Ποίηση

Ποίηση

Δευτέρα 2 Μαΐου 2016

ΌΤΑΝ ΉΜΟΥΝ ΔΑΣΚΑΛΟΣ - Β' ΜΕΡΟΣ

  
   Είχα μεν το θάρρος να γίνω μαθηματικός, να το επιχειρήσω τουλάχιστον, αλλά το θάρρος μου δεν έφθασε μέχρι της μαγειρικής. Επροτίμησα να ζήσω χωρίς μαγειρικήν ή τουλάχιστον με στοιχειώδη και πρωτογενή μαγειρικήν. Μαγείρευμα έτρωγα μόνο όταν κανείς των χωρικών μ' εκάλει εις γεύμα ή όταν, κυνηγών, έφθανα μέχρι των πανδοχείων τα οποία υπήρχον κάτω εις την παραλιακήν οδόν. Κατά τας άλλας ημέρας, ετρεφόμην με το κυνήγι μου, ψηνόμενον προχείρως επί της πυράς, ή με αυγά και τυρί. Συνήθως δε εγευμάτιζα και εδείπνουν εις το καφενείον, αναθέτων εις τον καφεπώλην να μαδή και να ψήνη τα θηράματα. Ως τραπεζομάνδηλον μου εχρησίμευον φύλλα και κλάδοι.
   Τότε η προς το κυνήγι αγάπη μου έφθασεν εις αληθή μανίαν. Ενώ εδίδασκα, οι δύο μου σκύλοι εκάθηντο εκατέρωθεν της έδρας, ως σφίγγες, και το δίκαννον ήτο ανηρτημένον εις τον τοίχον δίπλα μου, δια να το έχω πρόχειρον. Διότι με κατελάμβανον αιφνίδιοι κυνηγετικοί παροξυσμοί, όταν ήκουα ψιθύρισμα τσίχλας λ.χ. ή λάλημα μελισσουργών. Και αρπάζων το δίκαννον έτρεχα έξω, αφήνων τους μαθητάς ν' αλληλοδιδάσκωνται ή ν' αλληλο-δέρνωνται, κατά την νέαν μέθοδον πάντοτε. Το μάθημα διήρκει όσον το δυνατόν ολιγώτερον. Ούτε βροχή, ούτε καύσων με ημπόδιζεν. Έτρεχα ως μαινόμενος εις τους κάμπους και τα βουνά, πυροβολών κατά παντός πτερωτού, μεγάλου ή μικρού, φαγώσιμου ή μη, κατά των κοράκων, όπως και κατά των μπεκατσών, κατά των γυπών, όπως και κατά των σπουργιτών. Και τόση ήτο η μανία μου, ώστε, επιστρέφων μετά την δύσιν του ηλίου, επυροβόλουν κατά των νυκτερίδων και των γλαυκών. Με κατέλαβε δε μία περιέργεια να φάγω εξ όλων των θεωρουμένων μη φαγωσίμων πτηνών. Αλλά και οι χωρικοί των μερών εκείνων είχαν γίνει κατά τας επαναστάσεις παμφάγοι και ουδόλως τους εξέπληττεν η περιέργειά μου. Εσπέραν τινά καθ' ην έτρωγα εις το καφενείον γλαύκα ψητήν με κάποιαν πρόθεσιν επιδείξεως, οι παρακαθήμενοι χωρικοί μου είπαν:
   - Εμείς τρώμε και νυκτοκοράκους και γιούπιδες, δάσκαλε.
   - Νυχτερίδες τρώτε;
   - Σαν τύχουνε, απάντησε μειδιών ο καφεπώλης.
   - Τότε, τι δεν τρώτε, μωρέ; ηρώτησα με πείσμα.
   - Ό,τι δεν έχομε.
   Απέναντι του παραθύρου μου υψούτο από τον κήπον της Φωτεινής μία μεγάλη συκαμινέα και διάφορα άλλα δένδρα. Ενίοτε δε όταν ενεφανίζετο επ' αυτών τσίχλα ή άλλο πτηνόν, δεν ελάμβανα τον κόπον να εξέλθω, αλλά διακόπτων το μάθημα, έλεγα "μια στιγμή!" προς τους μαθητάς, ήρπαζα το δίκαννον κ' επυροβόλουν επ' αυτής της έδρας ή από το παράθυρον. Αι παρενθέσεις αύται ήσαν πολύ διασκεδαστικαί δια τους μαθητάς, οίτινες ημιλλώντο ποίος να πρωτοτρέξη να φέρη το θήραμα ούτως ώστε πολλάκις εξήρχοντο όλοι με αλαλαγμόν, παρακολουθούντων των σκύλων. Τούτο όμως βαθμηδόν τους απεθράσυνεν, ώστε ήρχισαν περί τα τέλη του σχολικού έτους να καταχρώνται ολίγον την αδυναμίαν μου. Δια να μείνουν μόνοι, ανεφώνουν αίφνης:
   - Δάσκαλε, δάσκαλε, ένα πουλί, ένα μεγάλο πουλί!
   - Πού;
   - Επέρασε, πάει προς τα κάτω.
   Ο διδάσκαλος δεν ήθελε περισσότερον δια να ορμήση έξω. Και έστιν ότε, αντί να λείψη επί μίαν στιγμήν, ως έλεγεν, απουσίαζεν επί ώραν όλην ή και ώρας. Την δε φροντίδα των μαθημάτων  άφηνα εις την "νέαν μέθοδον", ήτις ηδύνατο να ονομασθή και ελευθέρα αλληλοδιδακτική ή αυτοδιδακτική μέθοδος.
   Με τον βίον τούτον είχα καταντήσει ως αγριάνθρωπος, ζων εκ της θήρας. Το πρόσωπόν μου είχε μαυρίσει και η κόμη μου έφθανε σχεδόν μέχρι των ώμων μου. Κουρεύς άλλος δεν υπήρχεν εις το χωρίον, πλην εκείνων οίτινες εκούρευαν τα πρόβατα.    
   Εις μίαν από τας κυνηγετικάς μου εκδρομάς συνήντησα μακράν του χωρίου, εις μίαν οδόν ερημικήν, την Φωτεινήν.
   - Δόξα τω Θεώ, της είπα γελαστός, που σε συναντώ εδώ, για να μου πης τι έχεις μαζί μου και μ' εχθρεύεσαι τόσον.
   Αλλ' αυτή, αυστηρά το ήθος και χαμηλά βλέπουσα, ηθέλησε να περάση χωρίς να μου δώση απάντησιν.
   Της έφραξα τον δρόμον.
   - Θα μου πης. Είναι άδικον να εχθρεύεσαι έναν άνθρωπον, που κακό δε σου 'καμε και να μη του λες το γιατί.
   - Θα μ' αφήσης να περάσω; είπεν η κόρη κάμνουσα ταχείαν στροφήν δια να διέλθη.
   Ταχύτερος όμως εγώ, ευρέθηκα πάλιν προ αυτής.
   - Θα μ' αφήσης σου λέω; επανέλαβεν.
   Αλλ' ενώ ο τόνος της φωνής της ήτο απειλητικός, τα χείλη της τον διέψευσαν με μίαν έκρηξιν γέλωτος.
   - Δεν είσαι λοιπόν κακή ολότελα; Και τι ωραία που γελάς!
   Ενθαρρυνθείς δε υπό του γέλωτος εκείνου, ήπλωσα αυθάδη τα χέρια, τα οποία όμως εν βλέμμα της αυστηρότατον απελίθωσε.
   - Τα χέρια να τα μαζέψης, μου είπε με τόνο μην αφήνοντα αμφιβολίαν περί της σοβαρότητός του, γιατί σύρνω φωνή και θα το μετανοήσης! Τρία ξαδέρφια μου είν' επαέ παρακάτω στ' αμπέλια.
   Και επωφεληθείσα την στιγμιαίαν αμηχανίαν μου διέβη. Εγώ δε, αποπειραθείς να την ακολουθήσω, της εφώναξα με φωνήν ικετευτικήν:
   - Λοιπόν, Φωτεινή, δεν θα γενούμε φίλοι ποτέ, ποτέ;
   Εστράφη με χαριέστατον κίνημα πτηνού και μειδιώσα μου είπε:
   - Ποτέ!
   - Τόση ομορφιά και τόση κακία πώς βρίσκονται μαζί;... Δεν μου λες;
   - Ετσά θέλω!
   Και αφού επροχώρησεν ακόμη ολίγα βήματα εστράφη και γελώσα:
   - Αλήθεια! Είντα κάνει ο μπάρκας; ηρώτησε.
   - Ποιος μπάρκας;
   - Ο άλλος δάσκαλος, καλέ.
   Εγέλασα και εγώ, διότι μου εφάνη πολύ αρμόζουσα η προσωνυμία "μπάρκας", ήτις εν Κρήτη αποδίδεται κοινώς εις τους αιθίοπας.
   - Μα τι μπάρκας!
   Ταπεινώσας δε την φωνήν και σοβαρευθείς, της είπα:
   - Και όμως τον αγαπάς.
   Εμειδίασεν αινιγματώδες μειδίαμα και απεμακρύνθη, χωρίς ν' απαντήση. Ήτο άλλως καιρός, διότι την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν βήματα. 
   Είχα πολλάς εβδομάδας να την ίδω. Μετά την ρήξιν, έβαλα πείσμα να πραγματοποιήσω τας υποψίας αίτινες εβασάνιζαν τον συνάδελφον, αλλά το πείσμα μου δεν αντέσχεν επί πολύ εις την επίμονον δυσμένειαν της Φωτεινής, ήτις ήθελε, φαίνεται, να βασανίζη τον υφιστάμενον, αλλά και να μην ενθαρρύνη τον προϊστάμενον. Να προσποιήται προς εκείνον ότι ηγάπα εμέ και προς εμέ να δεικνύη ότι δεν ηγάπα κανέναν και πρό πάντων εμέ. Τοιαύτα φιλάρεσκα τεχνάσματα εκ μέρους μιας χωριατοπούλας θα μου εφαίνοντο απίστευτα, εάν δεν τα έβλεπα με τα μάτια μου. Επέμεινα όμως επί τινάς ημέρας ακόμη να εμφανίζωμαι εις το παράθυρον και να ξεροβήχω, ουχί διότι ήλπιζα πλέον, αλλά δια να ενισχύω την ζηλοτυπίαν του διδασκάλου. Καλύτερα δεν ηδυνάμην να εκδικηθώ. Αλλ' επί τέλους η Φωτεινή μου εξεδήλωσε τόσον ζωηράν αντιπάθειαν, ώστε, δια να επιμείνω περισσότερον, έπρεπε να είμαι ερωτευμένος εις τα σωστά. Από την ημέραν εκείνην άλλως δεν ανεφάνη πλέον εις τον κήπον, ως δια να μου δείξη εμφανέστερον ότι δεν υπέφερε να με βλέπη.
   Εγώ δε επανήλθα εις την παλαιάν και πραγματικήν μου αγάπην, το κυνήγι, το οποίον είχα παραμελήσει ολίγον χάριν εκείνης. Και εις τας τέρψεις αυτού θα ελησμόνουν και αυτήν την ύπαρξίν της, αν δεν μου την ενθύμιζαν οι κοίλοι και περίλυποι οφθαλμοί του συναδέλφου, όστις βασανιζόμενος, φαίνεται, υπό αϋπνιών, εξήρχετο πολλάκις την νύκτα και επλανάτο ως φάντασμα.
   Αλλά, κατά την τελευταίαν συνάντησίν μας, η Φωτεινή μου εφάνη τόσον χαριτωμένη, τόσον θελκτικήν πονηρίαν είχαν τα ωραία της μάτια και τόσην μαγείαν η φωνή της, μάλιστα όταν ήθελε να φανή αυστηρά και πεισματωμένη, ώστε απεμακρύνιην συγκεκινημένος. Τι αίνιγμα ήτον αυτό επί τέλους; Τι εσήμαινεν εκείνο το αόριστον μειδίαμα, όταν της είπα ότι αγαπά τον "μπάρκα";... Μήπως τον αγαπά τωόντι; Η σκέψις αύτη επανήλθε πολλάκις εις το πνεύμα μου. Και τόσον ήμουν αφηρημένος, ώστε έφθασα μέχρι της παραλίας χωρίς να ενθυμηθώ ότι είχα εξέλθει δια να κυνηγήσω. Όταν δε την εσπέραν, επιστρέφων, συνήντησα τον συνάδελφον, ησθάνθην εις την ψυχήν μου αναβρασμόν μίσους, όμοιον του οποίου δεν είχα αισθανθή ακόμη. Θα 'χει γούστο ν' αρχίσω κι εγώ τώρα να τον ζηλεύω! Να ζηλεύωμεν ο εις τον άλλον δια μίαν, ήτις μας περιφρονεί και τους δύο!
   Το βέβαιον είναι ότι με κατέλαβε ζωηρά επιθυμία να επανίδω την Φωτεινήν. Αντί δε, όπως άλλοτε, κατά τας εορτάς, να μεταβαίνω εις τα Χανιά ή να κάνω μακρυνάς εκδρομάς, έμενα με την ελπίδα να την βλέπω έστω και επί μίαν στιγμήν κατά την απόλυσιν της λειτουργίας. Και την έβλεπα, αλλ' αυτή πάλιν επιμόνως απέφευγε το βλέμμα μου κατά την συνάντησίν μου. Απετόλμησα μάλιστα να διέρχωμαι κατ' επανάληψιν υπό τα παράθυρά της, με κίνδυνον να κινήσω τας υποψίας των γειτόνων ή των συγγενών της, αλλ' εις μάτην ήλπισα να φωνάξη και προς εμέ από το παράθυρον "Δάσκαλε! Δάσκαλε!" Οσάκις μ' έβλεπεν, απεσύρετο πλέον. Ένα δειλινόν την επρόφθασα εις το παράθυρον καθ' ην στιγμήν επότιζεν άνθη.
   - Καλησπέρα, Φωτεινή, της εψιθύρισα και εσταμάτησα, διότι αληθώς ήμουν τόσον συγκεκινημένος ώστε εδυσκολευόμην να προχωρήσω. Δεν μου πετάς ένα λουλούδι κ' εμένα;
   - Σου ρίχτω όλη τη γλάστρα, άνε θες, μου απήντησε, χωρίς να μειδιάση. 
   Και εφαίνετο έτοιμη να εκτελέση την απειλήν της.
   Μετά τινάς εβδομάδας προσεκλήθην εις ένα γάμον. Μεταξύ δε των προσκεκλημένων ήτο και ένας νέος, είκοσι δύο περίπου ετών, τον οποίον πρώτην φοράν έβλεπα και του οποίου το κάλλος μου έκαμεν εξαιρετικήν εντύπωσιν. Ήτο υψηλός και κομψός, με την φυσικήν των ορεινών μας κομψότητα, μελαχρινός με λεπτά και ευγενή χαρακτηριστικά και μάτια μαύρα και μεγάλα, εις τα οποία έπαιζε μια διηνεκής ακτινοβολία. Ωμίλει οικείως με τον πατέρα της Φωτεινής και υπέθεσα ότι ήσαν συγγενείς. Έπειτα τον είδα να σύρη το συρτόν με την Φωτεινήν, ήτις μου εφάνη ότι τον έβλεπε μόνον με συγγενικό βλέμμα.
   - Ποιος είναι αυτός; ηρώτησα.
   - Είναι ξενοχωριανός, μου απήντησεν ο χωρικός προς ον απετάθην. Από τον Πρασέ.
   Και αφού δια της χειρός μου έδειξεν υψηλά εις την κλιτύν των Λευκών Ορέων, συνεπλήρωσε τας πληροφορίας του:
   - Είναι γυιος του Σαριδογιάννη. Ο κύρης του λογαριάζεται για καλύτερος νοικοκύρης του Πρασέ. Ήτονε και καλός στον πόλεμο. Μα κι ο γυιος του φαίνεται πως θα του μοιάση. Όμορφος άντρας κατασταίνεται.
   - Και είναι συγγενής με την κοπελιά που χορεύει;
   - Όχι... Γιάϊντα ρωτάς; είπεν ο χωρικός και με προσέβλεψε με υποψίαν.
   - Μου φάνηκε πως μοιάζουνε, είπα, μη εύρων τίποτε άλλο ν' απαντήσω.  Και πώς τονε λένε το νέο;
   - Σταυριανό.
   Ο χορός είχεν ανάψει εν τω μεταξύ και η Φωτεινή, ακούραστος, εξηκολούθει να χορεύη μετά του Σταυριανού, χωρίς να ρίψη το ελάχιστον βλέμμα εις την άκραν όπου εκαθήμην μελαγχολικός. Τα δίστιχα διεσταυρούντο ως βέλη, επί τέλους δε ηκούσθη και η φωνή του Σταυριανού, αρρενωπή και θερμή:
Κατωμερίτικο πουλί, έλα στα πάνω μέρη,
οπού 'ναι το νερό κρυό και δροσερό τ' αέρι.
   Οι στίχοι προφανώς απηυθύνοντο  προς την Φωτεινήν, ήτις εκοκκίνησε και έστρεψε προς τον λεβέντην βλέμμα όλως αντίθετον προς εκείνα τα οποία έρριπτε προς εμέ.
  Δεν έμεινα περισσότερον, διότι δεν ηδυνάμην και να μείνω. Θα ήμουν φαίνεται πολύ ωχρός, διότι όσοι με είδαν απερχόμενον με ηρώτων τι είχα, αν ήμουν άρρωστος.
   Δεν μου έμενεν αμφιβολία ότι ο ορεινός εκείνος ήτο ο ευτυχής εραστής και ότι εγώ ήμουν ερωτευμένος και άσχημα ερωτευμένος. Όταν δε είδα τον συνάδελφον, ανέβη πικρός γέλως εις το στόμα μου. Έπειτα με κατέλαβεν επιθυμία να τον εναγκαλισθώ, να του ομολογήσω τα πάντα και να θρηνήσωμεν ομού την κοινήν συμφοράν.
   Η άνοιξις μ' εύρε περίλυπον. Την θλίψιν μου δεν εχώρουν οι κάμποι και τα βουνά όπου επλανώμην, προσπαθών να λησμονήσω. Αλλ' η Φωτεινή μου επεφύλαττε και άλλας εκπλήξεις. Απέναντι του παραθύρου μου υψούτο, ως είπα, μεγάλη συκαμινέα, ήτις είχεν ήδη καλυφθή με ωραίον πράσινον φύλλωμα, εντός του οποίου ζευγαρωμένα τα πτηνά έψαλλαν το έρωτα, ως δια να μη με αφήνουν και αυτά να λησμονώ την δυστυχίαν μου. Και μου ήρχετο ενίοτε να πάρω το δίκαννον και να διακόψω τραγικώς αυτήν την  οχληράν επίδειξιν.
   Αλλά μίαν ημέραν, μικρόν μετά την ανατολήν του ηλίου, ήκουσα θρουν ασυνήθη εις το φύλλωμα και μου εφάνη ότι πτηνόν μεγαλύτερον εκάθητο επί του δέντρου. Και πλησιάσας εις το παράθυρον είδα μίαν ωραίαν και πονηράν κεφαλήν, ήτις προκύψασα δια μέσου των φύλλων, με προσέβλεψε με μιαν αστραπήν μειδιάματος και έπειτα εκρύβη πάλιν εις το φύλλωμα. Ήτο το "κατωμερίτικο πουλί".
   Απορώ πώς δεν επέταξα δια να φθάσω και εγώ εις τον κλάδον, όστις έτρεμεν υπό το βάρος της. Τόσον με ανακούφισε και μ' επτέρωσεν η χαρά της ακτινοβόλου εμφανίσεώς της.
   Έκοπτε φύλλα δια τον μεταξοσκώληκα και ήρχετο πλέον καθ' εκάστην. Δεν μου ωμίλει, αλλά με ήρκει το μειδιάμά της, το μειδίαμα το οποίον μου έστελλεν, ως Αμαρυλλίς, δια μέσου των φύλλων. Ο ήλιος ο δικός μου ανέτελλεν ανάμεσα από τους κλάδους του δέντρου εκείνου. Πολλάκις εσκεπτόμην μήπως ήτο όνειρον και δεν απετόλμων να της ομιλήσω, δια να μην εξαφανισθή η οπτασία. Έπειτα, όταν την πρώτην φοράν επεχείρησα να της ομιλήσω, μου ένευσε με φόβον να σιωπήσω, δεικνύουσα το ισόγειον, όπου παρεμόνευεν ο Οθέλλος. Το κατ' εμέ, δεν εφοβούμην πλέον τίποτε και κανέναν. Η αγάπη της, η ελπίς ότι με ηγάπα, μου έδιδε το θάρρος ν' αψηφήσω πάντα κίνδυνον, να τολμήσω τα πάντα. Ηδυνάμην να διακηρύξω ενώπιον όλων τον έρωτά μου, τον οποίον ησθανόμην να πάλλεται παντοδύναμος εντός μου, κύριος απόλυτος της θελήσεώς μου και όλης μου της υπάρξεως. Αλλά τι να της είπω; Ηδύναντο λέξεις να εκφράσουν τα θεσπέσια πράγματα τα οποία επλημμύρουν την καρδίαν μου; Ωμίλουν αντ' εμού οι κόσσυφοι, οι σπίνοι και η αηδών κάτω από τους πλατάνους του ποταμού. Ωμίλει όλη η χαρά η οποία επρασίνιζε και ήνθει, και ευωδίαζε, και εκελάδει και εκυμάτιζεν υπό την απαλήν πνοήν της ανοίξεως γύρω μας. Μίαν λέξιν ήθελα να της είπω και την εψιθύριζα με όλην την περιπάθειαν της ψυχής μου:
   - Φως μου!
   Ο Οθέλλος κατεσκόπευε και έβλεπεν, ο Οθέλλος εμαίνετο. Το εμάντευα από τους θρήνους και τους κοπετούς, οίτινες ήρχοντο από την τάξιν του. Αλλά δεν τον εφοβούμην, ως δεν εφοβούμην κανένα. Μη ο έρως μου είχε τι το αθέμιτον και το πονηρόν; Η Φωτεινή θα εγίνετο σύζυγός μου. Απλούστατα. Η απόφασις αύτη εξήλειψε και τον τελευταίον δισταγμόν μου. Και μίαν ημέραν, καιροφυλακτήσας, την ηκολούθησα και την  έφθασα καθ' ην στιγμήν εξήρχετο από τον κήπον.
   - Φωτεινή, της είπα. Φωτεινή, σ' αγαπώ...
   Αλλ' αυτή, βλέπουσα ότι συγχρόνως οι βραχίονές μου ηνοίγοντο προς εναγκαλισμόν, εξέφυγε δια ταχείας κινήσεως και έτρεξε προς τα κάτω ως τρομαγμένη, χωρίς να μ' αφήση να τελειώσω την φράσιν μου. Αφού δε απεμακρύνθη αρκετά, εσταμάτησε, πορφυρά το πρόσωπον και κτυπώσα τους γρόνθους με παιγνιώδες πείσμα μου είπε:
   - Κ' εγώ δε σ' αγαπώ! Δε σ' αγαπώ! Δε σ' αγαπώ! Δε σ' αγαπώ!
   Έπειτα έφυγε χωρίς να στραφή πλέον. 
   Αλλά διατί να μη παραταθή η ευδαιμονία εκείνη της αμφιβολίας, ήτις είχε κάτι από την αοριστίαν του ουρανού; Την αφήκα να κανονίζη αυτή την πορείαν των σχέσεών μας. Ανέμενα τα προστάγματά της. Μη δεν ήτο κυρία απολυτος των διαλογισμών και της καρδίας μου;
   Ήμουν εις τους ουρανούς. Και επειδή φυσικά δεν ηδυνάμην από τόσον μακρυνήν απόστασιν να συνεννοηθώ με τους μαθητάς μου, τους αφήκα εντελώς εις την τύχην των να κάμουν ό,τι ήθελαν. Η νέα μέθοδος της "Γιάσναγιας Πολιάνας" εφηρμόσθη τότε καθ' όλην αυτής την έκτασιν. Εγώ άλλως και όταν ευρισκόμην εντός του σχολείου, ήμουν απών. Ήνοιγα το βιβλίον και αντί των περιπετειών των Μυρίων, έβλεπα δύο μάτια τα οποία δεν ήσαν της Παρυσάτιδος. Ωμίλουν προς τους μαθητάς και ο νους μου ελικνίζετο επί ενός πρασίνου κλάδου. Και μαντεύετε τι ηδύνατο να είπη μία κεφαλή, της οποίας ο νους είχε μεταβληθή εις σπίνον. Εντός ολίγων ημερών αι πενιχραί γραμματικαί και αριθμητικαί γνώσεις, ας τόσον επιμόνως ανέκτησα, επέταξαν και αυταί, μη ευρίσκουσαι πλέον χώρον εις την κεφαλήν μου, ήτις εγέμισεν έρωτα. Έρως παντού και εις τα θυλάκιά μου ακόμη.
   Δυστυχώς οι μαθηταί μου δεν εξετίμησαν, ως έπρεπε, την ελευθερίαν την οποίαν τόσον αφθόνως παρεχώρησα εις αυτούς. Ουδέποτε όσον τότε ενόησα το λεγόμενον περί των παιδίων: "αχάριστος ηλικία". Καταχρώμενα την ελευθερίαν, ήρχισαν να περιπίπτουν εις αναρχίαν και ασέβειαν προς το διδάσκαλον. Δεν εβράδυναν ν' αντιληφθούν το παιγνίδι το οποίον επαίζετο μεταξύ της μουριάς και του παραθύρου. Και ενώ εγώ ευρισκόμην εις το ανοικτόν παράθυρον αυτοί κατεσκόπευαν τα γινόμενα δια των σχισμών των ημικλείστων παραθύρων. Μίαν δε ημέραν καθ' ην στιγμήν ενεφανίζετο η Φωτεινή, ήκουσα παιδικήν φωνήν ψιθυρίζουσαν:
   - Δάσκαλε, δάσκαλε, μια τρυγόνα!
   Προσεποιήθην ότι δεν ήκουσα και το ψιθύρισμα και τους υπόκωφους γέλωτας οίτινες επηκολούθησαν. Βραδύτερον δε ευρήκα ευκαιρίαν να τους νουθετήσω, συγκρατών την αγανάκτησίν μου δια λόγους ευνοήτους:
   - Βρε παιδιά, μην είσθε αχάριστοι προς έναν δάσκαλον ο οποίος σας αγαπά και ο οποίος εισήγαγεν εις το σχολείον σας την νέαν μέθοδον, ήτις μόνον εις την Ρωσίαν έχει εφαρμοσθή. Αλλά προ πάντων μην είσθε ανόητοι. Θέλετε να σας δέρνω και να σας βασανίζω όπως δέρνει ο κύριος αυτός κάτω; Αλλ' αν αρχίσω να σας δέρνω σαν γαϊδούρια, πώς θα γίνετε υπερήφανοι πολεμισταί, για να ελευθερώσετε τη δυστυχισμένη την πατρίδα μας; Εγώ δεν θα το κάμω αυτό το κακό, παιδιά μου, και αν ακόμη εξακολουθήσετε να μου δίδετε αφορμάς και ν' ανακατεύεσθε σε πράγματα που δεν σας ενδιαφέρουν.
   Φαίνεται δε ότι οι λόγοι μου έπιασαν τόπον, διότι αι αταξίαι και η ασέβεια δεν επανελήφθησαν. Αλλά τότε περίπου εξηντλήθη και το φύλλωμα της μουριάς και η Φωτεινή δεν ανεφάνη. Και απεφάσισα σοβαρώς και οριστικώς να την ζητήσω εις γάμον.
   Περί του σοβαρού τούτου διαβήματος σκεπτόμενος, εξηρχόμην μίαν εσπέραν μετά το μάθημα, ότε ευρέθη ενώπιον μου ο συνάδελφος. Εάν δεν ήτο ο μελαψότερος άνθρωπος εξ όσων εγνώριζα, ίσως δεν θα τον ανεγνώριζα. Σκιά ανθρώπου ο δυστυχής. Ο λαιμός του, φύσει μακρός, εφαίνετο ακόμη μακρότερος και λεπτότερος, κάτι τι ως μαρκούτσι. Το δέρμα των παρειών του είχε κολλήσει επί των οστών και οι οφθαλμοί του ενόμιζες ότι είχαν δύσει εις τας κόγχας των. Μου εφάνη μάλιστα ότι διέκρινα λευκάς τινας τρίχας εις τους κροτάφους του. Ήθελε προφανώς να μου ομιλήση, ήτο δε τόσον αξιολύπητος, ώστε δεν τον απέφυγα, ως είχα πράξει επανειλημμένως εις το παρελθόν. Αλλά τόσον έτρεμαν τα χείλη του, ώστε παρήλθαν στιγμαί τινες έως ου κατορθώση ν' αρθρώση τας εξής λέξεις:
   - Γιώργο, σε παρακαλώ να με ακούσης.
   - Σε ακούω, απήντησα ξηρώς.
   - Είμαι πολύ δυστυχής...
   - Το βλέπω.
   - Αν δεν προλάβω ν' αποθάνω, θα παραφρονήσω... Από σε εξαρτάται να με σώσης. Ξέρω ότι δεν έχεις κακή ψυχή και δεν θα λογαριάσης ότι σ' ελύπησα, σ' έβλαψα ίσως... ξέρω κ' εγώ; Θα με θεωρήσης μόνον ως έναν άνθρωπο δυστυχή και δεν θ' αρνηθής να με σώσης.
   - Ό,τι μπορώ το κάνω.
   - Εσύ δεν την αγαπάς, αλλά το κάνεις για πείσμα δικό μου ή για να περνάς τον καιρό σου. Λοιπόν σύρε χέρι... σε παρακαλώ!
   - Αφού σου πω ότι την αγαπώ, θα εννοήσης ότι ζητείς αδύνατα. Και αν εξαρτάται απ' αυτό η σωτηρία σου... ν' απελπισθής.  
   Έμεινεν ως απολιθωμένος και με παρετήρει με οφθαλμούς ηλιθίους.
   Και μετά τινάς στιγμάς:
   - Ώστε την αγαπάς αλήθεια; είπε, με φωνήν ασθενεστάτην.
   - Την αγαπώ, σου είπα. Έγινες αφορμή να την προσέξω και να την αγαπήσω. Τι να σου κάμω;
   - Αλλ' εγώ έχω απόφασιν να την ζητήσω από τον πατέρα της.
   - Δυστυχώς σ' επρόλαβα και εις αυτό.
   - Την εζήτησες;
   - Μα... ξέρω κ' εγώ;... Αλλά τέλος πάντων ζήτησέ την κι αν σε θέλη σου την χαρίζω. Έχεις πεποίθησιν ότι σε θέλει το κορίτσι, ότι σε προτιμά από μένα;
   Αιφνιδίως τότε οι νεκρωμένοι οφθαλμοί του εξήστραψαν και το ισχνόν του σώμα ωρθώθη εύτονον, ως εάν τα νεύρα του δια μιας μετεβλήθησαν εις χάλυβα.
   - Εγώ μίαν πεποίθησιν έχω, είπε με φωνήν έντονον. Και η πεποίθησίς μου είναι, ότι εν όσω εγώ ζω, τη Φωτεινή δεν θα την πάρη άλλος!
   Εμειδίασα.
   - Μη γελάς, είπε με βραχνόν βρυχηθμόν, διότι δεν είναι αστεία. Σκέψου ότι έχεις να κάμης με έναν απελπισμένον, με άνθρωπο που έτσι κι αλλοιώς είναι χαμένος!    
   Και η άσαρκος χειρ του εισήρχετο και εξήρχετο νευρική εις το στήθος του, ως να εζήτει όπλον. Επί μίαν στιγμήν ανησύχησα. Ως προαισθανθέντες δε κίνδυνον και οι σκύλοι μου ήλθαν πλησίον και ήρχισαν να γαυγίζουν τον εξηγριωμένον Οθέλλον, τον οποίον άλλως προ πολλού δεν εχώνευαν. Αλλ' η ανάμνησις της Φωτεινής υπεστήριξε το θάρρος μου.
   - Οι απελπισμένοι ας κάμουν καλά με την απελπισίαν των, είπα. Εγώ δεν είμαι απελπισμένος.
   - Είσαι όμως ο αίτιος της απελπισίας μου και πρέπει να το σκεφθής καλά! απάντησε με τραυλίζουσαν φωνήν ο Οθέλλος και επί των χειλέων του εφάνη κάτι τι λευκόν ως αφρός.
   - Δηλαδή;
   - Δε θα πάω μόνος μου.
   Και τώρα η νυκτερίς, ήτις του εχρησίμευεν ως χειρ, εισήλθε τρέμουσα εις το θυλάκιόν του και έμεινεν εκεί, ενώ όλη του η στάσις ήτο απειλή.
   Αλλ' ακριβώς την στιγμήν εκείνη εφάνη μεταξύ των φρακτών της οδού μία φέσα, ήτις διηυθύνετο προς ημάς. Και μετά μίαν στιγμήν, υπό την φέσαν είδαμεν πρόσωπον γέροντος με υπόλευκον πώγωνα, γνωστότατον εις αμφοτέρους, το οποίον μας απηύθυνε φιλικόν μειδίαμα. Ήτο ο πατήρ της Φωτεινής, ο Δετορογιώργης. Και η εμφάνισις της φέσας του, ως εμφάνισις του κράνους της Αθηνάς, κατέπαυσεν ή τουλάχιστον διέκοψε την φοβεράν έριδα. Τι να ήθελεν άρα γε;
   - Καλησπέρα σας, κύριοι δάσκαλοι, είπε φθάσας ο γέρων.
   Και, αφού με επιφώνημα κοπώσεως εκάθησεν επί παρακειμένου ξηροτοίχου και εστηρίχθη εις την βακτηρίαν του, μας προσέβλεψε και εις το βλέμμα του εφάνη ο δισταγμός, ως να ενόησεν ότι ήλθεν εις ακατάλληλον στιγμήν.
   - Είντά 'χετε; μας είπε. Σαν αγριεμένοι μου φαίνεστε. Άκουσα κ' εμεγαλοφωνάζετε κιόλας. Μαλώνετε και του λόγου σας;
   - Α, μπα... τίποτε... του απήντησα. Μιλούσαμε για κάτι δουλειές του σχολείου.
   - Δύσκολη κ' η δική σας η δουλειά... μπελαλίδικη, είπεν ο γέρων. Έχετε στην κεφαλή σας τόσα κοπέλια...
   Μειδιών δε επρόσθεσε:
   - Και τα σκολιαρούδικα λένε πως τα φοβήθηκε κι ο Πειρασμός.
   Αναμφιβόλως ο Οθέλλος εφοβήθη ότι ο γέρων ήλθε να μου αναγγείλη ότι μ' εδέχετο ως γαμβρόν, διο και κατείχετο υπό φοβεράς ανησυχίας. Αλλ' ούτε αυτός, ούτε εγώ εμαντεύσαμεν τον πραγματικόν σκοπόν της απροσδοκήτου εκείνης επισκέψεως.
   - Ήρθα, κύριοι δάσκαλοι, είπεν επί τέλους με επισημότητα, να σάσε καλέσω στο γάμο... τση θυγατέρας μου τση Φωτεινιάς.
   Κατάπληκτοι οι "κύριοι δάσκαλοι".
   - Γίνεται την ερχομένη Κυριακή, εξηκολούθησεν ο πατήρ της Φωτεινής. Δόξα να 'χη ο Θεός, κάνω έναν καλό γαμπρό.
   - Ποιον; ηρωτήσαμεν και οι δύο ταυτοχρόνως.
   - Τον Σταυριανό του Σαριδογιάννη απού τον Πρασέ. Νοικοκυρόπουλο κι όμορφο παλληκάρι. Θα 'τυχε να τον δήτε γιατ' ήρθε πολλές φορές στο χωριό... Εμένα δεν μου καλάρεσε να πάη το παιδί μου σε ξένο χωριό, μα είντα να πης; Ο γαμπρός είν' ετσά που τονέ θέλω... πρέπει πως αγαπηθήκανε κιόλας... (Εδώ διήλθεν επί του προσώπου του χωρικού σκιά και με δυσκολίαν επρόφερε την λέξιν "αγαπηθήκανε", ως εάν ωμολόγει αισχρόν της θυγατρός του παράπτωμα). Ας είναι... κ' εμείς απού τον Πρασέ σέρνουμε. Γι' αυτό μάσε λένε και Πρασανούς.
   Το βλέμμα μου συνήντησε το βλέμμα του Οθέλλου, απορώ δε πώς εκ της συγκρούσεώς των δεν προήλθε κεραυνός εκπλήξεως.
   - Το λοιπός καλεστικοί να 'στε, είπεν ο γέρων Δετορογιώργης, εγειρόμενος.
   Όταν δε εξηφανίσθη η φέσα μεταξύ των φρακτών, εστράφην προς τον οικτρόν μου συνάδελφον:
   - Τ' άνοιξες τα στραβά σου τώρα ή νομίζεις ακόμη ότι σου κάνω αντιπολίτευσι στον έρωτά σου;
   - Συγχώρησέ με, αδελφέ. Πού να φαντασθώ ότι αυτό το κορίτσι είναι σατανάς; είπε με συντριβήν ο δάσκαλος.
   - Σου ομολογώ ότι τώρα στο τέλος με είχες πεισμώσει και απεφάσισα για καλά να σε στέψω αυτοκράτορα... αλλά το αποτέλεσμα ήταν να την πάθω κ' εγώ... Μ' εκορόϊδεψε κ' εμένα. Αλλά μπράβο της, καλά μας έκαμε.
   Ήμουν σχεδόν ευχαριστημένος δια το αποτέλεσμα. Και βαθμηδόν ανέκτων την προτέραν μου ευθυμίαν, την οποίαν επί τινά καιρόν είχα χάσει. Η λύσις εκείνη, και αν είχε κάτι τι το ταπεινωτικόν, με ανεκούφιζεν ουδέν ήττον. Τώρα ενόουν ότι ο έρως μου ήτο κατά μέγα μέρος πείσμα. Αφού δε το πείσμα έπαυσεν, έβλεπα τας δυσχερείας εις τας οποίας με ωδήγει και, αντί να αισθάνωμαι αγανάκτησιν κατά του Σταυριανού, τον εθεώρουν ως σωτήρα. Η Φωτεινή ήτο δια τον Σταυριανόν και καλώς τον επροτίμησε.
   Αλλ' από το μαύρο μέτωπον του συναδέλφου δεν διεσκεδάσθησαν εντελώς τα νέφη της μελαγχολίας. Αφού μου διηγήθη τα όσα υπέφερε, μου έδειξε την συκαμινέαν και είπε στενάζων:
   - Αχ! Αυτό το δέντρο, αυτό το δέντρο πόσο μ' εβασάνισε!
   Επροσπάθησα να τον παρηγορήσω, να του μεταδώσω την φιλοσοφικήν μου εγκαρτέρησιν. Εν τέλει δε τον ηρώτησα:
   - Τι θα φάμε απόψε, δάσκαλε, δια να εορτάσωμεν την άρσιν των παρεξηγήσεων;   
   - Τι θέλεις να φάμε; μου είπε χωρίς η μορφή του να αιθριάση. Δεν μας φθάνουν οι χυλόπιτες;
   Εις τον γάμον της Φωτεινής παρευρέθην μόνον εγώ. Ο συνάδελφος, προφασισθείς επείγουσαν πρόσκλησιν εκ μέρους της Εφορείας, επήγεν εις τα Χανιά την ημέραν εκείνη. Αλλά και εγώ δεν έμεινα επί πολύ.
   Ήθελα να φαίνωμαι αδιάφορος και μάλιστα εύθυμος, δια να δείξω εις την Φωτεινήν ότι, εάν αυτή έπαιζεν όταν μου έκαμεν ερωτοτροπίας, εγώ δεν έδιδα περισσοτέραν σοβαρότητα εις το πράγμα, αλλά δεν το κατώρθωνα. Ήθελα να πείσω τον εαυτό μου ότι το επεισόδιον ετελείωσεν, όπως έπρεπε να τελειώση, προς το συμφέρον αμφοτέρων, και ότι επί τέλους δεν είχα δικαίωμα παραπόνου, αφού η Φωτεινή έπραξεν εις την αρχήν παν ό,τι ηδύνατο δια ν' αποθαρρύνη τας ερωτικάς μας επιχειρήσεις, αλλ' η ζηλοτυπία δεν ακούει από λογικήν. Ο γάμος εκείνος μου εφαίνετο ως λύσις κωμωδίας, εις ην έπαιζα το οικτρότερον πρόσωπον.
   Αλλ' όταν έπαυσα να βλέπω την Φωτεινήν -δεν την επανείδα πλέον από της ημέρας εκείνης διότι αναχώρησε και εγκαταστάθη εις το μακρυνό χωρίον του συζύγου της- δεν εδυσκολεύθην να  λησμονήσω. Ο δυστυχής όμως συνάδελφος μου εφαίνετο ανιάτως πληγωμένος. Και μολονότι δεν μου έλεγε τίποτε, έβλεπα ότι εξηκολούθει να φθίνη εις μελαγχολίαν αθεράπευτον. Απέφευγε δε να ομιλή περί της Φωτεινής και μόνον ενίοτε μου έλεγε με βαθύν στεναγμόν, δεικνύων την συκαμινέαν:
   - Αχ! Αυτό το δέντρο, αυτό το δέντρο, πώς μ' εβασάνισε!
   Αι σχέσεις μας όμως δεν διεταράχθησαν πλέον κατά το μικρόν διάστημα το οποίον υπελείπετο μέχρι των εξετάσεων.
   Η Εφορεία Χανίων απέστειλεν επιτροπήν δια να κάμη τας εξετάσεις. Ο έλεγχος ούτος με ανησύχει πολύ. Αλλά φαίνεται ότι οι μαθηταί μου είχαν κάμει μεγάλας προόδους εν αγνοία μου. Διότι μετά το πέρας των εξετάσεων οι αντιπρόσωποι της Εφορείας με εξέπληξαν με συγχαρητήρια:
   - Ποτέ δεν επεριμέναμεν τοιαύτας προόδους από νεοσύστατον σχολείον, μου είπεν εις εξ αυτών με τόνον μη επιτρέποντα αμφιβολίαν περί της ειλικρίνείας του. Σας βεβαιώ ότι είναι πολύ καλύτεροι οι μαθηταί σας από τους μαθητάς του σχολαρχείου Χανίων. Φαντάζομαι πόσον θα εκοπιάσατε.
   Δεν γνωρίζω εάν εκοκκίνησα όταν απήντησα:
   - Εκοπίασα πολύ, είναι αληθές, αλλά σήμερα λησμονώ τους κόπους μου.
   Και έρριψα βλέμμα ευγνωμοσύνης προς τον Μανούσον και τον Κώστα. 
   Μετά πέντε ημέρας ανεχώρουν. Είχα εγερθή από την αυγήν δια ν' αποφύγω τον καύσωνα της ημέρας. Εφύσα δυνατός άνεμος, όστις διέσειε τα παραθυρόφυλλα. Ενώ δε παρεσκευαζόμην, ήκουσα τους σκύλους μου να υλακτούν μανιωδώς έξω και έτρεξα δια να ίδω τι συνέβαινεν. Οι σκύλοι ήσαν εις τον κήπον της Φωτεινής, αλλ' άνθρωπον κανέναν δεν έβλεπα. Ανέβηκα εις τον φράκτην και τότε παρουσιάσθη ενώπιόν μου φρικτόν θέαμα. Άνθρωπος εκρέματο εις ένα εκ των χαμηλών κλάδων της συκαμινέας και οι σκύλοι, αναβλέποντες προς αυτόν, υλάκτουν ως να τον επέπλητταν δια το ανόητον εκείνο μετεώρισμα. Ανεγνώρισα τον συνάδελφόν μου, απηγχονισμένον, νεκρόν προ πολλής ώρας.
   Ο άνεμος τον έσειεν ως εκκρεμές. Και ενώ εταλαντεύετο ούτω θλιβερώς εις το λυκόφως του όρθρου, εφαίνετο ως να επαναλάμβανε με τον θρήνον του ανέμου την μελαγχολικήν του φράσιν:
   - Αχ! Αυτό το δέντρο, αυτό το δέντρο!                          

Κονδυλάκης Ιωάννης, Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία (Ανθολογία), τομ. Γ', εκδ. Άλμπατρος

Δεν υπάρχουν σχόλια: