Ποίηση

Ποίηση

Παρασκευή 6 Μαΐου 2016

[ ΤΟ ΞΕΨΥΧΙΣΜΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ ]

  
   [...] Τα χρόνια κυλούσαν γρήγορα σαν τα στρογγυλωπά τρόχαλα στο ποτάμι, που κάθε τόσο ανασηκώνονται και γαργαλάνε τις κοίτες, που τα καλοκαίρια ξεμένουν στις στεγνές όχθες κι ασπρίζουν σαν τα κόκαλα από τον ήλιο κι ύστερα με τα πρώτα λιωμένα χιόνια ξαναταξιδεύουν, για να φτάσουν εκεί κάτω στο τέλος τους, στη θάλασσα.
   Τα παιδιά κυλάνε μέσα στο χρόνο σαν τρόχαλα διαφορετικά, που, αντί η ροή να τα φθείρει, συσσωρεύει πάνω τους αυτό τον όγκο της σάρκας που έχουν τα ανθρώπινα σώματα. Τα χέρια, τα πόδια, οι τρίχες, τα νύχια μεγαλώνουν, η φωνή τους γίνεται ρυάκι που το κελάρυσμά του σιγά σιγά καθαρίζει και γίνεται λέξεις, καθώς γεννιέται πάνω τους κι ο ιδρώτας, που κυλάει πάνω στο απαλό δέρμα.
   Οι χειμώνες και τα καλοκαίρια πέρασαν από πάνω τους σαν τα σύννεφα και γονιμοποίησαν καινούρια κύτταρα, ο Νίκος και η Αντωνία μεγάλωναν. Στα πρώτα τους βήματα τούς κρατούσαν απ' το χέρι -το Νίκο η Ζώικα, την Αντωνία η Αγγελική, που της έδειχνε ιδιαίτερη αδυναμία.
   Πιασμένες χέρι χέρι η ρούσα Αγγελική τραγουδούσε στην Αντωνία και της έδειχνε κάθε τόσο τον ήλιο, τα φορτωμένα στάχυα, τα μεγάλα έντομα στις νερολακκούβες. Τότε όλο το καλοκαίρι φαινόταν πως τους χαμογελούσε σύσσωμο, η ζωή η ίδια τους καλωσόριζε σ' έναν κόσμο που φάνταζε μαγικός.
   Το καλοκαίρι του '29 βρήκε τα δίδυμα να παραθερίζουν όπως πάντα στο Βελβεντό και να παίζουν με τα χώματα και με ξεραμένα αραποσίτια. Πάνω απ' το κεφάλι τους περνούσαν τώρα ηλεκτροφόρα σύρματα, ήταν η χρονιά που είχε έρθει το ρεύμα. Η Αγγελική, που καθόταν πάντα δίπλα τους κι έπλεκε μουρμουρίζοντας κάθε τόσο συμβουλές και διάφορα "μη", κάπου κάπου σήκωνε το βλέμμα από τις βελόνες και κοίταζε τα καλώδια, αυτά τα άψυχα φίδια, τις θηλιές του ουρανού, που, όσο κι αν ήξερε καλά τι σημαίνουν σαν μορφωμένο κορίτσι πια που πήγαινε και στο γυμνάσιο, θα της έπαιρνε κάμποσον καιρό να τα συνηθίσει να μπλέκονται μέσα στα φύλλα των δέντρων της αυλής και στις χελιδονοφωλιές. 

   Πέρασαν κι άλλα χρόνια ύστερα από εκείνο το ηλεκτροφόρο καλοκαίρι, πολλοί χειμώνες, πιο βαρύς όμως ήταν εκείνος ο χειμώνας του '32. Χιόνια και πάγοι απ' του Άϊ-Δημήτρη ακόμα παράχωσαν την Κοζάνη και τα χωριά της. Όταν μετά από μερικές μέρες έλιωσαν, βροχή και ομίχλη κάλυπταν συχνά τον ήλιο και σκοτείνιαζαν το φως της μέρας. Οι σόμπες έκαιγαν ώρες πολλές και τα ρούχα μύριζαν υγρό μαλλί και καμένο ξύλο. Τα απογεύματα μ' όλες αυτές τις κουκούλες που φορούσε ο ουρανός φαινόταν πως βράδιαζε πολύ νωρίς και το αποσπερνό κρύο γρήγορα περόνιαζε τα κόκαλα.
   Κάτω από αυτή την αυτοκρατορία του χειμώνα ένα χέρι μόνο έμενε αφύσικα ζεστό κι έσφιγγε αρκετές φορές τη μέρα το θερμόμετρο. Το μαύρο στοιχειό της παλιάς αρρώστιας της Ζώικας είχε νεκραναστηθεί και τώρα ύπουλα λαχάνιαζε πίσω από το λαιμό της και περισσότερο μπροστά στο στήθος και ζητούσε να σαρακιάσει τα πνευμόνια της.
   Τις πρώτες βδομάδες που ανέβαινε ο πυρετός προσπάθησε να το κρατήσει κρυφό. Έκρυβε το θερμόμετρο μαζί με το μαντήλι της μέσα στα μακριά μανίκια. Ο βήχας όμως δεν μπορούσε να κρυφτεί μέσα στα ρούχα. Πρώτη η Κασσιανή τρεμόπαιξε λίγο τα μάτια της, γύρισε και την κοίταξε με μια απορία γεμάτη έγνοια. Η Ζώικα απόφευγε τις ματιές της. Αυτό το παιχνίδι κράτησε δυο μέρες. Κάποια ώρα η Κασσιανή την άκουσε απ' το πλυσταριό να βήχει δυνατά. Ήταν μόνες στο σπίτι. Ανέβηκε τα σκαλιά και μπήκε στη μεγάλη σάλα με τα μανίκια σηκωμένα και τις χούφτες να στάζουν ζαρωμένες απ' τα βραστά νερά και τη σόδα.
   "Να μην ξαναφέρεις την Αγγελική" της είπε μόνο, όπως καθόταν στον καναπέ και σκούπιζε το στόμα με το μαντήλι της.
   Πέρασαν άλλες δυο μέρες που η Κασσιανή προσπαθούσε να την πάρει στην αγκαλιά της. Στην αρχή η Ζώικα την απωθούσε, ευγενικά βέβαια, αλλά δεν ήθελε. Ένα από εκείνα τα πρωινά όμως που τα παιδιά και ο Χαρίλαος ήταν στα σχολεία τους ράγισε ολόκληρη και όλα τα μυστικά κι ανείπωτα τρυπήθηκαν από το φως. Το κλάμα της ακούστηκε κοφτό σαν το βήχα, μνήμη και φωνή έγιναν ένα και ξετύλιξαν ένα μακρύ κουβάρι, που είχε αρχή σ' εκείνα τα χρόνια στη Λάρισα και πιο παλιά, σαν να 'ταν η αρρώστια η αφορμή για μια πλατιά εξομολόγηση, που ξεπερνούσε πυρετούς και βήχα και μιλούσε και για μια άλλη ζωή επίσης φθισική, την οποία δεν μπορούσε να μετρήσει το θερμόμετρο.
   Ο Χαρίλαος κατέβηκε από τα νέφη του τις επόμενες μέρες. Η επίσκεψη του γιατρού επισημοποίησε τα πρόσφατα γεγονότα και μια κάμαρα στο ανώι ετοιμάστηκε αποκλειστικά για την άρρωστη. Στο αστόχαστο από την ταραχή βλέμμα του Χαρίλαου προστέθηκε η στερεότυπη απάντηση του γιατρού: "Θα την έχουμε υπό παρακολούθηση". Αναρωτιόταν μέσα του βουβά και η ψυχή του διπλά δαγκωμένη πονούσε και αμφέβαλλε γι' αυτό τον παντεπόπτη Θεό, που τόσα χρόνια είχε υπηρετήσει, που ήταν πάντα έτοιμος χίλιους να ματοκυλίσει στ' όνομά Του αρκεί Αυτός να κουνούσε μόνο το μικρό του δαχτυλάκι. Όλα αυτά τα σφράγισε μέσα του κι έμενε απλώς σιωπηλός, όπως συνηθίζουν όλοι οι άντρες των υψηλών ιδανικών και των μεγάλων στόχων. Τα παιδιά στο μεταξύ ξεγελάστηκαν και πείστηκαν τελικά να μην πολυπλησιάζουν στο σημαδεμένο δωμάτιο.
   Η Κασσιανή έστειλε μήνυμα και στον Κωσταντή στο χωριό της Ζώικας, για να έρθει στο σπίτι της αδερφής του, γιατί αυτή τον γύρευε. Τα τελευταία χρόνια όμως ο Κωσταντής είχε σχεδόν χαθεί από προσώπου γης. Γερνούσε άσχημα και καθετί επάνω του το φανέρωνε. Πολλά έφταναν στ' αυτιά της Ζώικας και τη βύθιζαν σε μελαγχολία και ώρες ώρες σε λύπη και απόγνωση. Έπαιζε χαρτιά και ζάρια, έλεγαν, κι έκανε και κάτι σκοτεινές βρωμοδουλειές, γιατί δεν τα έβγαζε πέρα. Έπινε πολύ και αυτό φαινόταν πια στο δέρμα του το αναψοκοκκινισμένο και στο σώμα του, που φούσκωνε κάθε άλλο παρά από υγεία. Γυρνούσε απεριποίητος και ζούσε πάντα στο σπίτι στο χωριό, όπου δεν έμπαινε άνθρωπος. Κάτι παλιοί γειτόνοι είχαν μηνύσει της Ζώικας πως, μόλις περνούσε έξω απ' το κατώφλι, μύριζε σαν στάβλος, παρότι ούτε σκύλο είχε κρατήσει δίπλα του.
   Η κατάσταση είχε χειροτερέψει ιδιαίτερα μετά τον τελευταίο Μάρτη -τότε ήταν και η τελευταία φορά που τον είχε δει η Ζώικα, όταν της βαρούσε την εξώθυρα στο σπίτι της στην Κοζάνη μεσημεριάτικα και φώναζε το όνομά της στουπί στο μεθύσι. Ευτυχώς που έλειπε ο Χαρίλαος στις γνωστές δουλειές του συλλόγου. Του άνοιξε η Κασσιανή βιαστικά και τον πέρασε μέσα γρήγορα σαν τον κλέφτη. Βρωμοκοπούσε ρακί και κρατούσε στο χέρι ένα γράμμα που πότε το τσαλάκωνε στη χούφτα και πότε το ξανάσιαχνε και το κουνούσε σαν μαντήλι.
   "Απ' τον Θοδωρή μας, Ζώικα μίλιτσκα", φώναξε, "απ' την Αμέρικα!", ξανάπε καθώς παραπάτησε και σωριάστηκε στο χοντρό υφαντό στο πάτωμα. 
   Τον σηκώσανε και μέσα από παραμιλητά προσπαθούσαν να καταλάβουν τι συνέβαινε. Ο Θοδωρής τού είχε αρνηθεί τη μετάβασή του στο Πόρτο Αλέγκρε, ήταν μεγάλος πια, του έγραφε, και ο νόμος αυστηρός, δε θέλανε να μαζεύουν γέρους. Ύστερα ήταν και το κλίμα και τα πάντα όλα διαφορετικά, δύσκολα, πολύ δύσκολα για έναν άντρα στα πενήντα του. Καλύτερα ήταν, έγραφε, να καθόταν εκεί, στην αδερφή τους και στ' ανίψια τους, στα άγια χώματα της πατρίδας, τα αγαπημένα, και αυτός θα του έστελνε μάλιστα ό,τι χρειαζόταν -σε δολάρια όπως πάντα- και ο Θεός θα τα έφερνε μια μέρα βολικά και θα ερχόταν κι αυτός στην πατρίδα, γιατί η ερημιά της ξενιτιάς δε βαστιέται... Έγραφε κι άλλα τέτοια παρόμοια ο Θοδωρής.
   "Μίλιτσκα...", της ψιθύρισε καθώς άνοιξε για λίγο τα μάτια από τη νάρκη που τον μούδιαζε σιγά σιγά.
   Η Κασσιανή είχε πεταχτεί μέχρι την κουζίνα, για να ψήσει έναν πικρό καφέ.
   "Μίλιτσκα", ξαναείπε και την κοίταξε στα μάτια θαρρετά μετά από τόσα χρόνια, "είπα να πάρω τα μάτια μου και να φύγω, μα ούτε και η άκρη του κόσμου δε με θέλει πια. Έχασα, μίλιτσκα, όπως πάντα! Έχασα!".
   Η Ζώικα τον αγκάλιασε και τον έσφιξε με όση δύναμη είχαν τα χέρια της κι ύστερα άρχισε να του χαϊδεύει τα μαλλιά. Μύριζε όλος απλυσιά, το πρόσωπό του ήταν αξύριστο, τα μάτια θολά και κόκκινα, το λερό άδειο μανίκι του καθώς ξάπλωνε είχε κουβαριάσει.
   Την έσπρωξε απαλά από πάνω του και βρήκε το κουράγιο και σηκώθηκε. Τσαλάκωσε το γράμμα και το έχωσε στην τσέπη. Χωρίς άλλη κουβέντα και με ασταθές βήμα τράβηξε προς την πόρτα και χάθηκε. Θαρρείς και τον κατάπιε εκείνο το μεσημέρι κι ο αχός της γειτονιάς έσβησε τα ίχνη του από το δρόμο.
   Δυο μήνες αργότερα της έστειλε μ' ένα συγχωριανό τους ένα καλάθι με τις πρώτες φράουλες της άνοιξης.
   Το καλοκαίρι έχασαν τα ίχνη του ακόμα και τα τζιτζίκια.

   Στα τέλη του Νοέμβρη φάνηκε πως η κούρα έδινε κάποια αποτελέσματα. Ο πυρετός τις περισσότερες μέρες ήταν κατεβασμένος και ο βήχας είχε κάπως υποχωρήσει. Ο γιατρός μπαινόβγαινε συχνά στο σπίτι με το ίδιο πάντα πρόσωπο, που ήταν θαρρείς μάσκα χωμάτινη. Τέτοιος έμοιαζε ο γιατρός, επιτήδειος ουδέτερος, που δεν ήθελε και πολύ πολύ να επεμβαίνει στο πεπρωμένο.
   Στις 30 Νοεμβρίου, του αγίου Αντρέα, πέρα στο Βελβεντό έλεγαν πως αντριεύει το κρύο. Μαζί με το κρύο φάνηκε λίγο να αντριεύει και η Ζώικα. Είχε βρει κάπως το χρώμα της κι έκανε τώρα περισσότερες δουλειές στο σπίτι. Πλησίαζαν και συνεχόμενες γιορτές και βάλθηκαν με την Κασσιανή να τα κάνουν όλα όπως έπρεπε. Στις 4 Δεκεμβρίου ήταν της αγίας Βαρβάρας, στις 5 του αγίου Σάββα και στις 6 του Άϊ-Νικόλα. Αυτές τις μέρες πάντα γύρω στα χωριά τις έλεγαν μ' ένα όνομα, Νικολοβάρβαρα, και οι χωριάτες πολύ τις τιμούσαν. Άλλωστε παραμονή του Άϊ-Νικόλα είχαν γεννηθεί και τα παιδιά, τέτοιες μέρες είχε συγχωρεθεί και η γιαγιά Αντωνία. Άγιοι, ζωντανοί και πεθαμένοι, απαιτούσαν λοιπόν εκείνες τις μέρες το σπίτι να είναι αλλιώς.
   Η Κασσιανή δεν την άφηνε να κάνει και πολλά, παρόλο που η Ζώικα γκρίνιαζε συνέχεια και ζητούσε ακόμα και βαρειές δουλειές, τέτοιες που έκανε όταν ζούσε με τη μάικά της στο χωριό. Έφτιαξαν πολλά νηστίσιμα γλυκά και γέμισαν τις πιατέλες σ' όλο το σπίτι. Αγόρασαν κρασί, έβρασαν σιτάρι, έκαναν κόλλυβα και πηγαινοέρχονταν στην εκκλησιά σχεδόν κάθε μέρα. Η Κασσιανή μισοαστεία μισοσοβαρά θυμόταν εκείνο το παλιό λαϊκό, που ηχούσε σαν απειλή γι' αυτούς που τέτοιες μέρες ξεχνούσαν τη μνήμη των αγίων:
Βαρβάρα βαρβαρώνει
Σάββας σαβανώνει
Νικόλας παραχώνει.
   Εκείνες τις μέρες είναι η αλήθεια πως όλοι έκαναν προσπάθειες να ξεχάσουν, σαν να μην υπήρχε η απειλή. Το βήχα τον σκέπαζε το σφύριγμα του χιονιά, τις κουβέντες για τα φάρμακα και την κούρα της άρρωστης τις έκρυβαν οι βραδινές ομιλίες του Χαρίλαου, που απευθυνόμενος πολλά βράδια στα παιδιά του αγόρευε στητός για την πατρίδα και τον Χριστό, σαν να βιαζόταν να τα φέρει από τώρα στο γυμνάσιο, εκεί όπου έβγαζε λόγους ατελείωτους μπροστά σε σιωπηλούς εφήβους για την πατρίδα και τα ιερά της. Ακόμα κι ο γιατρός χαμογελούσε κάπου κάπου εκείνες τις μέρες ξεχνώντας για λίγο τα γιατρικά κι έπιανε σκόρπιες κουβέντες με τον Χαρίλαο για την πολιτική κατάσταση στην Αθήνα. Όλοι ήθελαν να ξεχάσουν, ακόμα κι ο Ορφέας, ο κουμπάρος τους, προφανώς δασκαλεμένος. Όταν τους έκανε μια επίσκεψη, χαλαρώνοντας κάποια στιγμή το στενό κολάρο του, προτίμησε μια γενικότερη συζήτηση για την ηθική ανάπλαση της τοπικής κοινωνίας και τις μεθόδους, τις οποίες όφειλαν όλοι να ακολουθήσουν για την εξάλειψη ειδωλολατρικών εθίμων και αλλότριων συνηθειών, που αντιβαίνουν τις πολύτιμες αξίες του χριστεπώνυμου πληρώματος.    
   Μετά από εκείνες τις μέρες και μέχρι τα Χριστούγεννα, που δεν αργούσαν άλλωστε και πολύ, το σπίτι ξαναβρήκε τον κανονικό του ρυθμό κι άρχισε σιγά σιγά καινούριες προετοιμασίες για τις γιορτές του Δωδεκαημέρου.
   Ένα πρωί λίγες μέρες πριν κλείσουν τα σχολεία η Ζώικα καθόταν μόνη στη μεγάλη σάλα και ξεφύλλιζε ένα βιβλίο με λαϊκούς μύθους και παραδόσεις. Ήθελε να διαλέξει κάποιους με καλικαντζάρους, για να διαβάζει στα παιδιά τα βράδια στη φωτιά, όταν θα έκλειναν τα σχολεία. Η Κασσιανή δεν είχε έρθει καθόλου εκείνο το πρωί, γιατί αποβραδίς περίμενε το μεγάλο της το γιο, που σπούδαζε δικηγόρος στην Αθήνα και ήθελε λίγο να τον περιποιηθεί, να τον δει και να τον χορτάσει.
   Καθώς προχωρούσε η ώρα και μεσημέριαζε με μια βαριά συννεφιά, ένα χτύπημα στην πόρτα την τράβηξε από τις σελίδες. Ύστερα ήρθε δεύτερο χτύπημα και τρίτο. Το ρόπτρο αντηχούσε τώρα καθαρά σ' όλο το μεγάλο σπίτι. Πήγε στην πόρτα παραξενεμένη, γιατί συνήθως όποιος ερχότανε τη μέρα, φίλος ή γείτονας, χτυπούσε μια φορά κι έμπαινε. Άνοιξε με το βιβλίο στο χέρι.
   Μπροστά στο κατώφλι στεκόταν μια γυναίκα με δυο βαλίτσες. Ένα αυτοκίνητο που είχε σταματήσει μπροστά στο σπίτι ξεκίνησε εκείνη τη στιγμή και χάθηκε στη στροφή του δρόμου. Η Ζώικα την κοίταξε ερευνητικά και με αρκετή απορία, πρώτη φορά την έβλεπε -βέβαια το πρόσωπό της κάτι της θύμιζε, αλλά τίποτα περισσότερο. Κοιτάχτηκαν έτσι για λίγο με αμηχανία χωρίς να αποφασίζει να μιλήσει κάποια από τις δυο. Ήταν μια αρκετά όμορφη γυναίκα περίπου στην ηλικία της, ήταν περιποιημένη και φαινόταν του κόσμου και ξενομερίτισσα. Στο χέρι κρατούσε μια ομπρέλα κι έσφιγγε το χερούλι νευρικά.
   "Είστε η κυρία Παναγάκου, η γυναίκα του Χαρίλαου;"
   "Μάλιστα" απάντησε η Ζώικα και συνέχισε να την κοιτάζει με περιέργεια.
   "Είμαι η Χρυσούλα, η αδερφή του".

   [...] Το πρόβλημα της αρρώστιας της γυναίκας του ο Χαρίλαος μπορούσε κάπως να το ταξινομήσει στο μυαλό του. Ήταν μια από τις δοκιμασίες που έστελνε ο Θεός του στους ανθρώπους, για να ελέγξει την πίστη τους και την αντοχή τους. Η Γραφή ήταν διάσπαρτη από τέτοια παραδείγματα και, καθώς η ιστορία του ανθρώπινου γένους, όπως πίστευε, συνεχιζόταν απαράλλαχτη από τότε, οι σκληρές αυτές δοκιμασίες θα εξακολουθούσαν να πέφτουν στα κεφάλια των θνητών και πάλι και πάλι ως τα έσχατα. Η εμφάνιση όμως της αδερφής του ήταν κάτι άλλο, που σίγουρα σχετιζόταν με τον Εωσφόρο, ο οποίος ήθελε να τον σπρώξει στο χείλος της πιο παράφορης οργής.    
   Η Ζώικα δέχτηκε σχεδόν με χαρά αυτή την παράξενη γυναίκα. Τις πρώτες ώρες τους τις πέρασαν ανιχνεύοντας η μία την άλλη με εξεταστικά βλέμματα και διακριτικά ψηλαφίσματα, πιο πολύ η Χρυσούλα, που ώρες ώρες θύμιζε κοσμογυρισμένο αγρίμι που είχε γυρίσει στη φωλιά του μετά από καιρό και τώρα αναμετρούσε τη δύναμή του απέναντι στους καινούριους ενοίκους. Αυτό το παιχνίδι της δύναμης και της αναμέτρησης, αυτή την ένταση που προοιωνιζόταν κινήσεις επιβολής, η Ζώικα το κατάλαβε γρήγορα και σταμάτησε να παίζει μ' αυτό τον τρόπο. Γείωσε όλη αυτή την ενέργεια και σε λίγες ώρες οι ματιές τους αποφορτίστηκαν. Η Χρυσούλα είχε έρθει στο σπίτι της, αυτό είχε πει η Ζώικα απ' την πρώτη στιγμή στον εαυτό της και δάγκωσε το μέσα της, για να το αποδεχτεί μια κι έξω ως τετελεσμένο. Άλλωστε μπορεί να ήταν και για το καλό όλων.
   Το ίδιο απόγευμα φρόντισε η Ζώικα να πάρει τα παιδιά και να κάνει μια κοντινή επίσκεψη. Έπρεπε να δώσει χρόνο στον Χαρίλαο και στη Χρυσούλα για να τα πούνε. Θα μιλούσε και με τον άντρα της αργότερα, για να πετάξουνε από ανάμεσά τους εκείνα τα παιδαριώδη ψέματα, πως τάχατες η Χρυσούλα ήταν χρόνια σε νευρολογική κλινική ή στο σανατόριο και τα τοιαύτα. Άλλοι ήταν οι φυματικοί και όχι η Χρυσούλα.
   Επέστρεψε με τα παιδιά αρκετά αργά. Ήταν το τελευταίο Σάββατο πριν από τα Χριστούγεννα. Στο δρόμο τούς βρήκε χιόνι, τα παιδιά συνηθισμένα στα χιόνια απ' τον Οκτώβρη δεν ξελογιάστηκαν απ' τις νιφάδες, αλλά άκουγαν τη μάνα τους με μεγάλη περιέργεια που τους μιλούσε για τη θεία τους, για το πώς είχε έρθει πίσω μετά από ένα μεγάλο ταξίδι και θα έμενε πια μαζί τους. Μέχρι το κατώφλι ερωτήσεις, απαντήσεις και συμβουλές στριφογύριζαν σαν τις νιφάδες. Όταν μπήκαν στη μεγάλη σάλα, ο Νίκος και η Αντωνία ξέχασαν αυτόματα όλες τις συμβουλές και ζάρωσαν από ένστικτο, το οποίο τους ψιθύριζε πως τις επόμενες μέρες έπρεπε μόνο να ακούνε προσεχτικά και να αφουγκράζονται.
   Ο Χαρίλαος έστεκε όρθιος κοντά στη φωτιά και ήταν το ίδιο χλωμός όπως και το μεσημέρι. Η Χρυσούλα καθόταν απέναντί του στην κουνιστή καρέκλα της γιαγιάς Αντωνίας και ακουμπούσε αναπαυτικά τα χέρια της στα μπράτσα. Μέσα από την κουζίνα ακουγόταν θόρυβος από πιατικά, η Κασσιανή είχε έρθει λίγο νωρίτερα και μαγείρευε. Φάνηκε πως ο ερχομός τους έκοψε τη συζήτηση, αλλά μάλλον είχαν καταφθάσει στο ξεψύχισμα της μάχης και δεν είχε πια τόση σημασία. Οι νεκροί και οι λαβωμένοι ήταν βέβαια αόρατοι, είχε όμως το σπίτι μια μυρωδιά ιδιάζοντος αίματος, από αυτό που στάζουν οι κοφτερές λέξεις. Το λάχανο που η Κασσιανή έβραζε στο βάθος του σπιτιού είχε τη φιλοδοξία να κουκουλώσει τα ίχνη του μακελειού. Ίσως τελικά όλοι τους θα σκέφτονταν κάποια στιγμή μόνο τα παιδιά και θα ήθελαν μια πρώτη ανακωχή, μόνο που τον Χαρίλαο τον απασχολούσε και κάτι επιπλέον, ο Εωσφόρος.
   Η Χρυσούλα σηκώθηκε πρώτη και μ' εκείνο το κολοβό της χαμόγελο, το λίγο ζαρωμένο, πήγε και αγκάλιασε τα παιδιά.
   "Να φάμε πρώτα", φώναξε, "και ύστερα, παιδιά, τα δώρα σας!".
   Ο Χαρίλαος παρέμενε σιωπηλός και απόφευγε το βλέμμα της Ζώικας.
   "Ζωή, και κάτι άλλο", είπε η Χρυσούλα καθώς έβγαζε κάτι τυλιγμένα πακέτα από τη βαλίτσα της, που έμενε ακόμη ανοιγμένη στη μέση της σάλας, "πήγα το απόγευμα να χαϊδέψω λίγο το πιάνο μας, νομίζω πως θέλει κούρδισμα, πρέπει αύριο πρωί πρωί να καλέσουμε τον τεχνίτη. Έρχονται γιορτές και χωρίς μουσική νομίζω πως θα είναι λίγο άνοστα".
   Το χιόνι έλιωσε την προπαραμονή των Χριστουγέννων από έναν ξαφνικό νοτιά. Έμεινε η λασπουριά και οι ομίχλες, έτσι την παραμονή το πρωί τα χοντροπάπουτσα των παιδιών βυθίζονταν μέχρι τον αστράγαλο, καθώς γυρνούσαν από πόρτα σε πόρτα και χτυπούσαν δυνατά φωνάζοντας:
   "Κόλλιαντα, μπάμπου, κόλλιαντα...".
   Ο Νίκος με την Αντωνία είχαν βγει από νωρίς για να τα πουν και να μαζέψουν κάστανα, ρόδια, σταφίδες και καμιά δεκαρίτσα. Ήταν η μίμηση που τα έσπρωχνε περισσότερο παρά η λιγούρα και η ανάγκη, γιατί ήταν από τα λίγα παιδιά της γειτονιάς που ήταν πραγματικά χορτάτα.
   Ο Χαρίλαος έμενε ώρες πολλές κλεισμένος στο γραφείο του, πιο πολύ για να αποφεύγει ευχές και χαιρετούρες που δεν τις είχε και πολλή όρεξη, χώρια που στις καθιερωμένες ευχές είχε προστεθεί τώρα κι εκείνο το "καλώς τα δέχτηκες", με το οποίο έπρεπε να δείχνει ιδιαίτερα χαρούμενος, γιατί η καημένη η αδερφούλα του επιτέλους είχε γιατρευτεί μετά από τόσα χρόνια στα ιδρύματα και τώρα πια ήταν μαζί τους.
   Η Κασσιανή είχε πεταχτεί από τα ξημερώματα με το γιο της στα κοντινά χωριά, στα χοιροσφαγεία, για να δουν και να ψωνίσουν.
   Στις προετοιμασίες του φαγητού και στα γιορτιάτικα γλυκά είχαν μείνει η Ζώικα και η κουνιάδα της, η Χρυσούλα η ξεροχέρα, που ήρεμα και ταπεινά είχε μπει κάτω από τις οδηγίες της Ζώικας για τα γιαπράκια (1), τον πατσά και τους μπακλαβάδες. Πέρασαν πολλές ώρες μόνες τους εκείνη την παραμονή. Η Ζώικα, εκπέμποντας τη χθόνιά της αγιότητα και ηρεμία, είχε καταφέρει τη Χρυσούλα να την κοιτάζει στα μάτια χωρίς καμιά αμυντική ετοιμότητα. Τα μάτια της δεν άστραφταν πια από εκείνη την πρώτη αγωνία που είχε όταν πρωτοστάθηκε στο κατώφλι. Τώρα ήταν ήρεμη, χαμογελούσε και συνεχώς ρωτούσε χωρίς ίχνος μειονεξίας πώς γίνεται το ένα, πώς το άλλο.
   Η Χρυσούλα είχε κι εκείνη τη σωματική αίσθηση και σχέση με όλα τα πράγματα, που σε ένα σπίτι όπου σπάνια ο ένας ακουμπούσε τον άλλον, όπου ακόμα και η μητρική αγάπη ήταν εξαϋλωμένη και γινόταν πιο πολύ βλέμματα γεμάτα νοιάξιμο, εκείνη ακουμπούσε και χάιδευε άφοβα τα πάντα. Κρατούσε το χέρι της Ζώικας όταν άδειαζαν μαζί μια βαριά κατσαρόλα, της έδινε μαχαίρια και κουτάλια ακουμπώντας τα ακροδάχτυλά της και την είχε αγκαλιάσει κάμποσες φορές, συνήθως σε κάποιο αστείο ή σε καμιά αφέλεια που της ξέφευγε και γελούσε τότε δυνατά.
   Την ώρα που σιρόπιαζαν τον μπακλαβά όσο ήταν ακόμα ζεστός, όταν είχαν αδειάσει και την τελευταία σταγόνα και η μυρωδιά απ' το φρέσκο βούτυρο και το μέλι είχε νοτίσει τον αέρα, η Χρυσούλα ακούμπησε την κουτάλα στον πάγκο και της είπε:
   "Έτσι μυρίζουν τα παιδιά σου, να το ξέρεις, μοσχοβολούν! Θα τα αγαπάω σαν μάνα, σε πειράζει;".
   Η Ζώικα στην αρχή ταράχτηκε. Ήταν βέβαια όλο αυτό το ορμητικό και ελεύθερο της Χρυσούλας που είχε δείξει όλες αυτές τις μέρες, όμως μέσα στην αγιοσύνη της ένιωσε κι αυτή προς στιγμήν πως κάτι της κλέβουν, κάτι που, όσο περνούσαν οι βδομάδες, το ένιωθε πως θα της ήταν όλο και πιο δύσκολο να το φυλάξει. Πρώτα ήταν η αρρώστια που φοβόταν πως αυτή τη φορά θα την άρπαζε τελικά παρατώντας τα παιδιά της ορφανά, ύστερα ήταν αυτή η ξένη που μπήκε στο σπίτι έτσι ξαφνικά και τα πολιορκούσε, τα μάγευε, ήταν δραστήρια, ζωντανή, του καλού κόσμου και προπαντός υγιής. Μπορούσε να τριγυρνάει μαζί τους ώρες στα σοκάκια και να γελάει χωρίς να λαχανιάζει. Δε φοβόταν τη ματιά του Χαρίλαου και τη γειτονιά, είχε δύναμη στα χέρια της.
   "Με πειράζει πιο πολύ που πολλές φορές τελευταία φοβάμαι πως θα πεθάνω", της είπε χωρίς να σηκώσει τα μάτια από το γλυκό που απορροφούσε το σιρόπι.
   "Τι είναι αυτά που λες; Τρελάθηκες; Θα  ζήσεις. Εδώ έζησα εγώ που πέρασα μέσα απ' τη φωτιά όλα αυτά τα χρόνια".
   "Εσύ είσαι άλλο, εγώ πάντα πάλευα να γλιτώσω από τη μοίρα μου και αυτή μ' έσερνε πίσω της με χίλια τσιγκέλια".
   "Μη μου θυμίζεις τον άντρα μου, Τούρκος ήταν ο συγχωρεμένος, με το κισμέτ κοιμότανε και με το κισμέτ ξυπνούσε. Τον έφαγε το κισμέτ μόνο και μόνο γιατί το άφησε να τον φάει. Φύγαμε από δω για τη Σαλονίκη, ύστερα στο Κάστρο, στη Λήμνο, από εκεί στην Ανδριανούπολη κι ύστερα στην Πόλη. Πέθανε το '31, δυο μέτρα άντρακλας μέχρι εκεί πάνω. Με είχε σαν κούκλα, μα ποτέ δε μ' άκουσε... Ας είναι... Εσύ κοίταξε ν΄αλλάξεις μυαλά, Ζωίτσα, γιατί φοβάμαι πως πρόλαβε και σε στέγνωσε κιόλας ο αδερφός μου".
   "Σουτ! Μη μιλάς έτσι..."
   "Για χάρη σου μόνο σταματώ, να το ξέρεις, γιατί είσαι αγγελοπρόσωπη και γιατί θέλω τα ανίψια μου να 'ναι πρώτα δικά σου παιδιά κι ύστερα δικά του. Μην του μοιάσουνε, Θεέ μου, γιατί θα πεθάνουμε όλοι από πλήξη εδώ μέσα".
   Η Ζώικα δεν μπόρεσε να μη βάλει τα γέλια. Η κουνιάδα της έμοιαζε με μάγισσα, έδινε χάρη ακόμα και στα πιο σκληρά λόγια και τα έκανε ελκυστικά.
   "Πρώτη φορά σε βλέπω να γελάς έτσι", φώναξε η Χρυσούλα και την έσφιξε πάνω της, βουτώντας μάλιστα και το ένα μανίκι μέσα στον μπακλαβά.
   Ύστερα σαν να σοβάρεψε λίγο και την κοίταξε στα μάτια. Μπορούσε πια να βλέπει τη Ζώικα καταπρόσωπο και είχε καταλάβει πως αυτή της η μπέσα ήταν σίγουρα το δώρο της νύφης της στη γνωριμία τους.
   "Αν κάποια στιγμή θελήσεις να φύγω, μόνο να μου το πεις. Το ίδιο βράδυ θα είμαι κάπου αλλού, γιατί είμαι μαθημένη από στράτες. Να μου υποσχεθείς πως δε θα διστάσεις καθόλου".
   Η Ζώικα σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή -πώς της ήρθε άραγε έτσι στο μυαλό- πως αυτή η ίδια θα έφευγε πρώτη απ' το σπίτι. Σαν να ξεκόλλησε ένα κομμάτι από το μέλλον, ξέκοψε από την κοίτη του χρόνου και της ήρθε ως αλήθεια και αποκάλυψη. Ένιωσε ανατριχίλα με την αναπάντεχη αυτή γνώση που της είχε πέσει τώρα δα στο μυαλό σαν μετεωρίτης. Δεν το είχε καν ζητήσει, δεν εκλιπαρούσε να δει το μέλλον, κι όμως αυτό της ήρθε και στράγγιξε στο νου της ως σκοτεινός λογισμός: αυτή η ίδια θα έφευγε πρώτη από το σπίτι κι η γυναίκα που έστεκε απέναντί της θα μεγάλωνε τα παιδιά της.

   Στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι τα παιδιά άθελά τους γεφύρωσαν πρόσκαιρα τα χάσματα. Λίγες ώρες πριν η Χρυσούλα τούς περίμενε στο σπίτι μετά τη λειτουργία με ζεστή κρεατόσουπα. Είχε αρνηθεί να πάει στην εκκλησία μαζί τους τα χαράματα, γεγονός που, όπως φάνηκε, είχε μάλλον ανακουφίσει τον Χαρίλαο, που ούτε και στις πιο ιδιωτικές του σκέψεις τολμούσε να αναρωτηθεί τι είδους θρήσκευμα ήταν τελικά η αδερφή του. Στο τραπέζι ο Νίκος και η Αντωνία φλυαρούσαν συνεχώς κι έλεγαν όλο ιστορίες από τα χτεσινά κάλαντα. Πιο πολύ μιλούσαν για το ζουρνά που είχαν πολλά σπίτια κρεμασμένο στην εξώπορτα, για το ρύγχος δηλαδή του νιόσφαχτου γουρουνιού, που το κρεμούσαν επιδειχτικά, για να διώχνει τους καλικαντζάρους. Ο Νίκος μάλιστα σούφρωνε τη μύτη και το πρόσωπο κι έκανε πιστή αναπαράσταση. Η Χρυσούλα γελούσε με σγουρούς ήχους κι έβαζε την Αντωνία να λέει πάλι και πάλι ποια ήταν τα πιο τσιγκούνικα σπίτια, που δεν τους είχαν δώσει ούτε ένα καρύδι. Κάποια στιγμή γέλασε και ο Χαρίλαος και η Ζώικα τον κοίταξε για λίγο με ευχαρίστηση. Δεν τους είχε συνηθίσει και πολύ να γελάει, γιατί μάλλον αισθανόταν άσχημα όταν γελούσε, γιατί δε συμπαθούσε οτιδήποτε το ανεξέλεγκτο.
   Κάποια στιγμή η Αντωνία ζήτησε από τη θεία της, την οποία τις τελευταίες μέρες την κοιτούσε με λατρεία στα μάτια, να της πει ιστορίες απ' τα ταξίδια της. Η Χρυσούλα απέφυγε τον ύφαλο επιδέξια και της υποσχέθηκε για μια άλλη φορά, γιατί εκείνη τη μέρα ταίριαζαν μόνο χριστουγεννιάτικα χωρατά. Έριξε και μια κλεφτή ματιά στον Χαρίλαο και φρόντισε να τη δει που τον κοίταζε. Ήταν μόνο μια βδομάδα στο σπίτι και ήταν τόσο καλά πλέον εδραιωμένη η θέση της, ώστε να του κάνει κάπου κάπου τέτοια χατίρια με μεγαλοψυχία, όπως αυτό εδώ, να μην τον φέρνει δηλαδή σε δύσκολη θέση.
   "Εγώ τώρα θέλω κάτι να σε ρωτήσω", είπε η Χρυσούλα στην Αντωνία. "Είμαι τόσες μέρες εδώ και δε μου το έχεις εξηγήσει. Γιατί έχεις και δεύτερο όνομα, τι είναι αυτό το Μαγδαληνή;"
   "Απαίτηση της μητέρας της", απάντησε ο Χαρίλαος και φρόντισε έντεχνα να μεταδώσει την αίσθηση πως στο δικό του σπιτικό όλες οι επιθυμίες μπορούσαν να ανθίσουν μέσα σ' ένα πνεύμα αγάπης, διαλόγου και κατανόησης.
   Η Χρυσούλα όμως τον ήξερε πάρα πολλά χρόνια για να ξεγελαστεί από τα τερτίπια του, που περνούσαν μόνο στους φιλανθρωπικούς συλλόγους και στις συναναστροφές του.
   "Φαντάζομαι τι χοντρό αντάλλαγμα θα σου ζήτησε", γύρισε και είπε στη Ζώικα μειδιώντας.
   Ευτυχώς που η Αντωνία άρχισε να γελάει δυνατά και το φούντωμα του πατέρα της πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Ήταν πολύ ευτυχισμένη η Αντωνία τις τελευταίες μέρες, χαιρόταν και τώρα πολύ που είχε γίνει το επίκεντρο της παρέας.
   Η Ζώικα είχε κοκκινήσει λίγο. Έριξε μια γρήγορη ματιά σε όλους και πήρε μια ανάσα.
   "Το αντίθετο", απάντησε, "ποτέ δε μου ζήτησε να του εξηγήσω ακόμα και το γιατί -και αυτό πολύ το εκτίμησα", είπε και γύρισε και του έριξε μια τρυφερή ματιά.
   Για την ακρίβεια γινόταν κάτι σαν πόλεμος. Η Ζώικα είχε φροντίσει πάντως να γίνει κατανοητό στη Χρυσούλα πως γι' αυτήν ο Χαρίλαος δεν ήταν ποτέ στόχος και ούτε είχε σκοπό να του επιτεθεί τώρα. Μπορεί τη Χρυσούλα σχεδόν πια να την αγαπούσε, έβαζε όμως ξεκάθαρα τους δικούς της όρους της συνύπαρξής τους. Στο πρόσωπό της δε θα έβρισκε η Χρυσούλα τη σύντροφο με την οποία θα πολεμούσαν από κοινού το μεγάλο δυνάστη. Έπρεπε να τα βρουν όλοι μεταξύ τους, τουλάχιστον όσο ήταν η Ζώικα μαζί τους.
   "Μπορώ όμως", συνέχισε, αφού τους έριξε άλλη μια ματιά, "να σας εξηγήσω τώρα, ποτέ άλλωστε δεν είναι αργά. Εξαρτάται από το πόσο έχετε όρεξη να ακούσετε παλιές και θλιβερές ιστορίες".
   "Θέλουμε", πετάχτηκε ο Νίκος, "κι ας είναι θλιβερές. Μεγαλώσαμε πια, να μη λέμε συνέχεια μόνο μπούρδες και μασάλια (2)". 
   "Δεν είναι ωραία λέξη αυτή!" τον έκοψε απότομα ο Χαρίλαος.
   Η Χρυσούλα ακούμπησε τους αγκώνες της στο τραπέζι και πήρε θέση να ακούσει την ιστορία. Δεν μπόρεσε όμως να μη σκεφτεί πως η Ζώικα έλεγε την προσωπική της ιστορία πρώτη φορά, γιατί ουσιαστικά κανείς δεν είχε ενδιαφερθεί μέχρι τότε να την ακούσει. Κοίταξε πάλι τον Χαρίλαο με το μυστικό κώδικα των ματιών τους, που στην οικογένεια Παναγάκου θα μπορούσε να σημαίνει: "Αναίσθητε, ποτέ σου δεν ενδιαφέρθηκες!".
   Η φωνή της Ζώικας είχε πάρει τώρα ένα χρώμα σαν εκείνο που έχουν οι γριές δασκάλες όταν λένε παραμύθια ή θρύλους ξεχασμένους από πολλά χρόνια. Άρχισε εκείνη την παλιά ιστορία με τους κομιτατζήδες, το καμένο χωριό, την τρεχάλα τους στο βουνό, το φόβο, τα βιβλία, την αιχμαλωσία, τη φυγή προς την Ελασσόνα κι ύστερα στη Λάρισα. Όσο η Ζώικα ύφαινε τις λέξεις και τις αναμνήσεις της, το τζάκι δίπλα τους έγλειφε και κατάπινε τα ξύλα, γιατί, όπως πάντα πίστευαν όλοι οι χριστιανοί στη Μακεδονία, σε όποια γλώσσα και να το έλεγαν, εκείνη τη μέρα τα σπίτια έπρεπε να είναι ζεστά γιατί η Παναγιά ήταν λεχώνα κι έπρεπε να ζεστάνει και τα ρούχα του πολύτιμου μωρού της. Ο χειμώνας εκεί πάνω, σ' εκείνα τα μέρη, δεν αστειευόταν. 
   Καθώς κυλούσε το Δωδεκαήμερο, καλικάντζαροι για τον Χαρίλαο ήταν οι σκέψεις του, που τον τυραννούσαν χωρίς διακοπή και δεν τον άφηναν σε ησυχία. Πιο πολύ τον ενοχλούσε το γεγονός πως, όσο περνούσαν οι μέρες, η αδερφή του δενόταν όλο και πιο πολύ με πρόσωπα και αντικείμενα και μονιμοποιούσε την παραμονή της. Ο χρόνος δούλευε εναντίον του, όπως και για τη Ζώικα, για την οποία του είχε ψιθυρίσει ο γιατρός πως δεν έπρεπε να ενθουσιάζεται και πολύ, η ύφεση της κρίσης έκρυβε συχνά έναν καινούριο παροξυσμό και αυτό θα επαναλαμβανόταν συνεχώς με μια κυματοειδή καμπύλη ως το τέλος. Ο Χαρίλαος τον είχε ρωτήσει πότε θα ήταν το τέλος κι εκείνος είχε σηκώσει τους ώμους. "Μπορεί να το καθυστερήσουμε πολύ" είχε απαντήσει. "Μπορεί μήνες, ίσως και χρόνια". Αυτό το τελευταίο πάντως φάνηκε να μην το πολυπιστεύει.
   Το γραφείο του Χαρίλαου είχε μεταμορφωθεί όλον αυτό τον καιρό από σπουδαστήριο σε αίθουσα των στεναγμών. Έψαχνε λύση και δεν την έβρισκε πουθενά. "Αν δεν ήμουν άνθρωπος με αρχές", μουρμούριζε συχνά στον εαυτό του, "όλα θα ήταν πιο εύκολα και ποιούμενος την ανάγκη φιλοτιμία θα άφηνα τη ζωή να με οδηγήσει". Από τη μια ήταν ο φόβος της χηρείας, από την άλλη η παρουσία της αδερφής του, ζωντανή απόδειξη πως αργά ή γρήγορα έπρεπε να αποχαιρετήσει τη μισή πατρική περιουσία, που με τόσον κόπο είχε διαφυλάξει μέσα σε τέτοια οικονομική δυσπραγία και αστάθεια των τελευταίων χρόνων.
   Την επαύριον των Φώτων τον είχε πάρει ο ύπνος περασμένο μεσημέρι στην πολυθρόνα του γραφείου και είδε ένα αλλόκοτο όνειρο:
   Κοίταζε, λέει, το μεγάλο ρολόι στην πλατεία της Κοζάνης και ήταν μια μέρα ηλιόλουστη, γεμάτη φως, κι αυτός χαρούμενος και πανύψηλος, τοσο πολύ μάλιστα που οι δείκτες του μεγάλου ρολογιού ήταν στο ύψος των ματιών του κι αυτός, γίγαντας σωστός, έτσι αν άπλωνε το χέρι, μπορούσε να πιάσει το ρολόι και να τους στρέψει.
   Τότε φάνηκε από μακριά ένα κοπάδι μαύρες πεταλούδες, που άρχισαν να πετάνε μέσα στην ησυχία του μεσημεριού πάνω από το κεφάλι του και γύρω από το ρολόι. Ο ήλιος πύρωνε από ψηλά και τα απλωμένα φτερά τους έφτιαχναν μικρές σκιές σαν στίγματα στον άσπρο κύκλο του ρολογιού αλλά και στο δέρμα του και στα χέρια και στο στήθος. Κάποια στιγμή μια απ' αυτές κάθισε πάνω στο μικρό δείκτη συμμαζεύοντας λίγο τα φτερά της. Την ακολούθησαν κι άλλες πολλές, όλες μαύρες, κορακοπεταλούδες που στοιχήθηκαν πάνω στους δυο δείκτες σαν τα χελιδόνια στα καλώδια. Εκείνη την ώρα το ρολόι έδειχνε τρεις και είκοσι. Συνέχιζαν να έρχονται κι άλλες πολλές από το βάθος τ' ουρανού, μαύρες πάντα, κι έπαιρναν θέση πάνω στους δείκτες και πύκνωνε συνέχεια η στοίχιση και ήταν πράγματι παράξενη όλη αυτή η σύναξη, που θύμιζε προετοιμασία για αποδημία.
   Τότε έγινε κάτι παράξενο ακόμα και για τα όνειρα: Το βάρος από τις μαυροπεταλούδες πίεσε τους δείκτες κι έσπρωξε το χρόνο μπροστά, στην αρχή ανεπαίσθητα, ύστερα καθαρά πια ο χρόνος άρχισε να τρέχει πιο γρήγορα και το ρολόι ξεκίνησε να χτυπάει τις ολόκληρες ώρες κάθε λεπτό και η καμπάνα του δεν τρόμαζε καθόλου αυτές τις αλλόκοτες πεταλούδες, που γαντζωμένες πίεζαν τους δείκτες συνεχώς, κι αυτός -ένας απλός θεατής του δράματος- σκέπασε τ' αυτιά του με τις παλάμες για να μην ακούει τα απανωτά χτυπήματα κι άρχισε όλο να κονταίνει από κει ψηλά κι έφτασε μέχρι κάτω στην πλατεία, όπου άγγιξε με τις παλάμες τις πέτρινες πλάκες...
   Ξύπνησε με τη φωνή του γδαρμένη από την αγωνία. Οι δυο παλάμες σκέπαζαν ακόμα τ' αυτιά του. Έμεινε για λίγο έτσι σαν χαμένος να κοιτάζει απέναντι τις δερμάτινες ράχες των βιβλίων. Σηκώθηκε σιγά σιγά από την πολυθρόνα κι άρχισε να κάνει μικρούς κύκλους στο δωμάτιο. Δεν πολυπίστευε στα όνειρα, τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που άκουγε να μιλάνε στις γειτονιές και στα σοκάκια. Αυτό όμως ήταν ένα όνειρο πέτρινο, δεν μπορούσε έτσι εύκολα να φυσήξει μια να το γκρεμίσει και να το λησμονήσει.
   Ο γυμνασιάρχης κύριος Χαρίλαος Παναγάκος πέρασε το υπόλοιπο απόγευμά του στο σύλλογό τους λέγοντας και κάνοντας πράγματα μηχανικά, πιο πολύ για να ξεχάσει. Το όνειρο όσο μπαγιάτευε τόσο μεγαλύτερη δυσφορία τού προκαλούσε. Κάτι του έλεγε μέσα του πως είχε ο ίδιος πια καλοδεθεί στον τροχό της ανάγκης και τέτοια μαύρα προμηνύματα θα έσπρωχναν το χρόνο να τρέξει γρηγορότερα. Οι σκιές από τα ανοιγμένα φτερά των πεταλούδων στο όνειρο ήταν ίσως τα στίγματα ενός μέλλοντος που είχε εωσφορικά προαποφασιστεί.
   Αγγελιαφόρος αυτού του σκοτεινού μέλλοντος στάθηκε ο πυρετός, που μετά του Άϊ-Γιαννιού άρχισε πάλι να ανεβαίνει. Η Ζώικα δεν είχε τόσο πολλές δυνάμεις τώρα πια για να κυκλοφορεί όπως πρώτα. Ο γιατρός πρότεινε για άλλη μια φορά κάτι που είχε ξαναπεί και παλιότερα. Το κλίμα της Κοζάνης ήταν υγρό, η άρρωστη έπρεπε να μετακινηθεί σ' ένα σανατόριο ή έστω στο σπίτι τους στο Βελβεντό, αρκεί να είχε την πρέπουσα φροντίδα.
   Ο Χαρίλαος δε συζητούσε καθόλου το Βελβεντό, του φαινόταν αδιανόητο να υποχρεώσουν την Κασσιανή βδομάδες ή και μήνες ακόμα να αποχωριστεί το σπίτι της μέσα στο χειμώνα. Η Ζώικα στην αρχή δεν ήθελε ν' ακούσει τίποτα για μετακίνηση, πώς μπορούσε άραγε να αποχωριστεί τα παιδιά;
   "Ό,τι είναι γραφτό να γίνει θα γίνει" έλεγε.
   "Εσύ το λες αυτό", πεταγόταν η Χρυσούλα ξαναμμένη, "μια γυναίκα που ξέρει γράμματα; Θα κάνουμε αυτό που είναι καλύτερο για την υγεία σου".
   Ο Χαρίλαος φρόντισε και πήρε την κατάσταση επάνω του τις επόμενες μέρες.
   "Επικοινώνησα με το σανατόριο στη Σαλονίκη", της είπε κάποιο πρωί, "θα φύγουμε μαζί τις επόμενες μέρες".
   Η Ζώικα καθόταν πάνω στο κρεβάτι γαλήνια και χλωμή. Βρήκε το κουράγιο να χαμογελάσει.
   "Το ταξίδι που δεν κάναμε ποτέ, έτσι δεν είναι;"
   Χαμήλωσε τα μάτια του από αμηχανία.
   "Και τα παιδιά", τον ρώτησε, "τι θα γίνουν τα παιδιά; Ποιος θα τα φροντίζει, ποιος θα τα διαβάζει για το σχολείο;"
   "Μα είναι η Χρυσούλα εδώ", είπε και σήκωσε τα μάτια, "την έχουν συνηθίσει πια, είναι η θεία τους, μην το ξεχνάς!".
   "Εγώ δεν το ξεχνώ", του απάντησε, "εσύ να το θυμάσαι". 
   Ο βήχας της του έδωσε λίγο χρόνο για να συνηθίσει στην ιδέα. Ο ίδιος μόνος του να παραδίνει τα παιδιά του στη Χρυσούλα, να τη χρειάζεται, να καίγεται γι' αυτό, να μην μπορεί να κάνει πια χωρίς αυτήν!
   "Θα το θυμάμαι", της είπε και έκλεισε την πόρτα της κάμαρας χωρίς θόρυβο.
   Έφυγαν από την Κοζάνη για τη Σαλονίκη με το τρένο στο κουπέ της πρώτης θέσης. Ήταν Γενάρης του '35. Τα μάτια της ταξίδεψαν για πολλή ώρα στο μακεδονικό κάμπο, στο χώμα του και στα δέντρα που ζάρωναν από την αγριάδα του χειμώνα. Στο σταθμό της Νάουσας μπουλούκια ο κοσμάκης περίμενε στην ομίχλη, για να μπει στα βαγόνια και να τραβήξει για δουλειές και τρεχάματα στη μεγάλη πολιτεία. Στη Βέροια πλατάνια και κερασιές άπλωναν τα ξερά κλαδιά τους πάνω απ' τα βαγόνια σαν να ήταν να ασπαστούν τους ταξιδιώτες. Άχαρες φιλίες και συμπάθειες του Γενάρη, τα δε γύρω χωριά ήταν μίζερα και σιωπηλά, με λασπόδρομους χαραγμένους από τα κάρα και τις οπλές των βοδιών.
   Στο σταθμό τούς περίμενε με αυτοκίνητο ένας γνωστός του Χαρίλαου από την αδελφότητα Θεσσαλονίκης. Ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος, μ' ένα καμηλό παλτό. Χωρίς πολλές κουβέντες φόρτωσε τα πράγματά τους και οδήγησε προς το Ασβεστοχώρι και από εκεί στο σανατόριο.
   Οι λίρες που είχε μοιράσει διακριτικά ο Χαρίλαος τις προηγούμενες μέρες είχαν ανοίξει διάπλατα το δρόμο σε όλες τις διατυπώσεις και τώρα τους περίμεναν δύο καθαρά ξεχωριστά δωμάτια. Θα έμενε μαζί της τις πρώτες μέρες για τις βασικές εξετάσεις κι ύστερα θα βλέπανε τι θα κάνανε.
   Το πρώτο βράδυ τού ζήτησε να μείνει μαζί της, αν και απαγορευόταν. Κάθονταν ώρα σιωπηλοί, όταν χτύπησε το κουδούνι, που ειδοποιούσε τους επισκέπτες να φύγουν. Του έπιασε το χέρι και όπως πάντα του μίλησε με το βλέμμα της.
   "Θα έρθω αργότερα, όταν ησυχάσουν", της είπε και, φορώντας ακόμα το ίδιο σκούρο κοστούμι που έσερνε πάνω του από το πρωί και είχε τσαλακωθεί, γλίστρησε στο διάδρομο και πήγε στο δωμάτιο.
   Κατά τις εννιά έξω στα νυχτωμένα ρουμάνια άρχισε να ρίχνει ένα αόρατο χιόνι, το σκοτάδι το μπλάβιζε και το έκρυβε, μόνο δίπλα στο μισοφωτισμένο παράθυρο ξεχώριζες κάποιες νιφάδες, το υπόλοιπο θα φανερωνόταν το πρωί.
   Μπήκε αθόρυβα, νυχοπατώντας. Στο μισόφωτο της ασθενικής λάμπας ξεχώριζε η καρό ρόμπα που φορούσε πάνω από τις πιτζάμες. Η Ζώικα δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει. Πρώτη φορά τον έβλεπε να παρανομεί, έμοιαζε άγουρο παιδί που κάτι έσφιγγε το μέσα του, φόβος μην το πιάσουν και καταρρεύσει ολόκληρο από ντροπή και ταπείνωση. Όταν πλησίασε στο κρεβάτι, το μουστάκι και τα μαλλιά του είχαν χιόνι.
   "Μόνο για σήμερα", της ψιθύρισε κάπως άχαρα.
   Η Ζώικα προτίμησε να μην απαντήσει, αλλά να του σκουπίσει τις νιφάδες. Σκέφτηκε πως, αν τον γνώριζε ο αδερφός της, ο Κωσταντής, σε κάτι τέτοιες ιδιωτικές στιγμές, ίσως να μην αισθανόταν και τόσο άσχημα για εκείνο το παλιό προξενιό με το οποίο τον θρόνιασε στη ζωή της. Αλήθεια, πού ήταν ο Κωσταντής; 
   Τις επόμενες μέρες τής έβγαλαν ακτινογραφία. Γιατροί την ακροάστηκαν πολλές φορές, μπήκαν, βγήκαν, αλλά προτιμούσαν να ψιθυρίζουν μεταξύ τους και να χάνονται πάλι προς τα πέρα, εκεί που ήταν οι συνωστισμένοι θάλαμοι της φτωχολογιάς. Όλες αυτές τις ώρες ο Χαρίλαος έσφιγγε μέσα στην τσέπη του στο σακάκι ένα σταυρό και η Ζώικα το θερμόμετρο. Κάθε νύχτα τής ερχόταν εξαντλημένος από τις ατέλειωτες ώρες αναμονής, γλιστρούσε χλωμός μέσα στο σκοτάδι με την ίδια ρόμπα, με τα γένια του λίγο να έχουν ξαναφυτρώσει ώρες μετά το πρωινό ξύρισμα, ίδιος μπουφόνικος εραστής. Όμως εκείνη πάντα τον περίμενε, έκλεινε το βιβλίο στο πρώτο σύρσιμο έξω από την πόρτα και κάρφωνε τα μάτια της στο άνοιγμα, για να τον δει να έρχεται.
   Πέντε βράδια μετά από εκείνη την πρώτη νύχτα, καθώς έξω το χιόνι είχε σταματήσει πια και το είχε παγώσει ο βοριάς, ο Χαρίλαος, αφού πέρασε ανάμεσα από πραγματικά αγάλματα από πάγο και κρυστάλλους που κρέμονταν από τις σκεπές και τα δέντρα, έφτασε για άλλη μία φορά στη γωνιά της και της είπε για πρώτη φορά "Σ' αγαπώ".
   Έφυγε δυο μέρες μετά, γιατί η άδειά του από το σχολείο είχε τελειώσει. Στο τρένο, την ώρα που ο μοναδικός συνεπιβάτης του στο κουπέ είχε αποκοιμηθεί, έκλαψε καθώς κοιτούσε έξω από το παράθυρο. Εκεί είδε καθαρά το πρόσωπό του ως είδωλο στο τζάμι να συσπάται από τον πόνο, τα χαρακτηριστικά του να τραβιούνται κι ύστερα να αλλάζει και να γίνεται κάποιος άλλος.

   Η Ζώικα πέθανε, αφού είχε σπαράξει βδομάδες από το βήχα, την Κυριακή της Μεγάλης Αποκριάς, στις αρχές του Μάρτη. Στις τελευταίες της στιγμές στάθηκε δίπλα της η νοσοκόμα υπηρεσίας. Είχαν στείλει επείγον τηλεγράφημα στην Κοζάνη από το απόγευμα, που μιλούσε για ραγδαία επιδείνωση. Ύστερα μάθανε όλοι πως οι δρόμοι ήταν κλειστοί, γιατί το κίνημα που είχε ξεσπάσει πριν από δύο μέρες στην Αθήνα είχε απλωθεί και στη Μακεδονία. Στρατιωτικές φρουρές είχαν κόψει τους δρόμους κι όλες τις συγκοινωνίες. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της νοσοκόμας, ξεψύχισε στις τρεις και είκοσι τα ξημερώματα. Είχε ζητήσει την οικογενειακή φωτογραφία με την ίδια, τον άντρα της και τα παιδιά της που είχε κρατημένη δίπλα στο κομοδίνο. Μία ώρα πριν, με κλειστά μάτια, καθώς το στήθος της ανεβοκατέβαινε γοργά, ζήτησε να διώξουν όλες εκείνες τις πεταλούδες που νόμιζε πως πετούσαν μέσα στο δωμάτιο. Μήνες αργότερα βρήκαν μέσα στα λίγα βιβλία της που είχε κουβαλήσει στο σανατόριο κάτι σελίδες με διάσπαρτους στίχους και σπαράγματα.
   Την έθαψαν στο Βελβεντό εκείνες τις μέρες της άγουρης άνοιξης. Ήταν η μέση λύση ανάμεσα στο χωριό της, που έπεφτε μακριά, και στην Κοζάνη, για την οποία συχνά έλεγε πως εκεί ένιωθε μουσαφίρισσα. Στο χωριό της πια δεν είχε κανέναν, είχαν δηλώσει την εξαφάνιση του Κωσταντή στη χωροφυλακή εδώ και μήνες. Είπαν τελικά να της είναι ο Βελβεντός παντοτινή πατρίδα.
   Στην κηδεία ο Χαρίλαος στάθηκε αμίλητος και ωχρός χωρίς κανένα δάκρυ. Τα παιδιά, μαυροντυμένα με καλά ρούχα, τα κρατούσε απ' το χέρι η Χρυσούλα. Η Κασσιανή είχε αναλάβει όλες τις νεκρικές φροντίδες, κι αφού είχε ξεσπάσει κλαίγοντας αρκετές φορές στη γωνιά της στο πλυσταριό, είχε δέσει τώρα τα μαλλιά της αλογοουρά και τα είχε τεντώσει πίσω με μανία, για να αισθανθεί σωματικό πόνο, αντίδοτο στον άλλο πόνο, το μεγαλύτερο. Ο μεγάλος της ο γιος, ο Παναγιώτης, που σπούδαζε στην Αθήνα, την ώρα της κηδείας την υποβάσταζε, γιατί με το ζόρι περπατούσε απ' τα τελευταία ξενύχτια. Η Αγγελική ήταν απαρηγόρητη, δάκρυζε συνέχεια και την ώρα που έπεσαν οι πρώτες χούφτες χώμα τα δάκρυά της έγιναν τρυφερός θρήνος. Ήταν η ίδια, η γνωστή ρούσα Αγγελική που λίγες μέρες αργότερα πήγε και βρήκε από μόνη της το μαρμαρά για το πρώτο της μεγάλο ψέμα και έπραξε αυτό που τη διέταζαν τα δεκατέσσερά της χρόνια.
   Τα σαράντα έγιναν πάνω στα έμμηνα της άνοιξης, καθώς γύρω από το μνήμα κοκκίνιζε ο τόπος απ' τις παπαρούνες. Είχε κιόλας αρχίσει ο παπάς, όταν πρώτος ο Χαρίλαος πρόσεξε την επιγραφή κάτω στο σταυρό:
ΖΩΗ ΠΑΝΑΓΑΚΟΥ
ετών 39
         δασκάλα        
   Κοιτάχτηκαν με τη Χρυσούλα, που την ίδια στιγμή είχε διαβάσει κι αυτή την επιγραφή. Σήκωσε τους ώμους, σημάδι άγνοιας. Ο Χαρίλαος φεύγοντας ύστερα από λίγο είδε την Αγγελική να τον πλησιάζει. Της έριξε ένα άγριο βλέμμα.
   "Εσύ;" μουρμούρισε.
   "Εγώ", ψιθύρισε -η φωνή της μόλις που ακουγόταν, το πρόσωπό της φλεγόταν και ήταν πιο κόκκινο κι απ' τα μαλλιά της.
   "Πρώτη και τελευταία φορά που παίρνεις τέτοια πρωτοβουλία, χάσου απ' τα μάτια μου!" της είπε και τράβηξε προς το σπίτι.
   Στο σπίτι, αφού τράταραν τους καφέδες κι έφυγε ο κόσμος, τον πλησίασε η Κασσιανή.
   "Μόνη της το σκέφτηκε;" τη ρώτησε απότομα. 
   "Μόνη της, το παλιοκόριτσο! Θα πάω το βράδυ στο μαρμαρά να του πω να το σβήσει".
   "Να κάτσεις εκεί που βρίσκεσαι", απάντησε, "αρκετά ανακατευτήκατε!".
   Σήκωσε τα μάτια της και τον έψαξε διακριτικά με το βλέμμα και με τον τρόπο της, που ήξερε καλά τόσα χρόνια.
   "Θα το αφήσετε;"
   "Δικός μου λογαριασμός, αλλά, αν είχε λίγο μυαλό αυτό το κουτορνίθι η κόρη σου, έπρεπε να πάει και να γράψει όχι μόνο δασκάλα, αλλά και αγία!"
   Έγινε τότε το αναπάντεχο -σωριάστηκε ολόκληρος άντρας πάνω σε μια καρέκλα κι άρχισε να κλαίει σαν μικρό παιδί, κι ήταν αυτός ο ίδιος άνθρωπος που αμέσως αγκάλιασε τη δούλα του και ξέσπασε.
   "Ποτέ πια,  Κασσιανή, το καταλαβαίνεις αυτό;" έλεγε ανάμεσα στα αναφιλητά του. "Ποτέ πια!"
   "Στην Παράδεισο πια, κύριε Χαρίλαε", κατόρθωσε μόνο να μουρμουρίσει εκείνη.
   Ένιωθε για πολλή ώρα βαρύ το σώμα του να είναι κρεμασμένο πάνω της.
                              

Ζουργός Ισίδωρος, Στη σκιά της πεταλούδας (μυθιστόρημα για έναν αιώνα), εκδ. ΠΑΤΑΚΗ

Σημ.:
(1) Γιαπράκια: ντολμαδάκια με κιμά και αυγολέμονο. 
(2) Μασάλια: ψέματα, σαχλαμάρες. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: