι για να κανονίσει την αγορά μιας μικρής αποθήκης πίσω από το Ριάλτο, όπου σκόπευε να αποθηκεύει τα προϊόντα που κάθε τόσο έφταναν από τα κτήματά του. Ο Μπόνι είχε γίνει διαχειριστής, ένας αυτοσχέδιος μεσίτης, εξαιτίας της φτώχειας που είχε πλήξει την επαρχία της Μπρέσια και τον είχε αναγκάσει να μεταφερθεί στη Βενετία. Άνθρωπος άξιος και λογικός, ικανός μεσολαβητής με ευστροφία και σύνεση, ο Μπόνι έφερνε εις πέρας συμφωνίες που αναλάμβανε, αφήνοντας απόλυτα ικανοποιημένους τόσο τους πωλητές όσο και τους αγοραστές. Κυρίως χάρη στην οξυδέρκεια και την αμεροληψία του, κατόρθωσε να αποκτήσει μια καλή πελατεία, αν και δεν είχαν περάσει καλά καλά τρία χρόνια που βρισκόταν στην πόλη. Ο Μπόνι είχε φέρει μαζί του μόνο τη μεγαλύτερη κόρη του, τη Ζανέτα. Τα άλλα τρία παιδιά του, που μετά το θάνατο της μητέρας τους φρόντιζε μία θεία, είχαν μείνει στη Βαλντισάμπια.
   Όταν έφτασαν στη Βενετία το 1633, η Ζανέτα ήταν μόλις δεκαπέντε ετών, αλλά η σωματική της διάπλαση θύμιζε ήδη ολοκληρωμένη γυναίκα. Ο Τζιοβάνι Μπατίστα είχε συμπληρώσει τα είκοσί του χρόνια. Η Ζανέτα εμφανίστηκε μπροστά του ξαφνικά. Πρόβαλε από το δρόμο στο γραφείο του πατέρα της κρατώντας στην αγκαλιά της ένα καλάθι γεμάτο αχνιστά ψωμιά από σιμιγδάλι, που μόλις είχε πάρει από το φούρνο. Έμοιαζε με ζωγραφιά καθώς γύρω της έστεκε σαν κορνίζα το πλαίσιο της πόρτας. Ο Τζιοβάνι Μπατίστα βιαζόταν να συναντήσει τον Τζιοβάνι Νάνι και να γιορτάσει μαζί του τον τίτλο του επιτρόπου που είχε αποκτήσει. Όμως είχε τόσο εντυπωσιαστεί από αυτό το πλάσμα, που τα φτωχά του ρούχα δεν κατόρθωναν να σκιάσουν την ομορφιά του, ώστε ανέβαλε την αναχώρησή του για ακόμη μισή ώρα.
   Η Ζανέτα είχε μια φυσική μεγαλοπρέπεια, ένα ανοιχτόκαρδο χαμόγελο και εκπληκτικά μάτια. Μια κοπέλα που είχε μεγαλώσει στην εξοχή και δεν κατάφερνε ακόμα να εξοικειωθεί με τη ζωντάνια των καναλιών, το συνωστισμό του κόσμου στην αγορά και τους ιδιωματισμούς της γλώσσας των Βενετών.
   Καθώς ο Τζιοβάνι Μπατίστα τη ρωτούσε επίμονα, εκείνη ξετύλιγε τον ενθουσιασμό της κάτω από το φιλύποπτο βλέμμα του Άντζολο. Ο μεσίτης ήταν έμπειρος άντρας. Γνώριζε πολύ καλά πόσο εύκολο ήταν για έναν ευγενή να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του με μια κοπέλα ταπεινής καταγωγής και έπειτα να την εγκαταλείψει ατιμασμένη, μαζί με όλους τους πιθανούς μπελάδες που μπορεί να της είχε δημιουργήσει. Ο Άντζολο προτίμησε να περιμένει μέχρι να αναχωρήσει ο Κορνάρο Πισκόπια. Κατόπιν θα έκανε μια ειλικρινή συζήτηση με την κόρη του, καθώς ήταν βέβαιος για την αρετή και τη λογική που τη χαρακτήριζαν.
   Αλλά ο Τζιοβάνι Μπατίστα καθυστερούσε και η Ζανέτα γελούσε, όλο και πιο ευχαριστημένη, καθώς συζητούσε μαζί του. Τα δόντια της ήταν μικρά, όπως ενός παιδιού, κατάλευκα και ίσια. Η επιδερμίδα της ήταν χρυσαφένια, ακριβώς όπως όλων των κοριτσιών που περνούν πολλές ώρες της ημέρας στο φως και τον αέρα.
   Πολύ λίγη αξία είχαν οι προειδοποιήσεις του Άντζολο. Μερικές βδομάδες αργότερα, ο Τζιοβάνι Μπατίστα και η Ζανέτα είχαν αρχίσει να βλέπουν συχνά ο ένας τον άλλον. Οι συναντήσεις τους έμεναν κρυφές απ' όλους, ωστόσο δεν έκαναν τίποτα περισσότερο από ρομαντικούς περιπάτους. Ο Τζιοβάνι Μπατίστα έμενε έκπληκτος από την υπομονή που έδειχνε παρά την τρελή επιθυμία του γι' αυτή τη γυναίκα. Η Ζανέτα, απ' την άλλη, απολάμβανε την παρέα αυτού του νεαρού αριστοκράτη με το σοβαρό πρόσωπο, την ψηλή και στητή κορμοστασιά και τα δυνατά, μα λεπτεπίλεπτα χέρια. Με σκοπό να δώσει στη Ζανέτα την ευκαιρία να ξαναδεί, τουλάχιστον για μερικές ώρες, την εξοχή που τόσο νοσταλγούσε, ο Τζιοβάνι Μπατίστα πήγε μαζί της στην Τζουντέκα, για να περπατήσουν μέσα στα μεγάλα περιβόλια και τους απέραντους κήπους στα νότια του νησιού.
   Όμως η Ζανέτα, αντί να χαρεί με την καταπράσινη έκταση που απλωνόταν μπροστά στα μάτια της, έστρεψε το βλέμμα της στην πόλη. Πάνω απ' το φαρδύ κανάλι, η Βενετία παρουσιαζόταν σαν μία θαυμαστή και πολυτελέστατη φάτνη, ένας τόπος μαγικός και πολύχρωμος, μια εικόνα που έβγαινε απ' τα παραμύθια. Η Ζανέτα μάζεψε τη μακριά φούστα της με μια χαριτωμένη κίνηση του χεριού της, κάθισε σε μια πέτρα, γύρισε την πλάτη της στους κήπους και δεν άφησε πια από τα μάτια της εκείνο το θέαμα. Έμενε σιωπηλή και μαγεμένη, αφοσιωμένη στη θέα αυτής της πόλης που, μολονότι από καιρό ήταν η μόνιμη κατοικία της, ήταν σαν να τη γνώριζε για πρώτη φορά. Κοιτούσε τα διαζώματα των παλατιών που έμοιαζαν με δαντέλες, τους τρούλους των εκκλησιών, τις κορυφές των καμπαναριών που έδειχναν τον κατακάθαρο ουρανό εκείνης της λαμπερής ημέρας. Με το λαιμό της τεντωμένο μπροστά, το πρόσωπό της σοβαρό και τα πόδια σταυρωμένα όπως ένα παιδί, χωρίς να πει μια λέξη, η Ζανέτα συνέχιζε να χορταίνει το βλέμμα της με την αξιοθαύμαστη βενετσιάνικη εικόνα.
   Βαθιά επηρεασμένος από τη συγκίνησή της, ο Τζιοβάνι Μπατίστα την παρατηρούσε σιωπηλός. Ποτέ άλλοτε η Ζανέτα δεν του είχε φανεί πιο όμορφη και πιο ποθητή όσο εκείνη τη στιγμή. Αυτή η γυναίκα ήθελε να έχει την πρώτη θέση στην καρδιά και τη ζωή του. Πλησίασε απαλά το πρόσωπό του κοντά στο δικό της και με τα χείλη του άγγιξε το μάγουλό της.
   Από εκείνη την ημέρα αποφάσισαν να γίνουν ζευγάρι. Η τιμιότητα των προθέσεων και η αποφασιστικότητα του Τζιοβάνι Μπατίστα μαλάκωσαν το θυμό του Άντζολο Μπόνι. Ο μεσίτης ήταν εντελώς αντίθετος μ' αυτή την ελεύθερη σχέση, ιδιαίτερα όταν ο ευγενής Κορνάρο Πισκόπια αναγκάστηκε να λείπει περιστασιακά στο Μπεργκαμάσκο για πάνω από τρία χρόνια, μεταξύ του 1634 και του 1637. Ως μέλος της αριστοκρατίας, ο Τζιοβάνι Μπατίστα δεν μπορούσε να αρνηθεί τα δημόσια καθήκοντα που η Δημοκρατία της Βενετίας αποφάσισε να του αναθέσει, χωρίς να υποστεί τις συνέπειες της απείθειάς του. Έπρεπε, αλλά και ο ίδιος ήθελε να φύγει γιατί τον ενδιέφερε η σταδιοδρομία του στη διοίκηση της Γαληνότατης. Αλλά σ' αυτό το χρονικό διάστημα η Ζανέτα ανακάλυψε ότι είχε μείνει έγκυος.
   Ο Τζιοβάνι Μπατίστα ήθελε το παιδί του να αντικρίσει τον κόσμο σ' ένα ήρεμο περιβάλλον. Αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από τον ξάδελφό του, Ντε Κουιπέρ, ο οποίος υπεράσπιζε τα συμφέροντα της οικογένειας εκείνη την περίοδο που οι μετακινήσεις των μελών της ήταν συχνές. Ο Ντε Κουιπέρ βρήκε ένα σπίτι για τη Ζανέτα πολύ κοντά σ' εκείνο του πατέρα της και φρόντισε να προσλάβει δύο υπηρέτριες. Στις 19 Ιανουαρίου του 1635 και σ' αυτό το σπίτι γεννήθηκε ο πρωτότοκος Φραντσέσκο. Και μόλις δώδεκα μήνες μετά ήρθε στη ζωή η Κατερίνα. 
   Ο Τζιοβάνι γνώρισε την κόρη του επτά μέρες μετά τη γέννησή της. Μολονότι ήταν κουρασμένος από το ταξίδι, μπήκε στο δωμάτιο με μεγάλα βιαστικά βήματα, φορώντας ακόμα το μανδύα του λασπωμένο και μουσκεμένο από τη βροχή. Η Ζανέτα θήλαζε, με τη σκούρα και μεγάλη θηλή ανάμεσα στα δάχτυλα και τη μικρούλα που ρουφούσε άπληστα στην αγκαλιά της. Όταν τις είδε μαζί, μάνα και κόρη, ο Τζιοβάνι Μπατίστα αισθάνθηκε να πλημμυρίζει από τρυφερότητα και μέσα σ' ένα λεπτό ξέχασε το κρύο εκείνου του σκληρού χειμώνα  που σ' όλο το ταξίδι βασάνιζε το σώμα του. Τώρα, μετά από τόσα χρόνια, εκείνη η ίδια παγωνιά πολιορκούσε το κορμί και την καρδιά του. Κι αυτή τη φορά δεν ένιωθε αρκετά δυνατός για να νικήσει την εικόνα της γυναίκας του, που με δάκρυα στα μάτια προσευχόταν, και της κόρης του που είχε πια βυθιστεί στην ανέκφραστη αυστηρότητα του θανάτου.
   Ο δημόσιος επίτροπος του Αγίου Μάρκου είχε φτάσει στον προορισμό του. Μπροστά του υψώνονταν τα γραφεία της Διοίκησης Υγείας. Μια μάσκα πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά του και αποκάλυψε για μια στιγμή το γελαστό πρόσωπο μιας κοπέλας. Μόνο τότε ο Τζιοβάνι Μπατίστα συνειδητοποίησε ότι ο Μπαλτασάρε και η Κατερίνα χάθηκαν σε μια γιορτινή μέρα. Ο γιος του στη γιορτή του Αγίου Μάρκου και η κόρη του στην πιο γιορτινή μέρα του Καρναβαλιού. Δεν είχε τη δύναμη να αναρωτηθεί αν αυτή η σύμπτωση ήταν απλώς ένα σημάδι ή αν είχε κάποιο ιδιαίτερο νόημα. Φόρεσε τη μάσκα της ψυχρής κοσμιότητας, τόσο ξένη από την καρδιά του που θρηνούσε, και προχώρησε στις σκάλες.
   
   Η Έλενα άνοιξε τα μάτια και έδιωξε αμέσως τον ύπνο. Παρ' ότι στη διάρκεια της νύχτας ο φόβος την είχε λυγίσει, ξύπνησε χωρίς δισταγμούς και τεμπέλικα στριφογυρίσματα. Πίσω από τις κλειστές ακόμα κουρτίνες του κρεβατιού της ένιωσε την παρουσία της Αντωνίας, που όλο και συχνότερα την έστελναν για να τη βοηθήσει να ντυθεί. Ήταν ένα είδος προαγωγής, όμως για την υπηρέτρια σήμαινε καταναγκασμό και μελαγχολία. Η κουζίνα ήταν για εκείνη το καλύτερο μέρος του σπιτιού, το πιο κατάλληλο για τις ενθουσιώδεις αλλά μέτριες ικανότητές της, το πιο ζεστό και κατά κάποιο τρόπο το πιο μακρινό από τον κόσμο των αφεντικών της. Και το σπουδαιότερο απ' όλα, ήταν το μέρος που της επέτρεπε να βρίσκεται κοντά στο μάγειρα Γκασπάρε. Ο Γκασπάρε απολαμβάνοντας την εκτίμηση των κυρίων του, έτρεφε την κρυφή ελπίδα μιας καλύτερης ζωής και η Αντωνία ονειρευόταν να την μοιραστούν.   
   O Γκασπάρε ήταν είκοσι πέντε ετών, μα ήταν ήδη χήρος. Η γυναίκα του είχε πεθάνει τη στιγμή που γεννούσε νεκρό τον πρώτο τους γιο. Στο άκουσμα αυτής της είδησης, η Αντωνία είχε προσποιηθεί συμπόνια και αλληλεγγύη. Αλλά το ίδιο βράδυ, στο ταπεινό δωμάτιο στις σοφίτες του παλατιού που μοιραζόταν με μια ακόμη υπηρέτρια της κουζίνας, είχε με κόπο συγκρατήσει έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Δε γνώριζε τη γυναίκα του Γκασπάρε, κόρη ενός ξυλουργού από το Αρσενάλε, και έτσι δεν αισθανόταν μεγάλη ενοχή για την απρέπειά της. 
   Από εκείνη την ημέρα, χωρίς αναίδεια αλλά και χωρίς τα εμπόδια που μέχρι τότε τη συγκρατούσαν, η Αντωνία φρόντιζε να είναι κοντά στο μάγειρα. Προσφέρθηκε να ξεπουπουλιάζει το κυνήγι που τους πρότειναν οι πωλητές και υπήρχε σε αφθονία το φθινόπωρο, βγάζοντας έτσι τον Γκασπάρε από ένα μεγάλο κόπο. Εκείνος από την πλευρά του, προσπαθούσε να της μάθει να αναγνωρίζει τα ψάρια και να τα καθαρίζει. Με πολύ μικρή επιτυχία είναι η αλήθεια. Κόρη μιας ορεινής επαρχίας, η Αντωνία έδειχνε στη θέα των ψαριών μια αυθόρμητη δυσπιστία. Ο Γκασπάρε είχε βαρεθεί να της εξηγεί τη διαφορά μεταξύ σαρδέλας και γαύρου ή να της υπενθυμίζει ότι οι "σάρντε ιν σαόρ" δεν έχουν το δικαίωμα να ονομάζονται έτσι, εάν τους λείπει η σωστή ποσότητα σταφίδας. Η Αντωνία άκουγε τις κατσάδες του μάγειρα με τα μάγουλα κόκκινα από τη χαρά γιατί, σε κάθε περίπτωση, εκείνες οι φωνές έδειχναν σημάδια οικειότητας και προσοχής που μέχρι τότε δεν τολμούσε ούτε να ελπίσει.
   Κάθε εντολή που την απομάκρυνε από την κουζίνα ήταν γι' αυτήν η χειρότερη τιμωρία. Και τα τελευταία χρόνια η κυρά της δεν έκανε τίποτα άλλο από το να τη στέλνει στα δωμάτια του πάνω ορόφου. Στην πραγματικότητα, η Ζανέτα είχε αντιληφθεί την καταιγίδα που σάρωνε την καρδιά της Αντωνίας και γι' αυτό το λόγο προσπαθούσε να την απομακρύνει από την κουζίνα. Όχι ότι ήταν απόλυτα αντίθετη με τους γάμους ανάμεσα στο προσωπικό τους. Όμως καθετί ήθελε το χρόνο του. Εάν η Αντωνία με τον Γκασπάρε ήθελαν να παντρευτούν, αυτό έπρεπε να συμβεί την κατάλληλη στιγμή, χωρίς βιασύνη και επιπολαιότητα.
   Έτσι, γι' ακόμα ένα πρωινό, η Αντωνία βρισκόταν στο δωμάτιο της Έλενας Λουκρητίας για να ανάψει το τζάκι. Ο ήλιος μόλις είχε ανατείλει, όμως η μικρή ήταν ήδη ξύπνια. Η αναταραχή των προηγούμενων ημερών, ο θάνατος και η κηδεία της αδελφής της δεν άλλαξαν τη συνήθεια της Έλενας να σηκώνεται νωρίτερα ακόμη κι από τη μητέρα της που ξυπνούσε πολύ πρωί. Το κοριτσάκι έπλυνε τα χέρια και το πρόσωπό της και φόρεσε την πουκαμίσα της, που σύμφωνα με τους καινούργιους κανόνες υγιεινής που ο πατέρας της είχε επιβάλει σε όλη την οικογένεια, έπρεπε να αλλάζει δύο φορές την εβδομάδα. Έπειτα κράτησε την αναπνοή της μέχρι να δεθούν σφιχτά τα κορδόνια του μπούστου της, χτενίστηκε και επιτέλους ήταν έτοιμη.
   Εκείνη η ημέρα περνούσε αργά καθώς οι ώρες της δε φαινόταν να έχουν τη δύναμη να κυλήσουν. Το σπίτι, που εδώ και τόσα πρωινά είχε παραδοθεί στον πένθιμο ρυθμό που επέβαλλε το τέλος της Κατερίνας, τεντωνόταν μουδιασμένο και προσπαθούσε να ξαναβρεί τις συνήθειές του. Υπηρέτες και αφέντες κινούνταν αργά, ναρκωμένοι ακόμα από τον πρόσφατο πόνο. Στο πρόσωπο της μικρής Έλενας Λουκρητίας, υπήρχαν τα σημάδια που μαρτυρούσαν ό,τι είχε συμβεί. Κάτω από τα μάτια της απλώνονταν δύο μαύρες σκιές. Γύρω από τα χείλη της είχε σχηματιστεί μια γραμμή που αποκάλυπτε τη θλίψη της και σκλήραινε το ευγενικό τους σχήμα. Η Έλενα απομακρύνθηκε από τη ζέστη του τζακιού μπροστά απ' το οποίο είχε ντυθεί και κατευθύνθηκε προς την πόρτα, ενώ η Αντωνία έστρωνε το κρεβάτι της. Η υπηρέτρια που ένιωθε πια μια σχετική οικειότητα, την παρακάλεσε να περιμένει λίγο ακόμα. Μόλις τελείωνε, θα κατέβαιναν μαζί.
   Η Έλενα Λουκρητία, με τους ευγενικούς τρόπους που χρησιμοποιούσε προς όλους, της εξήγησε ότι πήγαινε να μελετήσει.
   "Μα και σήμερα;" ρώτησε η Αντωνία έκπληκτη.
   Η Έλενα στάθηκε σιωπηλή και την κοίταξε με μάτια βουρκωμένα αλλά σοβαρά. Έπειτα μίλησε με ήρεμη φωνή: "Εάν δε διάβαζα, θα έκλαιγα."                                                

Καρράνο Πατρίτσια, Το ρόδο της Βενετίας (Η συγκλονιστική ιστορία της γυναίκας που πρώτη πήρε πτυχίο), (Μετφ. Ζ. Ζαρωμένου), εκδ. ΕΜΠΕΙΡΙΑ Εκδοτική, Αθήνα 2001  

Σημειώσεις:
(1) Φυτό με σκληρό μικρό καρπό που έχει αντιπυρετικές και θεραπευτικές ιδιότητες.
(2) Το κομπολόι που κρατούν οι καθολικοί όταν προσεύχονται, κυλώντας μία χάντρα για κάθε προσευχή.
(3) Τεχνική με την οποία προστίθενται στρώματα μετάλλων διαφορετικών χρωμάτων πάνω σε μεταλλικά αντικείμενα, ενοποιούνται και σκαλίζονται ενιαία χαρίζοντας πολυχρωμία στη διακόσμηση. 
(4) Ειδική στάχτη που διέλυαν σε νερό και χρησιμοποιούσαν για τον καθαρισμό και τη λεύκανση των ρούχων.
(5) Το κοινωνικό κατεστημένο. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: