Ποίηση

Ποίηση

Παρασκευή 27 Μαΐου 2016

[ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ]

  
   Ίσα ίσα που πρόλαβα το καραβάκι για το Αϊβαλί, γιατί το αεροπλάνο μου, ως συνήθως, είχε κάποια καθυστέρηση. Όταν έφτασα απέναντι, επαναλήφθηκε η ιστορία. Ο Εζέρ, ο Φατίχ, τα τσιγάρα, το κονιάκ και γρήγορο πέρασμα από το τελωνείο. Αρνήθηκα να χρησιμοποιήσω το αυτοκίνητο του Εζέρ και τον παρακάλεσα να μου συστήσει ένα καλό γραφείο ενοικιάσεως αυτοκινήτων. Του εξήγησα επίσης ότι τις δυο μέρες που είχα στη διάθεσή μου θα τις περνούσα στη Σμύρνη κι ίσως χρειαζόμουν τη βοήθειά του. Πρόθυμος, όπως πάντα, με διαβεβαίωσε ότι μπορώ να βασίζομαι επάνω του. Έδωσα τα λαδοτύρια που του είχα φέρει και πρότεινα να τα βάλει σε μια γυάλα με λάδι, για να δαμάσουν. Διευκρίνισα δε πως δεν είναι η εποχή της σαρδέλας Καλλονής...
   Σε λίγο το αυτοκίνητό μου στάθμευσε έξω από το γραφείο του Εζέρ. Ήταν μια τούρκικη σακαράκα μάρκας Μουράτ. Η εντύπωση που σου έδινε ήταν πως δεν θα έφτανε στον προορισμό του, όμως οι διαβεβαιώσεις όλων ήταν για το αντίθετο.
   Έφυγα καρφωτός για τη Σμύρνη κι ευτυχώς το σαραβαλάκι μου κατάπινε τον δρόμο χωρίς προβλήματα. Υπολόγισα πως σ' ένα δίωρο θα 'μουν εκεί. Μεσημέρι. Είχα τηλεφωνήσει στον Αλή και περίμενε στο μαγαζί του. Μαζί με μια έκπληξη, όπως μου είπε. Σίγουρα επρόκειτο για καμιά ενδιαφέρουσα αντίκα. Το περίεργο όμως για μένα ήταν πως σ' αυτό το ταξίδι το κυνήγι του παλιού ερχόταν σε δεύτερη μοίρα. Το μυαλό μου απασχολούσε συνεχώς ο Ισμαήλ. Πώς θα τον έβρισκα, αν ζούσε, τι θα του έλεγα, αλλά, το σπουδαιότερο, πώς θα τον έπειθα να μου εκμυστηρευτεί όσα αυτός και η Ρόζα κρατούσαν μέσα τους για μισό αιώνα. Μηχανευόμουν διάφορους τρόπους και σχεδίαζα προσεκτικά την τακτική μου.
   Δυσκολεύτηκα να βρω το μαγαζί του Αλή. Είχαν αλλάξει τους μονόδρομους και μπερδεύτηκα. Συνέλαβα τον εαυτό μου να περνά για τρίτη φορά έξω από το Ελληνικό Προξενείο, που στεγαζόταν σ' ένα όμορφο αρχοντικό της παραλίας. Τελικά, με τη βοήθεια των τροχονόμων, έφτασα στον προορισμό μου. Οφείλω πάντως να πω ότι όποιον ρωτούσα σκιζόταν να με εξυπηρετήσει. Ήταν όλοι τους ευγενικοί. Ιδίως τα αστυνομικά όργανα. Μόλις καταλάβαιναν ότι είμαι Έλληνας, πατούσαν κάτι χαμόγελα μέχρι τ' αυτιά τους.
   Είναι αλήθεια πως ο λαός τους, τόσο στα παράλια της Μικρασίας όσο και στην Κωνσταντινούπολη, δείχνει φιλικές διαθέσεις απέναντι στο ελληνικό στοιχείο. Κάποιος Τούρκος μάλιστα στην Προύσα μού είχε πει ότι οι δυο λαοί δεν έχουμε τίποτα μεταξύ μας. Οι πολιτικοί καλλιεργούν τα μίση και τη διχόνοια. Να 'ταν άραγε έτσι; Αυτό το οποίο με σιγουριά διαπίστωσα είναι πως η ευγένειά τους πολλές φορές καταντά υπερβολική και αγγίζει τα όρια της δουλικότητας. Κατάλοιπο ίσως παλαιών συνηθειών. Τις επέβαλε η τεράστια απόσταση ανάμεσα στην τότε άρχουσα τάξη και στον απλό λαό. Κάτι που πάντως σβήνει με τον χρόνο -οι νέες γενιές σχεδόν το έχουν αποβάλει.
   Πάρκαρα έξω από το μαγαζί του Αλή, αν και δεν ήμουν βέβαιος πως επιτρέπεται. Αλλά ήμουν ήσυχος, επειδή βρισκόμουν δίπλα στο αυτοκίνητο. Η τούρκικη αστυνομία δεν είναι όπως η δική μας, που σε γράφει στο άψε σβήσε. Εκεί βγάζουν προηγουμένως ένα περιπολικό με χωνί πάνω στο καπό και ζητούν από τους παράνομους να μετακινήσουν τα οχήματά τους. Όσοι δεν συμμορφωθούν παίρνουν την κλήση.
   Ο Αλή, ενθουσιασμένος επειδή ξανανταμώναμε, μ' αγκάλιασε φιλικά, μες στα χαμόγελα, και μ' έμπασε στο μαγαζί του. Δεν πιστεύω ότι με αντιμετώπιζε μονάχα σαν πελάτη. Αλλά ίσως και να γελιόμουν. Παρήγγειλε τσάι και κουβεντιάσαμε λίγο για την κατάσταση. Ο πληθωρισμός, βασικό τους πρόβλημα, καθημερινά κάλπαζε κι έκλεβε τον κόπο τους. Οι στρατιωτικοί, οι οποίοι ουσιαστικά κυβερνούν, έχουν τον νου τους στους εξοπλισμούς. Υπάρχουν αρκετά μέτωπα ανοιχτά.  Το μόνο ευχάριστο ήταν ότι, λόγω του φθηνού εργατικού δυναμικού και των απείρων διευκολύνσεων στους ξένους, γίνονταν επενδύσεις στη βιομηχανία και στον τουρισμό. Τελικά φτάσαμε και στο κοινό πάθος μας.
   "Τι καλό μού φύλαξες, Αλή;" τον ρώτησα.
   Πήρε πονηρό ύφος και χωρίς ν' απαντήσει μπήκε σ' έναν διπλανό χώρο, όπου βρισκόταν το γραφείο του, κι επέστρεψε κρατώντας ένα κουτί. Το άνοιξε προσεκτικά κι έπιασε ένα ασημένιο φορητό καλαμάρι, με ενσωματωμένο δοχείο μελάνης και πενοθήκη, γεμάτη από ψιλοδουλεμένους σκαλιστούς και σαβάτινους ανθικούς διάκοσμους. Στη βάση του δοχείου υπήρχε εγχάρακτη ελληνική επιγραφή με το επώνυμο του ιδιοκτήτη και τη χρονολογία, 1793. Έριξε μια κλεφτή ματιά, να ελέγξει τις διαθέσεις μου, και συνέχισε. Εμφάνισε έξι ασημένια ζάρφια, όπου τοποθετούσαν τα φλιτζάνια του καφέ για να μην καίγονται τα δάχτυλα. Ήταν σμυρνιώτικα. Ολοσκάλιστα, με τη χρονολογία 1804. Τέλος ξετύλιξε έναν μουσαμά, πάνω στον οποίο υπήρχε ζωγραφισμένος με λαδομπογιά ένας φουστανελοφόρος αγωνιστής του 1821, κρατώντας το καριοφίλι του σε στάση σκόπευσης. Οι τρεις αράδες, οι οποίες είχαν γραφεί στο κάτω δεξιό τμήμα του έργου και αναφέρονταν στο όνομα και στο ιστορικό του πολεμιστή, δεν ξεχώριζαν από τις φθορές. 
   Το καλαμάρι είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον. Εκτός από τη μαστοριά με την οποία ήταν δουλεμένο το ασήμι, μου φάνηκε πως διάβασα το όνομα "Αργέντης" και υπέθεσα πως αφορά την ιστορική χιώτικη οικογένεια. Δεν επέμεινα, γιατί φοβήθηκα πως ο Αλή θα εξελάμβανε την περιέργειά μου ως ένδειξη αγοραστικού ενδιαφέροντος. Το παρατήρησα λοιπόν φευγαλέα και προχώρησα στα ζάρφια, που ήταν ξεχωριστά κομμάτια, αλλά δεν έβρισκα ιδιαίτερο λόγο να σπαταλήσω χρήματα γι' αυτά. Ξόδεψα όμως περισσότερο χρόνο στο ψάξιμό τους, έτσι, για να μπερδέψω τον Αλή. Γιατί πίστευα πως οριστικοποιεί τις τιμές την ώρα που ο υποψήφιος αγοραστής περιεργάζεται τ' αντικείμενα, ανάλογα με τις αντιδράσεις του. Το ρολό με τη ναΐφ ζωγραφιά δεν έκανα καν τον κόπο να το ξετυλίξω. Για να του τη σπάσω. Σίγουρα θα το αγόραζα. Αφορούσε πολεμιστή του 1821, είχε ζωγραφιστεί στα μέσα του 19ου αιώνα, με όμορφα χρώματα και πρωτόγονη ευαισθησία, μετά δε τον καθαρισμό και τη συντήρηση ίσως αποκαλυπτόταν και το όνομα του αγωνιστή που παρίστανε.
   Νομίζω πως πέτυχα τον στόχο μου. Οι τιμές για το καλαμάρι και τον πίνακα ήταν λογικές, ενώ των ζαρφιών τσιμπημένες. Τ' άφησα λοιπόν και πήρα τα άλλα δύο, χωρίς ιδιαίτερα παζαρέματα. Μείναμε ευχαριστημένοι από τη συναλλαγή μας. Εξαρχής αυτό επεδίωκα άλλωστε, ώστε με άνεση στη συνέχεια να του ζητήσω τη συνδρομή του στον εντοπισμό του Ισμαήλ Κουλαξίζη. Προφανώς η βοήθειά του ήταν δεδομένη, αλλά κι ένα καλό αλισβερίσι βοηθά ακόμα περισσότερο. Έβγαλα το χαρτί με τη διεύθυνση από την τσέπη και του το πάσαρα. Το διάβασε και μου εξήγησε πως η λεωφόρος Ατατούρκ δεν απέχει παρά δέκα λεπτά από το μαγαζί του. Πριν μου το επιστρέψει, ξανάριξε το βλέμμα του στο όνομα. Ασυναίσθητα την πρώτη φορά το είχε προσπεράσει. Γουρλώνοντας τα μάτια μού είπε:
   "Παλιά και πλούσια οικογένεια της Σμύρνης. Με αξιώματα. Ναζίρηδες στα μέρη σου οι πρόγονοί του. Ζει όμως;"
   "Αυτό ψάχνω, Αλή, και χρειάζομαι τη βοήθειά σου να τον βρούμε. Σαν μεταφραστή σε θέλω".
   "Ξέρεις, Δημήτρη, πως από την πρώτη στιγμή σε συμπάθησα. Να με νιώθεις φίλο σου".
   "Σ' ευχαριστώ για την αγάπη σου, Αλή".
   "Πότε φεύγεις;"
   "Μόλις τελειώσω την αποστολή μου. Πάντως το καραβάκι επιστρέφει μεθαύριο και πρέπει μέχρι τότε να έχουμε φέρει αποτελέσματα. Τα χρονικά περιθώριά μου είναι μικρά".
   "Ωραία, κατά τις εννιά το βράδυ θα βρίσκομαι στο ξενοδοχείο σου. Πού μένεις;"
   "Στο Χίλτον".
   Πλήρωσα, ο Αλή πακετάρισε τα πράγματα κι έφυγα για το ξενοδοχείο. Χρειαζόμουν την ξεκούραση περισσότερο από το φαγητό, γιατί από τις τέσσερις το πρωί ήμουν στο πόδι κι είχα ταλαιπωρηθεί. Τέσσερα ταξίδια μέχρις αυτή την ώρα. Δύο με το αεροπλάνο, ένα με το καραβάκι κι άλλο με το αυτοκίνητο. Ήμουν πια εξουθενωμένος.
   Πρέπει να κουδούνιζε πολλή ώρα το τηλέφωνο. Όταν το σήκωσα, δεν κατάλαβα ποιος μιλά και πού βρίσκομαι. Ο άνθρωπος από τη ρεσεψιόν είδε κι έπαθε να συνεννοηθεί μαζί μου. Τελικά τα καταφέραμε. Μου είπε πως ο Αλή βρισκόταν ήδη στο σαλόνι. Παρακάλεσα να του προσφέρει κάτι, να ζητήσει από μέρους μου συγνώμη για την καθυστέρηση, καθώς και μια δεκαπεντάλεπτη πίστωση χρόνου για να ετοιμαστώ.
   Μόλις κατέβηκα, δεν απαιτήθηκαν ιδιαίτερες εξηγήσεις για τον λόγο της ασυνέπειάς μου. Το πρησμένο από τον ύπνο πρόσωπό μου με μαρτυρούσε. Ο Αλή αποτέλειωσε το μαρτίνι του και πήγαμε προς το αυτοκίνητό του.
   "Φρόντισα να μάθω, Δημήτρη", μου είπε στον δρόμο, "για το πρόσωπο. Θυμήθηκα πως κάποιος συνάδελφός μου είχε αγοράσει από κάποιον αυτής της οικογένειας μερικούς αξιόλογους πίνακες ζωγραφικής. Με τη ζωγραφική εγώ δεν ασχολούμαι, αλλά με παρακάλεσε να μεσολαβήσω σε κάποιον πελάτη μου συλλέκτη και τελικά κάναμε τη δουλειά. Μάλιστα, ανάμεσά τους, υπήρχε κι ένας πίνακας Έλληνα ζωγράφου. Αλλά δεν τον αγόρασε. Σημείωσα το όνομά του". Έβγαλε ένα χαρτάκι και διάβασε: "Κ. Μαλέας".
   Άνοιξα σαν χάνος το στόμα μου! Ο αγαπημένος μου ζωγράφος -και πανάκριβος... Έβγαλα αμέσως από τη σκέψη μου τον Κουλαξίζη, ο Μαλέας μού ταίριαζε περισσότερο.
   "Μπορούμε να μάθουμε, Αλή, αν υπάρχει ακόμα ο πίνακας;"
   "Είναι απλό, Δημήτρη, αύριο το πρωί θα μιλήσω στον φίλο μου και σου λέω".
   "Απόψε... " μου ξέφυγε αυθόρμητα, από τον ασυγκράτητο ενθουσιασμό μου, αλλά γρήγορα ανακάλεσα τη λέξη διορθώνοντας: "Αύριο θέλω να πω, με την ησυχία σου, Αλή".
   Δεν το έχαψε. Είχα προδοθεί...
   "Εδώ είναι το 328 νούμερο που ζητάμε", είπε ακινητοποιώντας το αμάξι. 
   Μια πολυτελέστατη πολυκατοικία με φιμέ τζαμαρίες και μαρμάρινες εξωτερικές επενδύσεις. Παρκάραμε στο πεζοδρόμιο. Φόβος από την τροχαία δεν υπήρχε, γιατί τα καταστήματα ήταν κλειστά κι η ώρα προχωρημένη.
   Χτυπήσαμε το κουδούνι. Μια γυναικεία φωνή απάντησε στο θυροτηλέφωνο. Μίλησε με τον Αλή, χωρίς να καταλαβαίνω τι έλεγαν. Έβλεπα όμως ότι αγωνιζόταν για κάτι να την πείσει. Ο διάλογος συνεχιζόταν και κάποια στιγμή στράφηκε προς το μέρος μου.
   "Δημήτρη, ο κύριος Κουλαξίζ αναπαύεται, διότι αύριο το πρωί μπαίνει στο νοσοκομείο για ιατρικές εξετάσεις. Ευχαρίστως να μας δεχθεί, κατόπιν κάποιας προσυνεννόησης, την επόμενη εβδομάδα".
   "Την επόμενη εβδομάδα αποκλείεται. Θα βρίσκομαι στην Ελλάδα, πες της".
   Ο Αλή το μετέφερε στην κυρία, αλλά εκείνη ήταν ανένδοτη.
   "Με ποια μιλάς, Αλή;" τον ρώτησα.
   "Με την οικονόμο του".
   "Και τι της είπες ακριβώς;"
   "Πως κάποιος κύριος από την Ελλάδα, κι ανέφερα το όνομά σου, επιθυμεί να τον δει".
   Έμεινα λίγο σκεφτικός, ενώ η άλλη περίμενε στο θυροτηλέφωνο. Σκεφτόμουν τι μπορούσα να πω, ώστε να τον δελεάσω να μας δεχτεί, χωρίς να υπερβώ τις ρητές εντολές της Ρόζας. Σε καμιά περίπτωση δεν ήθελε να αποκαλυφθεί. Έπρεπε να τη σεβαστώ, γιατί μου το είχε τονίσει ορθά κοφτά, ότι επρόκειτο για θέμα τιμής και αξιοπρέπειας για κείνη. Να μάθει μονάχα αν βρίσκεται στη ζωή την ενδιέφερε και ασφαλώς είχε τους δικούς της λόγους. Συνεπώς το καθήκον μου το είχα κάνει. Έλα όμως που μ' έτρωγε η περιέργεια! Γνώρισα όλους τους παράγοντες της ματοβαμμένης εκείνης υπόθεσης και τη στιγμή αυτή βρισκόμουν στην πόρτα του πρωταγωνιστή της, τον οποίο κινδύνευα να χάσω. Ποιος ξέρει αν θα τη σκαπούλαρε από το νοσοκομείο... Μεγάλος άνθρωπος ήταν... 
   Οι φωνές της οικονόμου από το θυροτηλέφωνο με ταρακούνησαν, μαζί με τη διευκρίνιση από τον Αλή πως μας καληνυχτίζει.
   "Μισό λεπτό..."είπα, δείχνοντας στον Αλή πως κάτι θέλω να προσθέσω. Το μυαλό μου πετούσε σπίθες. "Παρακάλεσέ την, Αλή, να μεταφέρει στον κύριο Ισμαήλ...", κόμπιασα για αρκετά δευτερόλεπτα και τελικά το ξεστόμισα, "πως πρόκειται για την υπόθεση Εμπέογλου".
   Μου ξέφυγε το όνομα, αλλά δεν έβρισκα κάτι το συνταρακτικότερο για να μεταπείσει τον άρρωστο γέρο να με δεχθεί. Παρ' όλα αυτά θα κρατούσα την υπόσχεσή μου στη Ρόζα να μη φανερώσω τη δική της εμπλοκή. Με τίποτα δε θα την πρόδιδα.
   Ο Αλή το είπε στην οικονόμο, η οποία φαίνεται πως πείστηκε να ξαναπάει στο αφεντικό της και να του μεταφέρει την αιτία της βραδιάτικης επίσκεψης.
   Μεσολάβησε λίγος χρόνος και μετά ακούσαμε το ηλεκτρικό άνοιγμα του σύρτη της εξώπορτας μαζί με τη φωνή της οικονόμου:
   "Έκτος όροφος, περάστε παρακαλώ". 
   Ένα αίσθημα ανακούφισης με διαπέρασε και άθελά μου έβγαλα έναν αναστεναγμό. Ο Αλή τον εισέπραξε αμέσως. Με κοίταξε χαρούμενος και χωρίς καθυστέρηση χωθήκαμε στον ανελκυστήρα.
   Ανεβαίναμε αμίλητοι. Το μυαλό μου δούλευε με ταχείς ρυθμούς, για να βρει το παραμύθι που θα σέρβιρε στον Ισμαήλ. Σκόπευα να του πω λίγα και να εισπράξω πολλά.
   Το ασανσέρ σταμάτησε κατευθείαν μέσα στο διαμέρισμα του Ισμαήλ. Αυτό μ' εκνεύρισε, γιατί έχανα χρόνο. Στιγμιαία κόμπλαρα, γιατί μόλις άνοιξε η αυτόματη πόρτα του ανελκυστήρα αντίκρισα ένα ηλικιωμένο ζευγάρι να στέκεται κατάφατσα και πίσω του να εκτείνεται ένας αχανής και πλούσια διακοσμημένος χώρος.
   Υποκλίθηκαν βαθιά, μας καλωσόρισαν και μας οδήγησαν σ' ένα απέραντο σαλόνι, με επίπλωση καθαρά ευρωπαϊκή. Το διαμέρισμα αυτό έπρεπε, με τους πρόχειρους υπολογισμούς μου, να ήταν εξακόσια τετραγωνικά μέτρα περίπου. Βολευτήκαμε σε δύο αναπαυτικές πολυθρόνες και μας ρώτησαν τι θα πάρουμε. Ζητήσαμε δύο ουίσκι. Για κονιάκ "ΜΕΤΑΞΑ" ούτε που έκανα τη σκέψη. Όταν όμως σε λίγο έφεραν το συρόμενο μπαράκι, διαπίστωσα πως ανάμεσα στα δεκάδες ποτά υπήρχε και το αγαπημένο μου. Θεώρησα πως ήταν καλό σημάδι και παρακάλεσα τον Αλή ν' αλλάξει την παραγγελία μου, καθώς επίσης και το ποτήρι με τα παγάκια. Φχαριστιόμουνα να το χουφτιάζω στην παλάμη μου, για να παίρνει τη ζεστασιά του σώματός μου όταν το έπινα.
   Με την πρώτη γουλιά είδα, στο βάθος του χώρου, να βηματίζει αργά προς το μέρος μας ένας ψηλόσωμος λεβεντόγερος. Είχε κατάλευκη, επιμελώς κουρεμένη, γενειάδα και φορούσε τη ρόμπα του. Μου φάνηκε πως έβλεπα τον Αλή Πασά. Σαν τις παλιές λιθογραφίες του Χρηστίδη. Επιβλητικός κι αγέρωχος. Μόλις πλησίασε, η μορφή του ανακατεύτηκε με τις φρικιαστικές διηγήσεις του Ισμέτ στον Μάριο. Τον φαντάστηκα καβάλα στο άλογο και με τη χαντζάρα στο χέρι, μέσα στην Αγία Φωτεινή, να κατακρεουργεί τους παριστάμενους. Ν' αρπάζει τη Ρόζα και να ικανοποιεί τις σεξουαλικές του ορέξεις με τον πιο βάναυσο και προσβλητικό τρόπο. Μ' έλουσε κρύος ιδρώτας. Τραντάχτηκα σύγκορμα, σαν να με διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα. Ήταν τόσο ζωντανή η εικόνα, ώστε χρειάστηκε μια υπερπροσπάθεια για ν' απαλλαγώ από το εφιαλτικό σκηνικό.
   Στάθηκε εμπρός μου. Χαμογέλασε κι απευθύνθηκε στον Αλή. Όχι γιατί κατάλαβε πως ήταν συμπατριώτης και ομόγλωσσός του. Αλλά γιατί η ηλικία του τού ενέπνευσε περισσότερη εμπιστοσύνη. Του μίλησε στη γλώσσα του και μας παρακάλεσε να καθίσουμε -από ευγένεια και σεβασμό είχαμε σηκωθεί μόλις πλησίασε. Διέκρινα κάποια απογοήτευση στο πρόσωπό του, όταν ο Αλή του εξήγησε πως ο άνθρωπος που έφερνε τα νέα της οικογένειας Εμπέογλου ήμουν εγώ. Ίσως τον παραξένεψε η ηλικία μου. Με αχνό χαμόγελο, με ζύγιασε από την κορφή μέχρι τα νύχια. Φαίνεται πως το μέτρημα βρέθηκε σωστό και το χαμόγελό του πλάτυνε. Δώσαμε τις απαραίτητες συστάσεις και, όταν άκουσε πως είμαι από τη Μυτιλήνη, ενθουσιάστηκε. Με τον Αλή μεταφραστή, αρχίσαμε τη συζήτηση.
   "Ξέρεις, γεννήθηκα εκεί. Στη Μυτιλήνη πέρασα τα παιδικά μου χρόνια. Το σχολειό μου ήταν κάτω από το πανέμορφο κάστρο σας", είπε, δίνοντάς μου, δίχως να το ξέρει, μια καλή αφετηρία στην προσπάθειά μου να τον προσεγγίσω.
   "Να σας πληροφορήσω πως το σχολείο σας σήμερα είναι το Δικαστικό Μέγαρο Μυτιλήνης", απάντησα.
   "Πέστε μου κάτι άλλο, κύριε Δημήτρη, υπάρχει άραγε ακόμα το πατρικό μας σπίτι, βρισκόταν..."
   "Γνωρίζω την τοποθεσία που ήταν χτισμένο. Δυστυχώς η μπουλντόζα το γκρέμισε. Όπως τόσα άλλα. Διαθέτω όμως στο αρχείο μου μερικές φωτογραφίες. Θα χαρώ την επόμενη φορά να σας φέρω κάποια αντίτυπα".
   Ο Ισμαήλ μ' ευχαρίστησε για την πρόθεσή μου. Η συζήτηση, πάντα με τη μεσολάβηση του Αλή, συνεχίστηκε σε ευχάριστο κλίμα. Ο Ισμαήλ ρώτησε για τη σημερινή κατάσταση της Μυτιλήνης, καθώς επίσης αν υπήρχε το Γενί Τζαμί, έργο του προπάππου του, Μουσταφά Αγά Κουλαξίζη. Χτίστηκε, όπως μου είπε, το 1822, κι ακόμα θυμάται τον υπέροχο μολυβένιο τρούλο που λαμπύριζε κι αντανακλούσε τις αστραφτερές ακτίνες του ήλιου. Ένιωσα αμήχανα και του εξήγησα πως σώζεται κι έχει συντηρηθεί άριστα από την πολιτεία. Όμως χρησιμοποιείται πλέον ως εκθεσιακός χώρος.
   "Ας είναι..." απάντησε με νόημα.
   Βέβαια, μέχρις εδώ μου 'ρθε να του πω ότι τα περισσότερα θρησκευτικά μνημεία μας στην Τουρκία γκρεμίστηκαν συθέμελα. Αλλά κρατήθηκα. Γιατί με γρήγορες προσθαφαιρέσεις που έκανα μέσα μου δεν ήμουν σίγουρος πως το αποτέλεσμα ήταν απολύτως θετικό για τη χώρα μας ή ότι μας κολάκευε ως λαό υπέρμετρα.
   Ζεστάθηκε η κουβέντα και κάποια στιγμή ο Ισμαήλ με προφανή αγωνία, που φρόντισε ανεπιτυχώς να την κρύψει, είπε:
   "Ακούω τα νέα σας από την οικογένεια Εμπέογλου, αφού παρακαλέσω να μου εξηγήσετε ποια σχέση έχετε μαζί της".
   Ενώ είχα σχεδιάσει τον πρόλογό μου, άρχισα να κομπιάζω μόλις έφθασε η ώρα. Τα ξέχασα όλα και δεν ήξερα από πού ν' αρχίσω. Το κατάλαβε ο Ισμαήλ και για να μου δώσει χρόνο ζήτησε από τον υπηρέτη του, που στεκόταν όρθιος στην άλλη άκρη του σαλονιού, να φέρει πούρα. Εκείνος έπιασε ένα κουτί Cohiba Αβάνας από το διπλανό τραπεζάκι και μας πρόσφερε. Ο Ισμαήλ κι εγώ δεν πήραμε. Τα τίμησε όμως ο Αλή. ΄Ωσπου να του φέρει ο υπηρέτης τον κόφτη για το πούρο κι ένα πλατύ σταχτοδοχείο, πρόλαβα να πάρω μια ανάσα και να βρω τα λόγια μου.    
   "Έκανα μια έρευνα, κύριε Κουλαξίζ, για τις αρχοντοοικογένειες της Σμύρνης, πριν από τον διωγμό, και, μεταξύ άλλων, γνώρισα τον δικηγόρο Ανέστη Κώτογλου, γιο του Φρίξου, και την κυρία Ρόζα Εμπέογλου".
   Στο άκουσμα του ονόματός της ο Ισμαήλ σκίρτησε. Η ταραχή του ήταν εμφανής.
   "Είναι καλά η κυρία Εμπέογλου;" ρώτησε διακόπτοντάς με.
   "Έχω καιρό να τη δω", απάντησα αδιάφορα και συνέχισα. "Από αυτούς πήρα πληροφορίες για άλλους σημαντικούς Σμυρνιούς της εποχής και ολοκλήρωσα μια ενδιαφέρουσα μελέτη. Θα το εκτιμούσα ιδιαίτερα αν κι εσείς εμπλουτίζατε τις γνώσεις μου γύρω απ' αυτό το θέμα, αφού Τούρκοι κι Έλληνες ζούσατε μαζί τότε".
   Με κοίταξε με απορία και, μέσω πάντοτε του Αλή, είπε ενοχλημένος:
   "Κύριε Δημήτρη, χτυπήσατε τέτοια ώρα την πόρτα μου για να ενισχύσω τις γνώσεις σας γύρω από το αντικείμενο της έρευνάς σας;"
   Τα 'χασα με το απροσδόκητο και ωμό μπάσιμό του.
   "Όχι βέβαια..." ψέλλισα.
   "Αν θυμάμαι καλά, η οικονόμος μου είπε πως πρόκειται για την υπόθεση Εμπέογλου. Εξηγήστε μου, λοιπόν, τι εννοείτε και πώς συνδέσατε εμένα με τα δυο ονόματα που αναφέρατε πριν από λίγο". 
   Τα 'κανα θάλασσα. Έπεσα σε ζόρικο αντίπαλο, σκέφτηκα. 
   Ακολούθησε σιωπή, και ο Αλή, που μέχρι αυτή την ώρα λειτουργούσε μονάχα ως μεταφραστής, επιχείρησε ν' αποκτήσει ενεργότερο ρόλο, λέγοντας:
   "Πες του ανθρώπου, Δημήτρη, αυτό που υποσχέθηκες. Έχει δίκιο να δυσανασχετεί".
   Ξερόβηξα, ώστε πάλι να κερδίσω χρόνο, ενώ ο νους μου με οδηγούσε στη σκέψη να τα ξεράσω όλα κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει. Δεν ήθελα όμως να εκθέσω τη Ρόζα. Ξαφνικά φωτίστηκε το μυαλό μου!   
   "Ο αδελφός της κυρίας Ρόζας μού είχε μιλήσει για σας και τον αρχιεπιστάτη τους τον Ισμέτ", του είπα.
   Με κοίταξε περίεργα και τρεμόπαιξε νευρικά τα δάχτυλά του.
   "Εσύ είσαι παιδί, πώς μπορείς να θυμάσαι τον Μάριο Εμπέογλου; Πού χάθηκε αυτός από τότε;"
   "Ζούσε μέχρι πριν από λίγους μήνες. Μάλιστα συνταξιδέψαμε μαζί στην Προύσα. Αυτός μου διηγήθηκε την ιστορία της κυρίας Ρόζας. Μου μίλησε και για τον Ισμέτ", επανέλαβα με δηκτικό τρόπο.
   "Ζούσε; Το γνώριζε η κυρία Ρόζα;"
   "Δυστυχώς, την πληροφόρησα εγώ, δυο μήνες μετά τον θάνατό του. Είχαν χαθεί από την καταστροφή".
   "Και τι σου είπε ο αδερφός της;"
   "Τέσσερις ώρες, κύριε Κουλαξίζ, μου μιλούσε. Είπαμε πολλά".
   "Τα πολλά, όπως αντιλαμβάνεσαι, δεν με αφορούν. Θέλω αυτά για τα οποία έφτασες στην πόρτα μου".
   Με στρίμωξε για μιαν ακόμη φορά. Δεν ήξερα από πού ν' αρχίσω και πού να σταματήσω.
   "Ξέρετε... μου είπε για τις περιπέτειές του, τον γάμο της κυρίας Ρόζας, τη διάσωσή του κι άλλα πολλά".
   "Η κυρία Ρόζα γνωρίζει για τη σημερινή σας επίσκεψη;"
   "Όχι...Όχι", τραύλισα, χωρίς να γνωρίζω πόσο πειστικός έγινα.
   Σκλήρυνε τη φωνή του κι άλλαξε το ύφος του. Καταλάβαινε πως κάτι του κρύβω.
   "Κύριέ μου, είπατε πως με ζητήσατε για την υπόθεση Εμπέογλου και δεν μου διευκρινίσατε τι εννοείτε. Αν δεν μου δώσετε άλλες εξηγήσεις, φοβάμαι πως πρέπει να τερματίσουμε εδώ τη συζήτησή μας".
   Ο Αλή με ξανακοίταξε περίεργα. Αναρωτιόταν γιατί δεν μιλώ σταράτα κι έδινε δίκιο στον Ισμαήλ, όπως έδειχναν οι μορφασμοί του. Έπρεπε λοιπόν να μπω στο ψητό, και ο Θεός βοηθός.
   "Κύριε Κουλαξίζ, υπάρχει ένα κενό στη μελέτη μου. Τι απέγιναν ο άντρας της, ο Ισιγόνης, και οι γονείς της; Γιατί γύρισε μόνη στην Ελλάδα;" 
   "Γιατί δεν ρωτάτε την ίδια, αφού γνωρίζεστε, παρά ήρθατε σε ξένη χώρα να συμπληρώσετε τα κενά σας;" ρώτησε με τρόπο ειρωνικό.
   "Η κυρία Ρόζα αρνείται να κουβεντιάσει οτιδήποτε αφορά τα χρόνια της καταστροφής. Ακόμα και στην εγγονή της, τη Μαριάννα, δεν μιλά".
   Στο άκουσμα της τελευταίας φράσης μου έλαμψε το πρόσωπό του κι έγινε αισθητό το δυνάμωμα του ενδιαφέροντός του.
   "Γνωρίζεις την εγγονή της, Δημήτρη;"
   "Ασφαλώς, και πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα και πανέμορφη κοπέλα".
   "Ίσως χρειαστεί να κουβεντιάσουμε κι άλλο", είπε, κάνοντας ταυτόχρονα νόημα στον υπηρέτη του, που στεκόταν πιο πέρα όρθιος.
   Εκείνος πλησίασε.
   "Στρώσε τραπέζι, οι κύριοι σίγουρα θα πεινούν".
   Η απότομη αυτή μεταλλαγή του με βεβαίωσε πως έπιασα λαυράκι. Έκανα όμως τον δύσκολο, για να τον εμβάλλω σε ανησυχία.
   "Ευχαριστώ, κύριε Κουλαξίζ, δεν υπάρχει λόγος..."
   Ενώ εγώ άφηνα τα περιθώρια που χρειάζονταν ώστε να τραπεζωθούμε τελικά και να κερδίσουμε μπόλικο χρόνο, ο Αλή στύλωσε τα πόδια του κι ήταν εντελώς αρνητικός.
   "Αποκλείεται, με περιμένει η γυναίκα μου", είπε κι ετοιμάστηκε να σηκωθεί.
   Πού να φανταζόταν ο άνθρωπος τι μπορούσε να κρύβει αυτή η συνάντηση.
   Δεν μίλησα, γιατί με πρόλαβε ο Ισμαήλ.
   "Στο σπίτι μου, Αλή, είναι ιερή η φιλοξενία. Τηλεφώνησέ της πως βρίσκεσαι ανάμεσα σε φίλους", είπε και χαμογέλασε. Ταυτόχρονα έκανε νόημα στον υπηρέτη να φέρει κοντά το τηλέφωνο. 
   Το υπηρετικό προσωπικό έφερνε και ξανάφερνε πιατέλες, σαν να επρόκειτο για κανονικό δείπνο. Ο οικοδεσπότης δεν άγγιζε τίποτα -οι αυριανές ιατρικές του εξετάσεις το απαγόρευαν. Εντέλει δημιουργήθηκε μια φιλική ατμόσφαιρα. Το ενδιαφέρον του Ισμαήλ ήταν σταθερά επικεντρωμένο στη Ρόζα και στη Μαριάννα. Ρωτούσε τα πάντα, τον ενδιέφερε κάθε λεπτομέρεια. Του εξιστόρησα πώς μπλέχτηκα στην υπόθεση, του είπα για τη γνωριμία μου με τον Μάριο, τη νυφική φορεσιά, τη φωτογραφία, το σημείωμα της μάνας της Ρόζας -σε καμιά περίπτωση όμως δεν άφησα περιθώρια να σκεφτεί πως η επίσκεψή μου ήταν σε γνώση της. Αντίθετα, συνεχώς τον παραπλανούσα και την έβγαζα από τη μέση. Αναφέρθηκα και στον Κώτογλου, αλλά έδειξε πλήρη αδιαφορία κι άλλαξε μόνος του κουβέντα. Σε κάποια φάση, που μιλούσα για τον Μάριο και την περιπετειώδη επιστροφή του στην καιόμενη Σμύρνη, με ρώτησε:
   "Τι σου ανέφερε, Δημήτρη, για τον Ισμέτ;"
   Η ερώτηση μου έδωσε την ευκαιρία να βαρέσω στο ψαχνό. 
   "Κύριε Ισμαήλ, ο Ισμέτ τού τα διηγήθηκε όλα..."
   "Τι εννοείς;"
   "Όσα συνέβησαν μέσα στην εκκλησία την ώρα του γάμου".
   Έμεινε για λίγο ασάλευτος και σιωπηλός. Σαν τον σκύλο που φερμάρει το ορτύκι. Τα μάτια του, ευθυγραμμισμένα με τα δικά μου, προσπαθούσαν να με ψυχολογήσουν από τις ανεπαίσθητες αντιδράσεις μου. Πάσχιζε να αντιληφθεί πόσα γνωρίζω. Αλλά φοβάμαι πως δεν του έδωσα την ευκαιρία που ζητούσε.
   "Δηλαδή, Δημήτρη..."
   Ένιωσα το καρδιοχτύπι του. Ούτε ψύλλος στον κόρφο του... Όμως έπρεπε να σκεπάσω τα χαρτιά μου. Χίλιες φορές να τον αφήσω στην αγωνία, παρά να ξεγυμνωθώ. Ο Ισμαήλ έπρεπε σε κάτι να εξαρτάται από μένα. Κάπου να τον κρατώ. Ξαναχρησιμοποίησα λοιπόν την προσφιλή μου μέθοδο της αλλαγής κουβέντας, προκειμένου να αποφορτίσω την ατμόσφαιρα και να σκεφτώ ψυχραιμότερα. Αλλά δεν τελεσφόρησε. Ο Ισμαήλ είχε σκυλιάσει κι επέμενε να πάρει την απάντησή του.
   "Περιμένω ν' ακούσω την αφήγηση του Ισμέτ για τα συμβάντα της εκκλησίας", είπε αυστηρά.
   Βρέθηκα σε δεινή θέση. Δυσκολευόμουν να τον αποκαλέσω ευθέως σφαγέα και εγκληματία. Άλλωστε ήμουν φιλοξενούμενος στο σπίτι του. Ίσως ένιωθα και ανασφάλεια. Εκείνος κατάλαβε τις αναστολές μου, αλλά φαινόταν αποφασισμένος να λύσει τις απορίες που τον βασάνιζαν μια ολάκερη ζωή. Πριν απαντήσω, συνέχισε ο ίδιος:
   "Δημήτρη, μιλάς αγγλικά;"
   "Βεβαίως. Σπούδασα στην Αμερική".
   "Τότε ας αποδεσμεύσουμε τον κύριο Αλή, αφού τον ευχαριστήσουμε για τον πολύτιμο χρόνο που μας διέθεσε. Ας μη τον στερούμε άλλο από την οικογένειά του. Έτσι, κύριε Αλή;"
   Ο Αλή δεν πολυκατάλαβε το τσαλίμι αυτό του Ισμαήλ. Πρέπει όμως να ευχαριστήθηκε που απεμπλεκόταν κι έδειξε πως μάλλον συμφωνεί. Όμως εμένα μ' έλουσε κρύος ιδρώτας. Η σκέψη πως οι ανατριχιαστικές εικόνες της σφαγής τόσων ανθρώπων θ' αναβίωναν με περιγραφές του φυσικού αυτουργού τους έκοβε την ανάσα μου. Με κατέτρυχε ένας αδιόρατος φόβος. Μπορεί να μην είχε ουσία. Όμως με διαπέρασε, και τα πρώτα συμπτώματα ενός σύγκορμου τρέμουλου έγιναν αισθητά. Όταν μάλιστα ο Αλή σηκώθηκε να μας καληνυχτίσει, εντάθηκαν. Το χαώδες διαμέρισμα, το ζευγάρι των υπηρετών, που όρθιοι αδημονούσαν να δουν κάποιο νεύμα του Ισμαήλ για να εκτελέσουν την εντολή του πειθήνια κι αγόγγυστα, η βιβλική μορφή του οικοδεσπότη, που απτόητος ορθωνόταν απέναντί μου, με πανικόβαλαν. Θέλησα να μην το δείξω. Τι στο διάβολο ήθελα να του πω ότι μιλώ αγγλικά. Έμπλεξα χωρίς να το καταλάβω.
   "Κύριε Ισμαήλ", δοκίμασα να ξεφύγω, "εκμεταλλεύτηκα την ανοχή σας, όμως οι αυριανές υποχρεώσεις σας..."
   "Είναι θέμα που ρυθμίζεται, μη σας στενοχωρεί. Να ξεπροβοδίσω τον κύριο Αλή".
   Με το ευγενικό αυτό διώξιμο οδήγησε τον Αλή στην έξοδο, αφού χαιρετηθήκαμε και του υποσχέθηκα ότι την επομένη θα περάσω από το μαγαζί του.
   Συνειδητοποίησα, μόλις γύρισε, πως μείναμε μόνοι. Οι υπηρέτες είχαν απομακρυνθεί. Προφανώς με δική του εντολή. Κάθισε δίπλα μου και προσπάθησε να με ηρεμήσει. Έμπειρος άνθρωπος κι αρκετά έξυπνος, όπως έδειχνε, είχε αντιληφθεί τους ενδοιασμούς και την επιφυλακτικότητά μου. Ελπίζω όχι και τον ενδόμυχο φόβο μου. Γέμισε ο ίδιος το ποτήρι μου και ξαναπρόσφερε πούρο. Αυτή τη φορά δεν του χάλασα το χατίρι. Άλλωστε το 'χα ανάγκη. Έπρεπε κάπου να εκτονώσω τη νευρικότητα των χεριών μου.
   "Δημήτρη μου", είπε απλώνοντας το χέρι του στον ώμο μου, "είμαι κοντά στα ογδόντα και δεν έχω οικογένεια. Απέφυγα να δημιουργήσω, αν και οι ευκαιρίες στη ζωή ενός άντρα ευκατάστατου, μορφωμένου, από αρχοντική φαμίλια, είναι αρκετές, όπως φαντάζεσαι. Ιδίως στην Τουρκία. Το έπραξα ενσυνείδητα. Ελπίζω να έχω την προσοχή σου, αλλά κυρίως την εχεμύθεια και τη συμπαράστασή σου".
   "Ασφαλώς, όμως δεν καταλαβαίνω πώς μπορώ να σας βοηθήσω!"
   "Θα καταλάβεις. Ίσως ο Αλλάχ σ' έστειλε εδώ".
   Αυτή η τελευταία του φράση με φόβισε κι άλλο. Αναρωτιόμουν πού το πήγαινε.
   "Δεν θα χρειαστεί να μπω σε λεπτομέρειες. Διαισθάνομαι πως τα ξέρεις όλα. Δύσκολες καταστάσεις τότε. Μίση, πάθη, φανατισμός και το νεαρό της ηλικίας μου συντέλεσαν ν' αδικήσω ανθρώπους. Κάτι που το σέρνω στη ζωή μου και το πλήρωσα με την ανυπόφορη μοναξιά μου και τις ανηλεείς τύψεις της συνείδησής μου. Πίστεψέ με, με βασανίζουν ακόμα. Σκέφτηκα πολλές φορές ν' αυτοτιμωρηθώ. Αλλά δεν το έκανα. Πάντα ήλπιζα πως ένα μέρος του κακού που διέπραξα μπορώ να το αποκαταστήσω. Όσο γίνεται. Γιατί μερικά πράγματα δεν επανορθώνονται. Και το προσπάθησα. Δεν βρήκα ανταπόκριση. Ένα θεόρατο τείχος υψωνόταν μονίμως μπροστά μου. Χρόνια το έχτιζε το δικαιολογημένο μίσος και η αγανάκτηση της άλλης πλευράς. Ελπίζω να με καταλαβαίνεις".
   Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά.
   Άρχισε να μου γίνεται συμπαθής με τον εξομολογητικό του τρόπο. Έδειχνε πραγματική μετάνοια και βαθύ ψυχικό πόνο. 
   "Όταν όμως εμπλέκονται τρίτα πρόσωπα, δημιουργήματα τέτοιων καταστάσεων, τα οποία δεν έχουν καμιά ευθύνη και απλώς πληρώνουν τις πράξεις άλλων, τότε οφείλουμε να παραμερίζουμε τα προσωπικά μας αισθήματα, έτσι δεν είναι;"
   Σταμάτησε για λίγο, να δει πόσο τον παρακολουθώ και αν αντιλαμβανόμουν το νόημα των λεγομένων του. Τον καθησύχασα μ' ένα νεύμα. Αντιλήφθηκα ότι άρχισε να ζορίζεται. Οι λέξεις έβγαιναν από το στόμα του κόμπος κόμπος και δάκρυα έσταζαν αργά στα μάγουλά του. Δοκίμασα να τον διευκολύνω:
   "Ασφαλώς θα εννοείτε τη Μαριάννα", είπα ρισκάροντας λιγάκι.
   Όρθωσε απότομα το ριγμένο ανάμεσα στα στήθια του κεφάλι και με κοίταξε ανέκφραστα. Δεν καταλάβαινα αν συμφωνούσε ή όχι.
   "Τη Μαριάννα δεν εννοείτε;" επανέλαβα.
   "Τι σου έχει πει γι' αυτό η Ρόζα;" ρώτησε επιτακτικά.
   "Σας δίνω τον λόγο μου: απολύτως τίποτα..."
   "Και πώς ξέρεις;"
   "Συμπέρασμα δικό μου. Έδεσα όλα τα γεγονότα και κατέληξα εκεί".
   "Σε πιστεύω", είπε χαμηλώνοντας τον τόνο της φωνής του. "Άλλωστε, σέρνει απάνω της τόση περηφάνια, που σε κανέναν δεν θα το εμπιστευόταν. Μπράβο σου! Και είχα την εντύπωση πως αυτό αποτελούσε μυστικό δύο ανθρώπων. Το είχε ενδεχομένως υποπτευθεί και κάποιος άλλος. Του στέρησα όμως τη χαρά να το επιβεβαιώσω..."
   "Εννοείτε τον δικηγόρο Φρίξο Κώτογλου;"
   "Έχεις προχωρήσει πολύ, Δημήτρη".
   Ένιωσα βαθιά ικανοποίηση διαπιστώνοντας πως όλοι οι συλλογισμοί μου έβγαιναν αληθινοί. Ο Ισμαήλ ήταν πια ώριμος να προχωρήσει στις εκμυστηρεύσεις του.
   Τον άφησα να συνεχίσει χωρίς διακοπή:                                
   "Όλες οι ευθύνες πέφτουν σε μένα. Εκμεταλλεύτηκα τη δύναμη της εξουσίας μου κι έκανα το κέφι μου σε βάρος της. Όμως τα ελατήρια δεν ήταν ποταπά. Τη λάτρευα και νόμιζα πως μακριά της θα πέθαινα. Σκόπευα να την παντρευτώ. Είχα σκεφτεί ακόμα και ν' αλλαξοπιστήσω. Εκείνη βέβαια φερόταν προκλητικά και αλαζονικά απέναντί μου. Με πρόσβαλε πολλές φορές μπροστά σε φίλους, μέχρι που δεν άντεξα και σε μια μονάχα στιγμή ο έρωτάς μου γι' αυτήν μετατράπηκε σε μίσος αβυσσαλέο".
   "Ορκίστηκα τότε στον Αλλάχ να πάρω εκδίκηση. Μέχρι που άρπαξα την ευκαιρία. Το κρίμα απάνω μου. Όμως κι εγώ δεν ξέρω αν μπορώ να τη συγχωρήσω που δεν μ' άφησε να πλησιάσω το παιδί μας. Χάθηκε πρόωρα, όπως θα ξέρεις".
   Ξεροκατάπιε μερικές φορές, μέχρι να βρει τα λόγια του από τη συγκίνηση, και συνέχισε:
   "Ευτυχώς, τη Μαριαννούλα μου την είδα, έστω κι από μακριά".
   "Και θα διαπιστώσατε πως είναι κούκλα!"
   "Ναι, μοιάζει στη Ρόζα στα νιάτα της".
   "Πιστεύω και σε σας. Έχει αυτό το σκούρο του δικού σας δέρματος".
   "Νομίζεις;"
   "Σίγουρα".
   Χάρηκε για τη διαπίστωσή μου και φάνηκε να καμαρώνει. 
   "Εδώ χρειάζομαι τη βοήθειά σου, Δημήτρη, και να θυμάσαι ότι αγνώμων δεν υπήρξα ποτέ στη ζωή μου. Έκανα πράξεις για τις οποίες ντρέπομαι. Όμως τιμώ τους ευεργέτες μου".
   "Ό,τι περνά από το χέρι μου θα το πράξω, κύριε Ισμαήλ. Για το καλό όλων σας. Ιδιαίτερα της Μαριάννας, την οποία εκτιμώ πάρα πολύ. Πρόκειται για αξιαγάπητο πλάσμα. Αλλά θα παρακαλούσα, αν φυσικά θέλετε, να μου λύσετε μερικές απορίες μου. Τι έγινε με τη Ρόζα μετά τη βραδιά του γάμου της και πότε μπάρκαρε για την Ελλάδα;"
   Έμεινε για λίγο σκεφτικός, αναμοχλεύοντας τις αναμνήσεις του.
   "Αμέσως μετά τη μετέφερα με το άλογο στο σπίτι μου. Είχε υποστεί βαρύτατο σοκ και ήταν αναίσθητη. Κάλεσα δύο κορυφαίους Έλληνες γιατρούς της Σμύρνης. Τον Απόστολο Ψαλτώφ, διακεκριμένο χειρουργό και διευθυντή του χειρουργικού τμήματος γυναικών του Ελληνικού Νοσοκομείου, γιατί η αιμορραγία της -καταλαβαίνεις...- ήταν ασταμάτητη, και τον διάσημο παθολόγο Ιωάννη Κοντολέοντα. Με κοινή τους απόφαση μεταφέρθηκε στη χειρουργική κλινική του Ψαλτώφ και μετά από απεγνωσμένες προσπάθειες των γιατρών ελέγχθηκε η κατάστασή της. Όμως το ψυχολογικό σοκ που υπέστη κατεστάλη προσωρινά, και η αποθεραπεία της καθυστέρησε. Έμεινε στην κλινική μια βδομάδα και μετά την έφερα στο σπίτι μου. Περιττό να σου πω ότι αρνιόταν πεισματικά να με ακολουθήσει και το κατάφερα μονάχα με τη νάρκωσή της. Άλλη επιλογή δεν είχα. Η Σμύρνη καιγόταν, οι Ρωμιοί σφάζονταν και διαπομπεύονταν -όσοι πια είχαν απομείνει- κι οι δικοί της..."
   Έκανε μια διακοπή, πήρε λίγες βαθιές ανάσες και βρήκε το κουράγιο να συνεχίσει:
   "Ένιωθα πως έχω αυξημένες υποχρεώσεις απέναντί της. Όφειλα να την προστατεύσω, αν μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει στην περίπτωσή της τέτοια λέξη. Τέλος πάντων, την κράτησα με τη βία. Ενώ τις πρώτες μέρες δεν ήθελε να με αντικρίσει και δεν δεχόταν ούτε φαγητό από τα χέρια μου, παρά μονάχα από το υπηρετικό προσωπικό, σιγά σιγά αποδέχθηκε τα δεσμά της και απλώς με ανεχόταν. Την κράτησα τρεις μήνες, έως ότου συνέλθει ψυχολογικά, οπότε και σε κάποια από τις επισκέψεις του ο Ψαλτώφ μου ανακοίνωσε πως είναι έγκυος. Χάρηκα στην αρχή και πίστεψα πως ίσως μας δέσει το παιδί που θα γεννιόταν. Ήμουν σίγουρος ότι ήταν δικό μου, γιατί οι γιατροί είχαν διαπιστώσει, την ημέρα των γεγονότων, τη ρήξη του παρθενικού της υμένα. Μόλις το πληροφορήθηκε, γιατί μέχρι τότε οι γιατροί την καθησύχαζαν πως η διακοπή της περιόδου της οφειλόταν στο βαρύ σοκ που είχε υποστεί, έγινε έξω φρενών και απαίτησε να μην μπαίνω ούτε στο δωμάτιό της. Τέτοιο μίσος αισθανόταν για μένα. Οφείλω να ομολογήσω ότι έκανα τα πάντα για ν' αποκαταστήσω σχέσεις και επαφή μαζί της. Τίποτα δεν κατάφερα. Κάποια μέρα, ενώ απουσίαζα από το σπίτι, το έσκασε. Έβαλα λυτούς και δεμένους να τη βρουν. Πρέπει τότε να ήταν στον πέμπτο μήνα της κύησής της. Πληροφορήθηκα τελικά πως μια Τουρκάλα, οικογενειακή της φίλη, τη βοήθησε να περάσει απέναντι, στη Μυτιλήνη. Έκτοτε έχασα τα ίχνη της. Με τη βοήθεια του δικηγόρου μου και συγγενούς της Φρίξου Κώτογλου την εντόπισα μετά από χρόνια. Αλλά αρνήθηκε να με συναντήσει. Αργότερα χάλασαν οι σχέσεις της με τον Κώτογλου και εξαφανίστηκε για πολλά χρόνια. Μου εξομολογήθηκε ο γιος του Φρίξου πως άλλαξε το επίθετό της σε Μπεμπέογλου για να μην τη βρω. Πράγματι δυσκολεύτηκα. Μεσολάβησαν έκτοτε πολλά γεγονότα, κηρύχθηκε πόλεμος και δυσκόλεψαν οι συνθήκες. Με τη βοήθεια κάποιου ντέτεκτιβ την ξαναβρήκα. Αλλά το μίσος που έτρεφε για μένα ήταν άσβεστο. Κυριολεκτικά την ικέτευα με αλλεπάλληλες επιστολές. Κατά διαστήματα, όσο γνώριζα τη διεύθυνσή της, έστελνα χρήματα για κείνη και το παιδί. Πάντα επιστρέφονταν ως απαράδεκτα. Ελπίζω τουλάχιστον να διάβαζε τις επιστολές μου. Στο λέω αυτό γιατί, μέσα σε κάποια από αυτές, έχω εσωκλείσει μια δήλωσή μου ενώπιον Τούρκου συμβολαιογράφου, με την οποία αναγνωρίζω το παιδί που γέννησε ως δικό μου. Το θεωρώ σημαντικό αυτό, Δημήτρη, γιατί έχω πίσω μου μια τεράστια περιουσία, και η Μαριάννα τώρα είναι η μοναδική μου κληρονόμος. Βέβαια το έχω τακτοποιήσει και με τη διαθήκη μου το θέμα. Βλέπεις λοιπόν πως ό,τι περνούσε από το χέρι μου έγινε. Τι άλλο μπορούσα να κάνω;"
   Με συγκίνησε η εκ βαθέων εξομολόγησή του και κάποια στιγμή άρχισα να σκέφτομαι μήπως είναι στρίγγλα η Ρόζα. Γιατί εκείνη είχε κάθε δικαίωμα να ορίζει τη ζωή της, να κρατά αιώνιο το μίσος της. Όμως τα συμφέροντα του παιδιού της και της εγγονής της μήπως έπρεπε να διαχωριστούν από τα δικά της; 
   Η ώρα είχε προχωρήσει πολύ, και όταν το ρολόι χτύπησε δύο μετά τα μεσάνυχτα ο Ισμαήλ μού ανακοίνωσε πως σκοπεύει ν' αναβάλει τις πρωινές ιατρικές εξετάσεις του. Έτσι οι προσπάθειές μου ν' αποχωρήσω έπεσαν στο κενό.
   "Χρόνια περίμενα αυτή την ώρα, Δημήτρη. Να βρω τον άνθρωπο που θα μεσολαβήσει να επικοινωνήσω με την εγγονή μου, και βέβαια με τη Ρόζα, αν το επιθυμεί. Είναι το όνειρο μιας ζωής και λαχαίνει σε σένα ο κλήρος να μου το πραγματώσεις".
   "Θα κάνω ό,τι μπορώ, κύριε Ισμαήλ".
   "Είμαι σίγουρος πως θα τα καταφέρεις. Το βλέπω στα μάτια σου και στο ενδιαφέρον σου για τις δύο γυναίκες".
   "Τι προτείνετε;"
   "Δεν ξέρω, ας το σκεφτούμε".
   "Σωστά. Να ξεμουδιάσω πρώτα λίγο".
   Σηκώθηκα να περπατήσω. Άλλωστε ο χώρος επέτρεπε ακόμα και τροχάδην να κάνω. Ρώτησε αν θέλω καφέ, αλλά του είπα πως τέτοια ώρα, αν τον πιω, δεν θα κοιμηθώ ούτε την επομένη. Αρκέστηκα στη βόλτα. Μάλιστα από νωρίς μ' έτρωγε η περιέργεια να χωθώ στα δωμάτια, για να δω τους πίνακες και τα αντικείμενα του σπιτιού. Σίγουρα τέτοιο μέγαρο θα είχε θησαυρούς. Προχώρησα στο βάθος, όπου είχα εντοπίσει δύο μεγάλου μεγέθους πίνακες, με εκπληκτικές κορνίζες, από φύλλο χρυσού, χωρίς να μπορώ να ξεχωρίσω τα θέματα και ασφαλώς την ποιότητα. Πλησίασα και στάθηκα μπροστά στον πρώτο. Παρουσίαζε ένα πανόραμα της Κωνσταντινούπολης και ήταν έργο του γνωστού Ιταλού ζωγράφου Αλμπέρτο Πασίνι, που έζησε στο τέλος του 19ου αιώνα. Το άλλο, μια πολυπρόσωπη σύνθεση, που έδειχνε το σουλτανικό χαρέμι στα ανάκτορα της Κωνσταντινούπολης, με τις συζύγους του σουλτάνου, τις παλλακίδες, τις δούλες, τους ευνούχους και τη βαλιδέ σουλτάνα, τη βασιλομήτορα δηλαδή, να ελέγχει την κατάσταση. Έργο της ίδιας εποχής, κάποιου Γερμανού ζωγράφου.    
   Όλοι οι χώροι ήταν γεμάτοι από αντικείμενα ποιότητας, που φανέρωναν την ευμάρεια του ιδιοκτήτη τους. 
   Ο Ισμαήλ βημάτιζε κι αυτός μαζί μου αμίλητος. Τον απασχολούσε η εύρεση τρόπου επαφής με την οικογένεια Εμπέογλου. Σίγουρα ο μεγάλος καημός του ήταν η Μαριάννα. Τον πονούσε όμως κι η Ρόζα -δεν είχε ποτέ φύγει από το μυαλό του.
   Όπως κοιτούσα τους πίνακες με την Κωνσταντινούπολη, μου ήρθε η φαεινή ιδέα.
   "Το βρήκα!" φώναξα χαρούμενος.
   Έδωσε προσοχή, χωρίς να ρωτήσει.
   "Η Μαριάννα, όπως ξέρετε, είναι ζωγράφος. Θα οργανώσουμε μια έκθεση ζωγραφικής στην Κωνσταντινούπολη με δικά της έργα. Όχι στη Σμύρνη, για ευνόητους λόγους. Αλλά και για να μην αποκλείσουμε την πιθανότητα να την συνοδεύσει η Ρόζα. Στη Σμύρνη το θεωρώ σχεδόν αδύνατο. Αν το θέλετε κι εσείς, βέβαια..."
   Ανασήκωσα ελαφρώς τα βλέφαρα και προσπάθησα να δω τις αντιδράσεις του. Αλλά έμεινε ανέκφραστος. 
   Μετά από λίγη σκέψη απάντησε:
   "Μου αρέσει η ιδέα σου. Να δούμε πώς μπορούμε να την υλοποιήσουμε. Εσύ την ξέρεις καλύτερα, θα δεχτεί;"
   "Γιατί να μη δεχτεί; Κάθε νέος καλλιτέχνης οραματίζεται μια καλή πρόσκληση για την παρουσίαση της δουλειά του. Όταν μάλιστα η γκαλερί είναι αξιόπιστη".     
   "Σωστά. Έχω άλλωστε στην Κωνσταντινούπολη άριστες προσβάσεις στον χώρο της τέχνης. Ο καλύτερος τεχνοκριτικός της Τουρκίας είναι Σμυρνιός και αδερφικός μου φίλος. Μπορεί να μας υποδείξει πού θ' απευθυνθούμε. Αύριο κιόλας θα μιλήσω μαζί του".
   "Νομίζω λοιπόν πως γι' απόψε τελειώσαμε". 
   "Έχεις δίκιο. Και τοποθετήσαμε πολλά πράγματα στη θέση τους. Κυρίως όμως γαλήνεψε ο εσωτερικός μου κόσμος. Το γεγονός και μόνο ότι άνοιξα την ψυχή μου σε σένα αποτελεί ένα είδος εξιλέωσης. Ένα ντέρτι αβάσταχτο, που με μαράζωνε, ξεριζώθηκε σήμερα. Νιώθω πιο ανάλαφρος".
   "Χαίρομαι, κύριε Ισμαήλ. Ίσως αύριο το απογευματάκι, αν έχετε κάποιο νέο από τον φίλο σας, τον τεχνοκριτικό, να τηλεφωνηθούμε".
   "Μα τι λες, Δημήτρη! Το μεσημέρι είσαι καλεσμένος μου".
   Στο άκουσμα της πρόσκλησής του σήκωσα μπαϊράκι: 
   "Αποκλείεται, έχω προγραμματίσει πολλές συναντήσεις και όλη τη μέρα θα είμαι στο πόδι. Μπορούμε το βραδάκι να τα ξαναπούμε". 

Γιαννέλης - Θεοδοσιάδης Γιάννης, Ισμαήλ και Ρόζα, Μυθιστόρημα, εκδ. Πατάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια: