Ποίηση

Ποίηση

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

[ Η ΑΤΑΚΤΗ ΒΕΝΕΤΣΙΑΝΑ ] - Β' ΜΕΡΟΣ

  
   Η Τσετσίλια, με στητό το κεφάλι, ελευθερώθηκε από το χέρι της παιδαγωγού, μόλις βρέθηκαν στον πρόναο, και την προκάλεσε προχωρώντας λίγα βήματα μπροστά της.
   "Έλα κοντά μου!"
   Η παιδαγωγός μιλούσε στον αέρα. Κάτω από το ζεστό ήλιο η Τσετσίλια αισθανόταν ελεύθερη. Από τη σκιά μιας βεράντας, η Μπεατρίτσε Κορνάρο Κονταρίνι την παρακολουθούσε. Δίπλα της, ένας άντρας ντυμένος με μαύρο βελούδο έτριβε με το χέρι του την ασημένια λαβή ενός στιλέτου περασμένου στη ζώνη του.   
   "Νομίζω πως κάναμε τη σωστή εκλογή", είπε η Μπεατρίτσε.
   "Θα δούμε", απάντησε ο άντρας. "Δεν πρέπει να μας τα χαλάσει η παιδαγωγός".
   "Αυτή η μάγισσα τα 'φαγε τα ψωμιά της", δήλωσε η Μπεατρίτσε μ' ένα μοχθηρό χαμόγελο. Αμέσως μετά έσμιξε τα φρύδια.
   Στο οπτικό πεδίο της είχαν μπει οι δυο αρκεβουζιοφόροι και, βλέποντάς τους να τρώνε με τα μάτια την ωραία Μπάφο, η Μπεατρίτσε κατάλαβε γιατί η Φλόρα φαινόταν έξαλλη. Έξω από την εκκλησία ντε Φράρι η μάγισσα χτυπιόταν σχεδόν, κατσάδιαζε την Τσετσίλια, προσπαθούσε να μην τη χάσει από κοντά της. Άδικα όμως, ο άνεμος δεν φυλακίζεται.
   "Θα το πληρώσεις πολύ ακριβά το θράσος σου!"

   Η Τσετσίλια ήταν σίγουρη γι' αυτό, αλλά ήταν και έτοιμη να ματώσει κάτω απ' τη βίτσα και να αντιμετωπίσει το υγρό μπουντρούμι και τους αρουραίους. Ένα κορίτσι δεκατεσσάρων χρονών και τριών μηνών  μπορούσε πια να αποκτήσει την ανεξαρτησία του. Κυρίως όταν στο δρόμο έρχονταν πίσω της νεαροί. Δεν χρειαζόταν να γυρίσει για να δει, το ένστικτό της δεν τη γελούσε. Ο Μάρκο και ο Πιέτρο την ακολουθούσαν, λογαριάζοντας προίκες και μελλοντικές ηδονές. Δεν ένιωσαν τη σκιά του θανάτου που απλωνόταν προς το μέρος τους. Ένας άντρας με μαύρη φορεσιά και ασημένιο στιλέτο δεν θα τους έχανε πια στιγμή από τα μάτια του.

   Ο Αλεσάντρο Βενιέρ Μπάφο είχε χάσει από καιρό τα μαλλιά του, όχι όμως εξαιτίας της έγνοιας του για την οικογένειά του. Υπεύθυνες για την αιώνια χειμωνιά που ένιωθε γύρω του, για το γυμνό κρανίο του, για τα παγωμένα ρίγη αγωνίας και για τα έλκη που έσκαβαν το στομάχι του, ήταν οι γαλέρες, οι αγαπημένες του γαλέρες. Φοβόταν πολύ μην τις χάσει. Περνούσε τις νύχτες του ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη και δεν ήταν λίγες οι φορές, που τιναζόταν στον ύπνο του φωνάζοντας ύστερα από κάποιο όνειρο, όπου τις έβλεπε να βουλιάζουν στ' ανοιχτά της Σικελίας. Μόνο η καρδιά του ήταν γερή και χτυπούσε αργά και ρυθμικά, σαν τη βαριά του λατόμου κάτω από το αδύνατο στέρνο του.
   Πέρασε κάμποσα λεπτά κουράζοντας τα μάτια του πάνω από ένα χάρτη της Κρήτης, ανοιχτό μπροστά του. Το βλέμμα του ακολούθησε τη γραμμή των ακτών της και σταμάτησε στα Χανιά, σημειωμένα στο χάρτη μ' ένα κόκκινο σημάδι.
   "Τα Χανιά, τα Χανιά", μονολόγησε προσπαθώντας να θυμηθεί το σχήμα και το βάθος του λιμανιού. Είχε ταξιδέψει μέχρι εκεί πριν από είκοσι χρόνια, προκειμένου να αγοράσει μια αποθήκη. Μια πολύ κακή εμπειρία, αφού ο ίδιος απεχθανόταν τα ναυτικά ταξίδια. Αναστέναξε. Η πόλη ήταν ασφαλής, αλλά ήταν πολλοί κι αυτοί που την ορέγονταν... Έριξε για δέκατη φορά μια ματιά στο ημερολόγιο. Κανονικά οι δύο γαλέρες του θα έπιαναν σήμερα στα Χανιά. Εκεί δεν θα κινδύνευαν από το στόλο του κουρσάρου Μπαρμπαρόσα και των αναθεματισμένων Τούρκων, που ονειρεύονταν να μετατρέψουν τις εκκλησίες της Κρήτης σε τζαμιά. Οι καιροί ήταν ταραγμένοι και δεν μπορούσες να είσαι σίγουρος για τίποτα πια. Ο Μεγάλος Βεζίρης των Τούρκων, ο Ιμπραήμ πασάς, είχε πρόσφατα στραγγαλιστεί με διαταγή του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή. Αυτή η απώλεια δεν προμήνυε τίποτα καλό, αντίθετα επιβεβαίωνε το θρίαμβο της σουλτάνας Χιουρέμ που, μέσα από το χαρέμι, εξουσίαζε μόνη πια την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την καρδιά του Σουλεϊμάν. Αυτή η γυναίκα θα έσπρωχνε τον άντρα της να κηρύξει πόλεμο στη Γαληνότατη.
   "Αδύνατον", πρόσθεσε μέσα του ο Αλεσάντρο Μπάφο, σκεπτόμενος τις συμφωνίες με τους κουρσάρους και τους πολλούς φόρους που πλήρωναν οι Βενετοί στους Τούρκους.
   Δεν κατάφερε, ωστόσο, να διώξει τις ανησυχίες του και απηύθυνε μια βουβή προσευχή προς τον μεγάλο Εσταυρωμένο, που δέσποζε πάνω από ένα μικρό μαρμάρινο βωμό, στο μεγάλο και κατάμεστο από περγαμηνές και λογιστικά βιβλία γραφείο του. Δυο υπάλληλοι περνούσαν επιμελώς τους ισολογισμούς. Ο Αλεσάντρο ξαφνιάστηκε σχεδόν σαν συνειδητοποίησε την παρουσία τους. Είχαν καταλήξει να γίνουν ένα με το δωμάτιο. Το δέρμα τους είχε ποτίσει από το μελάνι και το κερί για τα πατώματα. Ίδιοι με δυο καμπούρικα μαυριδερά ζουζούνια, δεν τους καταλάβαινες παρά μόνο από το ξύσιμο της πένας τους στο χαρτί.
   Εκείνος ο ελαφρύς και τριζάτος θόρυβος τον ηρέμησε. Έδινε συγκεκριμένη υπόσταση στην ισχύ του, με τη μορφή γραμματίων, συναλλαγματικών και διαταγών πληρωμών. Ετούτη τη στιγμή, σκέφτηκε, στους σκονισμένους δρόμους της Περσίας, στα ορυχεία των Ινδιών, στα εξαθλιωμένα από τη φτώχεια χωριά της Κίνας, στις καυτές ερήμους και στις χιονισμένες βουνοκορφές, στα βάθη των αποπνικτικών αμπαριών που βρίθουν από ποντίκια, σε φυτείες, σε αποβάθρες και αγορές, στους ωκεανούς όπου αρμενίζουν τα βαριά ενετικά τρικάταρτα και οι ελαφριές γαλέρες, στους μανιασμένους ανέμους και τις απαλές αύρες, στην καρδιά των κυκλώνων και των δυνατών νεροποντών, άντρες, γυναίκες και παιδιά όλων των φυλών μοχθούν και χύνουν τον ιδρώτα τους προκειμένου αυτός, ο Αλεσάντρο Βενιέρ Μπάφο, να εδραιώνει τη δύναμή του στη Βενετία. Κι αυτή τη δύναμη τη συνόψιζε το αδιάκοπο τρίξιμο της πένας στο χαρτί. Εκεί μέσα δεν έγραφαν χάριν γούστου, για την τέχνη και τη ρίμα, έγραφαν για να μαζεύουν δουκάτα.
   Χρυσάφι, ακόμα περισσότερο χρυσάφι, χρυσάφι με όλα τα μέσα, νά τι μετρούσε. Θρησκεία, πατριωτισμό, ηθική, λατρεία για τους προγόνους, αγάπη για τους συγγενείς, όλα αυτά ο Αλεσάντρο τα είχε από χρόνια πνίξει μέσα στο Μεγάλο Κανάλι. 
   Σε τι χρησίμευαν τα αισθήματα; Σε τίποτα... Δεν μπορούσες καν να τα αξιολογήσεις, να τα μετρήσεις, να τα πουλήσεις. Χαλούσαν τη μηχανή του εμπορίου. Χα! Ο γλυκός θόρυβος των καλαμαριών... Χαμένος στις σκέψεις και στους λογαριασμούς του, ο Αλεσάντρο τινάχτηκε όταν κάποιος χτύπησε την πόρτα. Δεν περίμενε κανέναν πριν το βράδυ και οι καιροί ήταν τέτοιοι, που είχε κάθε λόγο να είναι ανήσυχος.
   Πριν προφέρει ένα βροντερό "Περάστε!" προετοιμάστηκε για το χειρότερο. Έρχονταν να του αναγγείλουν ότι οι γαλέρες του είχαν βουλιάξει, ότι είχε ξεσπάσει πόλεμος, ότι η πανώλη και η χολέρα ήταν προ των πυλών της Αιγύπτου... Ακόμα χειρότερα, έρχονταν να τον συλλάβουν. Μόλις είδε τη Φλόρα, κατάπιε το σάλιο του.
   "Πάλι αυτή", είπε μέσα του και κατσούφιασε. "Πότε θα πάψει επιτέλους να με ενοχλεί;"
   "Τι θέλετε;" ρώτησε δυνατά.
   "Οφείλω να σας ενημερώσω για κάτι σοβαρό", απάντησε η παιδαγωγός, ρίχνοντας μια ματιά προς τους υπαλλήλους.
   Εκείνοι είχαν σηκώσει τα κεφάλια και την κοίταζαν. Η Φλόρα τους μισούσε, γιατί έπαιρναν μεγαλύτερο μισθό απ' το δικό της, παρ' όλο που, κατά τη γνώμη της, η δουλειά του γραφιά που έκαναν δεν απαιτούσε μεγάλες προσπάθειες. Το να γράφεις για λογαριασμό κάποιου άλλου δεν θα πρέπει να ήταν τίποτα παραπάνω από μια πολύχρονη άσκηση, μονότονη και πληκτική.
   "Σοβαρό;"
   "Αφορά την κόρη σας!"
   "Α..." ξεφύσηξε ο Αλεσάντρο.
   Δεν έκανε καμιά κίνηση για να διώξει τους γραμματείς, τους κάρφωσε απλώς μ' ένα αυστηρό βλέμμα. Προς μεγάλη απογοήτευση της Φλόρας, εκείνοι έσκυψαν και συνέχισαν τη δουλειά τους.
   "Τι έκανε πάλι η κόρη μου;" ρώτησε βαριεστημένα ο Αλεσάντρο.
   "Μίλησε με αγνώστους στην εκκλησία ντε Φράρι".
   "Πώς έγινε αυτό;"
   "Μου ξέφυγε την ώρα που μπήκα να εξομολογηθώ".   
   "Αφήσατε δηλαδή την Τσετσίλια και την Καλή χωρίς επιτήρηση;"
   "Να, ξέρετε..."   
   "Ξέρω. Είχατε αμαρτίες που βάραιναν τη συνείδησή σας!"
   "Όχι, αλλά..."
   "Διαπράξατε σοβαρό παράπτωμα. Η Τσετσίλια και η Καλή αξίζουν πολλά".
   "Η Τσετσίλια μίλησε με στρατιώτες. Ζητώ την άδεια να την τιμωρήσω!"
   "Γυρίστε στο δωμάτιό σας και μείνετε εκεί! Το θέμα της θυγατέρας μου και της ανιψιάς μου θα ρυθμιστεί σύντομα. Το αναλαμβάνω εγώ".
   Ο Αλεσάντρο είχε γίνει έξω φρενών. Η παιδαγωγός έσκυψε το κεφάλι. Τρέμοντας από φόβο και ντροπή, ανέβηκε στην κάμαρά της και έπνιξε τα δάκρυά της μετρώντας το χρυσάφι της. Μια ώρα αργότερα, καθώς ανασήκωνε το κεφάλι για να ρίξει μια ματιά προς το κανάλι, το αίμα της πάγωσε: η μυστηριώδης γόνδολα με τα ασήμια ήταν στην αποβάθρα. Η Φλόρα την είδε και πάλι σαν απειλή. Κάποια μηχανορραφία εξυφαινόταν, ήταν σίγουρη. Όμως ετούτη τη φορά θα μάθαινε σε ποιον ανήκε το σκάφος. Θα περίμενε να νυχτώσει και θα έμπαινε μέσα για να βρει κάποιες ενδείξεις, αν βέβαια υπήρχαν. Μετά θα έστηνε καρτέρι λίγο πιο κει, από κάποια ψαρόβαρκα, για να δώσει επιτέλους ένα πρόσωπο στον κάτοχό του.
   Θα μπορούσε να βγάλει και χρυσάφι, γιατί όχι;
   Η Φλόρα ξέχασε και την οργή του κυρίου της και την Τσετσίλια και την Καλή. Στη Βενετία μπορούσες να γίνεις πολύ πλούσιος ασκώντας την τέχνη του εκβιασμού. 

   Πέρασαν μία, δύο, έξι ώρες. Κι από την παιδαγωγό ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Η Τσετσίλια και η Καλή περίμεναν την τιμωρία τους. Γι' αυτό κι έσφιξαν τα δόντια, μόλις είδαν την πόρτα ν' ανοίγει, αλλά αυτή που μπήκε στο δωμάτιο δεν ήταν η Φλόρα με τη βίτσα στο ένα χέρι και το Ευαγγέλιο στο άλλο.
   "Χαμογελάστε, δεσποινίδες, χαμογελάστε! Η παιδαγωγός σας πήρε τη διαταγή να μείνει κλεισμένη στην κάμαρά της". 
   Σάστισαν τόσο πολύ, που ούτε μια ερώτηση δεν μπόρεσαν να κάνουν. Ύστερα έβαλαν τα γέλια. Οι φόβοι τους έκαναν φτερά και ρίχτηκαν με διαβολεμένη όρεξη στο καλάθι που τους είχε φέρει η υπηρέτρια. Πεπόνι, χοιρομέρι, σταφιδόψωμο, τυρί από τα Απένινα, τα καταβρόχθισαν όλα στο λεπτό. Μετά ζήτησαν από την κοπέλα να τους πει τι είχε γίνει. Η υπηρέτρια τα είχε μάθει από τον ένα γραμματέα του κυρίου. Άρχισε να εξιστορεί το περιστατικό, μιλώντας αργά για να εξάπτει ακόμα περισσότερο την περιέργεια των κοριτσιών και υπερβάλλοντας τα γεγονότα για να τα κάνει ακόμα πιο ενδιαφέροντα. 
   "Ο πατέρας σας άρπαξε τη Φλόρα απ' το μπράτσο και την έβγαλε έξω βρίζοντας".
   "Ο θείος μου έβρισε;" έκανε παραξενεμένη η Καλή, που δεν είχε ακούσει ποτέ τον Αλεσάντρο να υψώνει τη φωνή του.
   "Μα τον Άγιο Μάρκο!" είπε η υπηρέτρια και σταυροκοπήθηκε.
   Η Τσετσίλια έσμιξε τα φρύδια. Τέτοια συμπεριφορά δεν ταίριαζε στον πατέρα της. Κι εκτός απ' αυτό, στη Βενετία έπρεπε να είναι κανείς ξένος ή ληστής για να ορκιστεί στον προστάτη της πόλης, που το λείψανό του διατηρούσαν, προστάτευαν και λάτρευαν από το 815. Ούτε οι Εβραίοι του γκέτο δεν τολμούσαν να δώσουν όρκο στο όνομά του. Άρα η υπηρέτρια έλεγε ψέματα.
   "Πήγαινε τώρα".
   Η κοπέλα ξαναπήρε το καλάθι της. Κανείς δεν έφερνε αντιρρήσεις στη μικρή δέσποινα. Αν δεν ήταν κορίτσι, σίγουρα θα γινόταν κοντοτιέρε ή ιππότης της Μάλτας. Είχε τον πολεμιστή μέσα της.
   Μόλις έκλεισε πίσω της η πόρτα, η Τσετσίλια ξέσπασε σε δυνατά γέλια. Η Καλή τη μιμήθηκε και οι δυο μαζί άρχισαν να χορεύουν γύρω γύρω με τα νυχτικά τους. 
   "Εσύ θα πάρεις τον Πιέτρο κι εγώ τον Μάρκο", είπε η Τσετσίλια, που είχε περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια τους δύο αρκεβουζιοφόρους στην εξαδέλφη της.
   Τα πόδια τους χτυπούσαν στο μωσαϊκό, τα λυτά μαλλιά τους ανέμιζαν. Όταν κουράστηκαν πια, έτρεξαν στο σεντούκι με τις πάνινες και ξύλινες κούκλες της Τσετσίλια. Διάλεξαν τη μεγαλύτερη. Καταταλαιπωρημένη, με μούτρο στραπατσαρισμένο και ντυμένη με μικρά κουρέλια, έφερε το όνομα Φλόρα -η γριά- κουκουβάγια - του- Καναρέτζιο. Τα δυο κορίτσια την κλότσησαν, τη γρατσούνισαν, την πατίκωσαν κάτω από ένα μαξιλάρι για να σκάσει. Της τα έψελναν για πάνω από μία ώρα. Παλιοδασκάλα! Πιο χαζή κι από χήνα και πιο κακιά κι από αρουραίο!
   "Τιμωρήθηκες!" φώναξε η Τσετσίλια.
   "Καλά να πάθεις!" πρόσθεσε η Καλή.
   "Είμαστε ελεύθερες!"
   "Ναι, είμαστε ελεύθερες να πηγαίνουμε όπου θέλουμε!" συμπλήρωσε η Καλή, τραβώντας τις αλογότριχες που είχε για μαλλιά η κούκλα.
   "Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;" ρώτησε η Τσετσίλια, παίρνοντας ανάμεσα στις παλάμες της το πρόσωπο της εξαδέλφης της.
   Το έφερε κοντά στο δικό της και συνέχισε:
   "Ξέρεις τι θα κάνουμε;"
   "Τι;" 
   "Θα ξαναπάμε στη βιβλιοθήκη να συνεχίσουμε το διάβασμα".    
   "Αχ, όχι! Όχι αυτό!"
   "Ναι! Η ελευθερία δεν είναι κάτι που χαρίζεται έτσι. Την αποκτά με την αξία του κανείς".
   "Θα μας πιάσουν!"
   "Ποιος θα μας πιάσει; Η Φλόρα δεν θα τολμήσει να βγει απ' το δωμάτιό της. Ο αγαπητός μπαμπάς μου δεν θα κοιμηθεί εδώ απόψε. Τις ξέρω τις συνήθειές του. Τις Πέμπτες πηγαίνει και ασωτεύει στο Ριάλτο. Όσο για τη μαμά και τον ιερέα της, βρίσκονται εκατό λεύγες μακριά από τη Βενετία. Απόψε το παλάτσο είναι δικό μας, μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε! Έλα, Καλή μου, μη φοβάσαι. Θα περιμένουμε ν' ανέβει το φεγγάρι".
   Και μ' αυτά τα λόγια, πέταξε κάτω τη μεγάλη κλεψύδρα που τους είχε επιβάλει η Φλόρα για να μετράνε το χρόνο των προσευχών.

   Η Φλόρα είχε τελειώσει τη δική της προσευχή. Το χρειαζόταν για να ελαφρύνει τη συνείδησή της και να ζητήσει βοήθεια. Τώρα είχε κοντά της τους αγγέλους, την Παναγία και τους αγίους και ένιωθε δυνατή. Πέρασε το κατώφλι του δωματίου της και στη συνέχεια του παλάτσο χωρίς να τρέμει από φόβο. Γύρω από το οίκημα επικρατούσε ησυχία. Όλη η κίνηση της γειτονιάς συγκεντρωνόταν στο Κάμπο Σαν Μπαρνάμπα, που φωτιζόταν με πυρσούς. Δεν κινδύνευε να τη δουν. Η γόνδολα την τραβούσε σαν μαγνήτης. Την πλησίασε σαν αθόρυβο νυχτοπούλι. Έριξε μια ματιά γύρω της κι ύστερα ανασήκωσε τις φούστες της και πήδηξε μέσα. Στην τιμονιέρα, που την έκλειναν πορφυρές βελούδινες κουρτίνες, μπορούσαν να χωρέσουν τέσσερα άτομα. Η Φλόρα την επιθεώρησε, εντυπωσιασμένη από τη μυρωδιά δέρματος και κανέλας που πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Η γόνδολα δεν ανήκε σε γυναίκα. Οι μαξιλάρες πάνω στους πάγκους ήταν κεντημένες με οικόσημα που δεν τα αναγνώριζε. Ήταν πολύ σκοτεινά και οι γνώσεις της στην εραλδική και στα σύμβολα ήταν τόσο πενιχρές, που δεν μπορούσε ούτε τα ονόματα των πέντε πρώτων οικογενειών της Βενετίας να αναγνωρίσει από τα λάβαρά τους.
   Ψηλάφισε τους πάγκους, αναποδογύρισε τις μαξιλάρες, έχωσε μέσα τη μύτη της. Ναι, μύριζε άντρας... και μάλιστα ηλικιωμένος. Μια ελαφριά δυσοσμία ούρων την έκανε να μορφάσει αηδιασμένη. Ο Θεός της είχε κάνει μεγάλη χάρη που δεν την ένωσε με άντρα. Δεν θα τον άντεχε το γάμο. Όλοι οι άντρες ήταν γουρούνια, κι αυτός που είχε ετούτη τη γόνδολα δεν αποτελούσε εξαίρεση του κανόνα.
   Το πλοιάριο δεν είχε να της δώσει καμιά άλλη πληροφορία. Η Φλόρα όρθωσε πάλι τη μαύρη σιλουέτα της για να πηδήξει στην αποβάθρα. Δυο αυλόπορτες με σκασμένο το ξύλο στα θυρόφυλλα και σκουριασμένες κλειδαριές βρίσκονταν σε ίση απόσταση από τη γόνδολα. Τα κτίρια που εξυπηρετούσαν είχαν μείνει ακατοίκητα μετά την πανώλη του 1480.
   Η Φλόρα στάθηκε για αρκετά λεπτά αναποφάσιστη, να περιεργάζεται τις γεμάτες ρωγμές προσόψεις και τα κρηπιδώματα που τα διάβρωνε το αλμυρό νερό. Ούτε ένα φως πουθενά. Πίσω από τους τοίχους δεν υπήρχαν πια παρά φαντάσματα, καταραμένοι που είχαν καταδικαστεί να περιπλανώνται στους αιώνες των αιώνων για να εξιλεωθούν από τις αμαρτίες τους.
   "Σε τούτη την πόλη όλοι γεννιούνται και πεθαίνουν με μαύρη την ψυχή τους", μουρμούρισε, αποφασίζοντας να πάει ως το Κάμπο. Εκεί ήταν οι φλύαροι ζωντανοί και μπορεί κάτι να μάθαινε για τη μυστηριώδη γόνδολα. Έσφιξε τα χείλη και προχώρησε προς τα φώτα των πυρσών. Η νυχτερινή ζωή της πόλης της προκαλούσε πάντα φρίκη. Έφριττε με τα πρόσωπα που συναντούσε. Όλα με την ίδια έκφραση του ενός και μοναδικού αισθήματος που ένιωθαν, του πόθου. Πόθου για τον άλλον, πόθου για τα πάντα, ενός πόθου που τους έκανε ικανούς για τις πιο πρόστυχες πράξεις.
   Στο κέντρο του Κάμπο, απέναντι από την εκκλησία του Σαν Μπαρνάμπα, υπήρχε ένα πηγάδι. Εκεί πήγαιναν οι γυναίκες το πρωί για να πάρουν νερό. Το βράδυ μαζευόταν κόσμος και γινόταν το κέντρο όλων των κουτσομπολιών της γειτονιάς και του λιμανιού. Έσουρναν τα εξ αμάξης στον Τούρκο και ασκούσαν κριτική στην πολιτική του Συμβουλίου των Δέκα, χωρίς συγχρόνως να παραμελούν τις ασχολίες τους. Οι γυναίκες έπλεκαν ψάθες για καθίσματα ή κεντούσαν και οι άντρες έπιναν και μπάλωναν τα δίχτυα τους.
   Τη στιγμή που η Φλόρα βγήκε στην πλατεία, στο φως που έριχναν οι πυρσοί και οι λάμπες λαδιού, είχε ξεσπάσει ένας μεγάλος καβγάς για το ζήτημα του αλατιού. Από τότε που η πόλη της Φεράρα, σύμμαχος των παπών, είχε μπλοκάρει τη ναυσιπλοΐα στον Πάδο, η Βενετία είχε χάσει το μονοπώλιο. Σήμερα το αλάτι το έφερναν οι ανταγωνιστικοί στόλοι από την Ίμπιζα στην Αγκόνα, και η Γαληνότατη, που είχε οικοδομήσει τη στρατιωτική της δύναμη πουλώντας αυτή την πρώτη ύλη, ήταν τώρα αναγκασμένη να την αντλεί από τη Λάρνακα της μακρινής Κύπρου. Το αποτέλεσμα ήταν λιγότερο αλάτι και περισσότερος φόρος άλατος. Ποτέ βέβαια ένας αντιλαϊκός φόρος δεν είχε γίνει αιτία μιας πραγματικής εξέγερσης. Παρ' όλα αυτά, οι Βενετσιάνοι γκρίνιαζαν.
   "Πώς θα παστώσουμε τα ψάρια μας;" φώναζε ένας γεροδεμένος άντρας σ' έναν μισομεθυσμένο γραφιά που είχε πάρει το μέρος της Δημοκρατίας.
   "Οι στρατιωτικοί δεν μπόρεσαν να μας υπερασπιστούν εναντίον του αναθεματισμένου του πάπα!"
   "Και οι έμποροι θησαυρίζουν!"
   "Δική τους δουλειά είναι να μας ξαναφέρουν το αλάτι και να ρίξουν τις τιμές!"
   "Τι γυρεύει εδώ αυτή η ξένη;" είπε μια γυναίκα τεντώνοντας το πιγούνι προς τη Φλόρα. 
   Όλες οι μεθυσμένες φάτσες γύρισαν προς το μέρος της παιδαγωγού. Δεν ήταν ευπρόσδεκτη. Ανάμεσά τους καθόταν και μια κεντήστρα, που πότε πότε πουλούσε στη Φλόρα κάνα μαντίλι, αλλά ούτε κι αυτή της έδειξε περισσότερη συμπάθεια.
   "Η δεσποσύνη Φλόρα έρχεται να μας κατασκοπεύσει για λογαριασμό του αφεντικού της", είπε στυφά.
   Τα μάτια της έλαμπαν από θυμό. Τα ατίθασα κοκκινωπά μαλλιά της αιχμαλώτιζαν το φως των πυρσών και την έκαναν να μοιάζει με λέαινα, παρά το αδύνατο σουλούπι της.   
   "Ο κύριός μου δεν έχει καμιά σχέση με το αλάτι, Μάρτα. Εισάγει ταλκ και πιπέρι", αποκρίθηκε η Φλόρα.
   "Αυτό δεν τον εμποδίζει να πλουτίζει σε βάρος μας και να μαζεύει τα δουκάτα, ενώ εμάς δεν μας μένει δεκάρα μέχρι το τέλος του καλοκαιριού. Κι εσύ, πόσα δουκάτα έχεις κρυμμένα στο στρώμα σου;"  ρώτησε η μικρή λέαινα ορθώνοντας την πλάτη της.
   "Δεν έχω τίποτα... δεν έχω τίποτα", διαμαρτυρήθηκε η Φλόρα.
   Την έπιανε τρόμος στη σκέψη πως οι άλλοι μπορεί να φαντάζονταν ότι ήταν πλούσια. Ήταν ικανοί να της κάνουν μεγάλη ζημιά, στη διάρκεια κάποιας από τις γιορτές που γίνονταν στο Κανάλε Γκράντε, το Μεγάλο Κανάλι. Σε κάτι τέτοιες λαμπρές εκδηλώσεις της Δημοκρατίας η Φλόρα έμενε μόνη στο παλάτσο.
   "Ψεύτρα!" έκανε η κεντήστρα τσιμπώντας τη με τη βελόνα της στο μπράτσο. 
   Το ατσάλι διαπέρασε πρώτα το μαύρο ύφασμα και μετά το δέρμα. Η Φλόρα έβγαλε μια φωνή, απ' το ξάφνιασμα όμως, όχι από τον πόνο. Τον πόνο τον άντεχε, και το δικό της και των άλλων. Κυρίως των άλλων. Άρπαξε με μια απότομη κίνηση το ένα σκουλαρίκι της κεντήστρας και το τράβηξε δυνατά. Ο λοβός του αυτιού σχίστηκε και το αίμα πιτσίλησε τα γαμψά δάχτυλα.
   Της κοκκινομάλλας της γύρισαν τα μάτια ανάποδα κι έπεσε κάτω. Η Φλόρα όμως δεν σταμάτησε εκεί. Παρά την ηλικία της, ήταν ακόμα γρήγορη και δυνατή. Άρπαξε την κεντήστρα απ' τα μαλλιά, τη σήκωσε όρθια κι άρχισε να τη χτυπάει στα στήθη και στη μύτη. Δεν άφησε τη λεία της παρά μόνο όταν έκρινε πως οι ζημιές που της είχε προκαλέσει ξεπλήρωναν και με το παραπάνω το τρύπημα με τη βελόνα. Μπροστά στο κατάπληκτο κοινό, η μικρή λέαινα κατέρρευσε αργά στο χώμα. Κανείς δεν τόλμησε να της προσφέρει βοήθεια. Όλοι παρακολουθούσαν το παράξενο θέαμα που παρουσίαζε η παιδαγωγός που, αφού σκούπισε με το μανίκι του φουστανιού της τα αίματα, ξαναμάζεψε τα μαλλιά της μες στην αυστηρή μπόλια που σκέπαζε το κεφάλι της.   
   Την άλλη στιγμή είχε ξαναγίνει άψογη και υπεροπτική, προκαλώντας το θαυμασμό ενός μόνο άντρα, του μεθυσμένου γραφιά, που άρχισε να χειροκροτεί αδιαφορώντας για τα γρυλίσματα του πλήθους. Το θέαμα του είχε αρέσει και τώρα που η παιδαγωγός απομακρυνόταν, την πήρε από πίσω. 
             
Τιμπό Ζαν-Μισέλ, Νουρμπανού, Η σκλάβα της Υψηλής Πύλης, (Μετφρ. Έφη Κορομηλά), εκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα 2003

Δεν υπάρχουν σχόλια: