Ποίηση

Ποίηση

Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017

[ ΘΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟΥ ]

   Τάιτα, 13 Ιουλίου 1939
   Η Σιμπίλια ένιωθε σαν μεθυσμένη εκείνο το πρωί που ταξίδευε για την Τάιτα από το σπίτι της στην Τσιορίνια. Δε λυπάμαι ούτε φοβάμαι, προσπαθούσε να παρηγορήσει τον εαυτό της. Τι έχω να φοβηθώ; Ήταν αδύνατο να συμβαίνουν όλα αυτά σ' εκείνη, τη Σιμπίλια Σιλβάνι, αγαπημένη των καλογραιών στο μοναστήρι, αριστούχο, σολίστα της χορωδίας, πρώτη στο μάθημα των αγγλικών, ηλικίας δεκαέξι χρονών και δύο μηνών. Α όχι, το εφιαλτικό ταξίδι στη ράχη του ράθυμου μουλαριού δεν ήταν παρά ένα κακό όνειρο. Η αίσθηση του εξωπραγματικού την τύλιγε σ' ένα προστατευτικό κουκούλι. 
   Κοιτούσε δεξιά ζερβά, σαν σε όνειρο, καθώς περνούσαν μέσα από το δάσος Τέρι. Οι εικόνες ήταν συγκεχυμένες και θολές γιατί φορούσε βέλο -ηλιαχτίδες διαπερνούσαν το αχνό πούσι, πυκνά φυλλώματα αιωνόβιων δέντρων σκοτείνιαζαν το δρόμο τους, μερικά καλοθρεμμένα γουρούνια μασουλούσαν καρύδια και βατόμουρα και κυλιόνταν σε μια λιμνούλα λάσπης. 
   Άνθρωποι φώναζαν και γελούσαν. Ανάμεσα στις φωνές ξεχώριζε εκείνη του πατέρα της που, κατά τα φαινόμενα, μην έχοντας τίποτε καλύτερο να κάνει, αστειευόταν με τους φίλους του. 
   "Βόηθα με, Παναγιά μου, κάνε να είναι όλα ένα κακό όνειρο".
   Πριν από μια βδομάδα μόλις, ούτε που υποπτευόταν ότι ο κόσμος της θα γυρίσει τα πάνω κάτω. Θα πήγαινε άλλον ένα χρόνο στο σχολείο, η μητέρα της επέμενε πάνω σε αυτό. Ωστόσο, την περασμένη βδομάδα,  ο μπαμπάς τούς ανακοίνωσε τα σχέδιά του. Η μαμά έκλαψε αλλά η Σιμπίλια δεν έχυσε δάκρυ. Ήταν τόση η κατάπληξή της που δεν μπορούσε ούτε να κλάψει. Μέχρι τότε πίστευε ότι ο πατέρας της την αγαπούσε. Εκείνη τη μέρα, όμως, ορκίστηκε να μην του ξαναμιλήσει ποτέ στη ζωή της.
   Όσο για τον Μισέλ, τον μέλλοντα σύζυγό της, δεν ήξερε καν πώς είναι. Το πρωί, που τον συνάντησε για πρώτη φορά, ένιωθε τόσο τρόμο, τόση συστολή, ώστε δεν τόλμησε να σηκώσει τα μάτια πάνω του. Ήξερε όμως πως βάδιζε πίσω της, στη γελοία νυφιάτικη πομπή, μαζί με τη μητέρα της, τους τέσσερις αδερφούς της κι έξι θειάδες της με τους συζύγους και τα παιδιά τους, που ο καθένας κρατούσε κι ένα μέρος των προικιών της.
   Δεν πρέπει να κλάψω. Δεν είναι αλήθεια. Όνειρο βλέπω και θα ξυπνήσω.
   Σε λίγο το στριφογυριστό δρομάκι τούς οδήγησε έξω από το δάσος κι άρχισαν ν' ανηφορίζουν στα βουνά. Στο μεγάλο υψόμετρο το πούσι άρχισε να διαλύεται επιτέλους. Καθώς κόντευε μεσημέρι, η ζέστη έγινε αφόρητη. Σταμάτησαν τα καλαμπούρια και τα πειράγματα, δίνοντας τη θέση τους σε λαχανιασμένες ανάσες και πνιχτές βλαστήμιες κάθε που κάποιος γλιστρούσε ή σκόνταφτε στις πέτρες. Κι οι γυναίκες με τα τριζάτα μαύρα κυριακάτικα φουστάνια βάδιζαν σιωπηλές, με τα μάτια καρφωμένα στο επικίνδυνο μονοπάτι, ενώ μέσα τους έκλαιγαν τα καλά παπούτσια τους που θα έβγαιναν άχρηστα.

Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2017

[ AΠΟΛΥΤΟΙ ΠΡΩΤΑΡΗΔΕΣ ]

   
    Ήταν και οι δύο νέοι, μορφωμένοι και παρθένοι εκείνη την πρώτη νύχτα του γάμου τους και, στην εποχή που ζούσαν, μια συζήτηση για σεξουαλικές δυσκολίες ήταν απλώς αδύνατη. Μα ποτέ δεν είναι εύκολο. Είχαν μόλις καθίσει για να δειπνήσουν σ' ένα μικροσκοπικό καθιστικό στον πρώτο όροφο ενός γεωργιανού πανδοχείου. Στο διπλανό δωμάτιο, ορατό μέσα από την ανοιχτή πόρτα, βρισκόταν ένα κρεβάτι με ουρανό, μάλλον στενό, του οποίου το κάλυμμα ήταν ολόλευκο και τόσο αψεγάδιαστα τεντωμένο, σαν να μην το είχε στρώσει ανθρώπινο χέρι. Ο Έντουαρντ δεν ανέφερε ότι δεν είχε μείνει ποτέ πριν σε ξενοδοχείο, δεδομένου ότι η Φλόρενς, που είχε κάνει πολλά ταξίδια με τον πατέρα της ως παιδί, ήταν παλιά καραβάνα. Επιφανειακά, η διάθεσή τους ήταν πολύ καλή. Ο γάμος τους, στην εκκλησία Σεντ Μαίρη στην Οξφόρδη είχε πάει καλά· η τελετή ήταν σεμνή, η δεξίωση κεφάτη, το κατευόδωμα των φίλων από το σχολείο και το κολέγιο ήταν θορυβώδες και εμψυχωτικό. Οι γονείς της δεν ήταν συγκαταβατικοί με τους δικούς του, όπως είχαν φοβηθεί, και η μητέρα του δεν είχε κάνει καμιά σημαντική απρέπεια ούτε είχε ξεχάσει ολωσδιόλου το σκοπό της περίστασης. Το ζευγάρι είχε φύγει με το μικρό αυτοκίνητο της μητέρας της Φλόρενς και είχε φτάσει νωρίς το απόβραδο στο ξενοδοχείο του στην ακτή του Ντόρσετ όπου ο καιρός μπορεί να μην ήταν τέλειος για τα μέσα Ιουλίου ή για τις περιστάσεις, αλλά ήταν πλήρως ικανοποιητικός: δεν έβρεχε, δεν ήταν όμως και αρκετά ζεστά, σύμφωνα με τη Φλόρενς, ώστε να φάνε έξω στη βεράντα όπως είχαν ελπίσει. Ο Έντουαρντ δεν συμμεριζόταν τη γνώμη της, αλλά ευγενικός μέχρι υπερβολής, ούτε του περνούσε απ' το μυαλό να την αντικρούσει μια τέτοια νύχτα.
   Έτρωγαν λοιπόν στα δωμάτιά τους μπροστά στις μισάνοιχτες μπαλκονόπορτες που έβγαζαν στη βεράντα και επέτρεπαν τη θέα ενός τμήματος του Στενού της Μάγχης και της Παραλίας Τσέσιλ με την απέραντη βοτσαλωτή έκταση. Δυο νεαροί με σμόκιν τους σερβίριζαν το φαγητό τους από ένα κυλιόμενο τραπεζάκι παρκαρισμένο έξω στο διάδρομο και το πηγαινέλα τους μέσα σ' αυτή που ήταν γενικώς γνωστή ως η γαμήλια σουίτα έκανε τις στιλβωμένες δρύινες σανίδες να τρίζουν κωμικά μέσα στη σιωπή. Περήφανος και προστατευτικός, ο νεαρός σύζυγος είχε το νου του για οποιαδήποτε χειρονομία ή έκφραση μπορεί να έμοιαζε ειρωνική. Δεν θα είχε ανεχτεί ούτε το παραμικρό κρυφό γελάκι. Όμως τα παλικάρια από το κοντινό χωριό έκαναν τη δουλειά τους με γερτή ράχη και ανέκφραστο πρόσωπο και οι τρόποι τους ήταν αβέβαιοι, τα χέρια τους έτρεμαν όπως τοποθετούσαν διάφορα αντικείμενα πάνω στο κολλαρισμένο λινό τραπεζομάντιλο. Είχαν κι αυτοί τρακ.

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

[ ΈΝΑ ΑΣΗΜΑΝΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ]

  
   Αναρωτιέμαι τι θα 'ταν σήμερα η ζωή μου, αν η κυρία Βαν Χόπερ δεν ήταν σνομπ.
   Είναι αστείο να σκέφτεται κανείς πως η τύχη μου είχε κρεμαστεί, σαν από μια κλωστή, σ' αυτή της την ιδιότητα. Στην αρχή είχα πειραχτεί και βρισκόμουν σε τρομερά δύσκολη θέση. Όταν έβλεπα τους ανθρώπους να γελούν κοροϊδευτικά πίσω από τη ράχη της ή να βγαίνουν με βιάση από την αίθουσα όπου έμπαινε ή και να χάνονται ακόμα στον αντικρινό διάδρομο, πίσω από καμιά πόρτα υπηρεσίας, αισθανόμουνα σαν το παιδί που το δέρνει το αφεντικό του κι είναι ωστόσο υποχρεωμένο να τις τρώει χωρίς να βγάνει μιλιά. Χρόνια τώρα ερχόταν στο ξενοδοχείο της «Κυανής Ακτής» κι εκτός από το μπριτζ, η μόνη της διασκέδαση, πασίγνωστη πια σ' όλο το Μόντε Κάρλο, ήταν να ισχυρίζεται πως ο κάθε εκλεκτός επισκέπτης ήταν φίλος της κι ας μην τον είχε δει παρά μια φορά μόνο στην άλλη άκρη του ταχυδρομείου. Πάντα κατάφερνε να πιάνει γνωριμία και, προτού ακόμη το θύμα της καταλάβει τον κίνδυνο, του πάσερνε μια πρόσκληση για το διαμέρισμά της. Η μεθοδική της επίθεση γινόταν τόσο άμεσα, τόσο απότομα, που σπάνια δινόταν στον άλλο η ευκαιρία να ξεφύγει. Στην «Κυανή Ακτή» είχε αξιώσει την αποκλειστική χρήση ενός καναπέ, στο μακρόστενο σαλονάκι προς την τραπεζαρία. Έπαιρνε εκεί τον καφέ της, ύστερ' από το γεύμα και το δείπνο, και κάθε άνθρωπος που κυκλοφορούσε ήταν υποχρεωμένος να περάσει από μπροστά της. Καμιά φορά με χρησιμοποιούσε σα δόλωμα για να τραβήξει τη λεία της. Κι εγώ, μ' όλο που σιχαινόμουν αυτό το ρόλο, πήγαινα στην άλλη άκρη του σαλονιού να πω να της δανείσουν ένα βιβλίο, μια εφημερίδα ή να της δώσουν τη διεύθυνση ενός καταστήματος ή να καλέσω κάποιον που ανακάλυπτε άξαφνα πως ήταν φίλος κάποιου γνωστού της. Ένιωθε την ανάγκη, μπορεί να πει κανείς, να της σερβίρουν τις προσωπικότητες όπως σερβίρουν στους αρρώστους τη σούπα τους και, μ' όλο που προτιμούσε τους τίτλους, της έφτανε κι όποιος είχε φιγουράρει, έστω και μόνο μια φορά, στην κοσμική κίνηση μιας εφημερίδας, ό,τι και να 'ταν, συγγραφέας, ηθοποιός, καλλιτέχνης ή και πιο παρακατιανός. Φτάνει να 'χε γίνει λόγος γι' αυτόν στη στήλη ενός κουτσομπολιού, φτάνει να 'χε δει τυπωμένο τ' όνομά του.

Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2017

[ ΌΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ]

   
   Η προοπτική μιας δουλειάς χωρίς προβλήματα, που η πρώτη μου ήρεμη επαφή με το περιβάλλον του Θόρνφιλντ Χολ έδειχνε να υπόσχεται, επιβεβαιώθηκε από την καλύτερη γνωριμία με το μέρος και τους κατοίκους του. Η κυρία Φέαρφαξ αποδείχτηκε ότι ήταν ακριβώς αυτό που φαινόταν, μια ήρεμη και ευγενική γυναίκα, με ικανοποιητική μόρφωση και μέτρια εξυπνάδα. Η μαθήτριά μου ήταν ένα ζωηρό παιδί, που το είχαν κακομάθει λιγάκι με το να του κάνουν όλα τα χατίρια και γι' αυτό μερικές φορές ήταν πεισματάρα. Καθώς όμως ήταν εξολοκλήρου αφημένη στη φροντίδα μου και κανενός οι άκριτες επεμβάσεις δεν εμπόδιζαν τα σχέδιά μου για τη βελτίωσή της, ξέχασε σύντομα τις ιδιοτροπίες της και έγινε υπάκουη και εύκολη στη διδασκαλία. Δεν είχε κανένα μεγάλο ταλέντο ούτε κάτι εξαιρετικό στο χαρακτήρα της ούτε ανεπτυγμένα συναισθήματα ή καλαισθησία, τίποτα τέλος πάντων που να την ξεχωρίζει κάπως από τον μέσο όρο των παιδιών της ηλικίας της. Ούτε όμως είχε και καμιά ιδιαίτερη ανικανότητα ή ελάττωμα που να τη ρίχνουν κάτω από το μέσο όρο. Προόδευε φυσιολογικά, μου έδειχνε ζωηρή, αν και όχι πολύ βαθιά, στοργή και με την απλοϊκότητά της, τη χαρούμενη φλυαρία της και τις προσπάθειες που έκανε να με ευχαριστήσει, με έκανε να δεθώ μαζί της, στο βαθμό που χρειαζόταν για να είμαστε ευχαριστημένες όταν βρισκόμασταν μαζί.
   Παρενθετικά θα πω ότι οι άνθρωποι που πιστεύουν σε θεωρίες για την αγγελική φύση των παιδιών και θεωρούν ότι το καθήκον εκείνων που αναλαμβάνουν την διαπαιδαγώγησή τους είναι να τα λατρεύουν σαν είδωλα, ίσως βρουν ότι μιλάω πολύ ψυχρά. Αλλά εγώ δεν γράφω για να ικανοποιήσω τον εγωισμό των γονιών, να αναπαραγάγω υποκριτικές θέσεις και να στηρίξω την απάτη. Απλώς θέλω να πω την αλήθεια. Ένιωθα ένα ευσυνείδητο ενδιαφέρον για την ευτυχία και την πρόοδο της Αντέλ και μια ήρεμη αγάπη για το κοριτσάκι αυτό, όπως ένιωθα ευγνωμοσύνη για την κυρία Φέαρφαξ, για την καλοσύνη της, και η συντροφιά της μου ήταν ευχάριστη, αντίστοιχες με την εκτίμηση που είχε για μένα εκείνη και με τη μετριοπάθεια του μυαλού και του χαρακτήρα της.

Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2017

[ ΣΤΗΝ ΆΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΑΤΛΑΝΤΙΚΟΥ ]

   1845 - 1846
Απελεύθερος
   Η αυγή ξεκλείδωσε το πρωινό προσθέτοντας γκρίζο στο γκρίζο. Το σχοινί τεντώθηκε στη δέστρα. Το νερό πάφλαζε στα πλευρά του Κίνγκσταουν Πίερ. Κατέβηκε από τη σανιδόσκαλα. Είκοσι επτά χρονών. Με μαύρο πανωφόρι και μακρύ γκρίζο κασκόλ. Τα μαλλιά του φουντωτά, με χωρίστρα στη μέση.
   Το λιθόστρωτο υγρό. Τα χνότα των αλόγων άχνιζαν στη σεπτεμβριάτικη καταχνιά. Ο Ντάγκλας κουβάλησε μόνος το δερμάτινο μπαούλο του στην άμαξα που περίμενε: δεν είχε ακόμη συνηθίσει να τον περιμένουν.

   Είχε έρθει στην πατρίδα του Ιρλανδού εκδότη του, του Γουέμπ. Ένα τριώροφο σπίτι στην Οδό Γκρέιτ Μπράνσγουικ, έναν από τους καλύτερους δρόμους του Δουβλίνου. Παρέδωσε το μπαούλο του. Είδε έναν βαλέ να παλεύει με το βάρος του. Στην είσοδο οι υπηρέτες στέκονταν στη σειρά για να τον υποδεχτούν. 
   Κοιμήθηκε όλο το πρωί και το απομεσήμερο. Μια καμαριέρα ετοίμασε ζεστό μπάνιο σε μια βαθιά μεταλλική μπανιέρα. Το γέμισε με μια σκόνη που ανάδινε άρωμα κίτρου. Αποκοιμήθηκε και πάλι, ξύπνησε πανικόβλητος, δεν ήξερε πού βρισκόταν. Πετάχτηκε αστραπιαία από το νερό. Το χνάρι των υγρών του ποδιών στο κρύο πάτωμα. Η πετσέτα τραχιά στο σβέρκο του. Σκούπισε το ανάγλυφο του κορμιού του. Ήταν ευρύστερνος, μυώδης, με ύψος πάνω από ένα και ογδόντα πέντε.
   Κουδούνισμα μακρινής καμπάνας. Μυρωδιά τύρφης στην ατμόσφαιρα. Δουβλίνο. Τι παράξενο που βρισκόταν εδώ: υγρασία, χωματίλα, κρύο.
   Ένα γκονγκ ήχησε από τον κάτω όροφο. Ώρα για το δείπνο. Όρθιος μπροστά στο λαβομάνο, μπροστά στον καθρέφτη, ξυρίστηκε προσεκτικά, ίσιωσε τις ζάρες στο σακάκι του, έσφιξε τη γραβάτα του.
   Στο τελευταίο σκαλί, στην άκρη του διαδρόμου, στάθηκε για μια στιγμή λες κι είχε χάσει τον προσανατολισμό του, αβέβαιος ποια πόρτα να δρασκελίσει. Έσπρωξε μια ν' ανοίξει. Η κουζίνα ήταν γεμάτη ατμούς. Μια καμαριέρα αράδιαζε πιατέλες σ' ένα δίσκο. Τόσο ωχρή. Η εγγύτητά της του προκάλεσε ρίγος.

Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

[ Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΡΙΑ ]

 
 Η Ιρίνα Μπαζίλι έπιασε δουλειά στο Σπίτι του Κορυδαλλού, στα περίχωρα του Μπέρκλεϊ, το 2010, έχοντας κλείσει τα είκοσι τρία της χρόνια και διατηρώντας ελάχιστες ψευδαισθήσεις, αφού από τα δεκαπέντε της άλλαζε τη μια δουλειά μετά την άλλη, μετακινούμενη από πόλη σε πόλη. Δε φανταζόταν πως θα έβρισκε την τέλεια θέση εργασίας σ' εκείνη την πανσιόν για ηλικιωμένους κι ότι τα τρία χρόνια που θ' ακολουθούσαν θα έφτανε να νιώσει και πάλι τόσο ευτυχισμένη όσο υπήρξε όταν ήταν παιδί, πριν πάρει η μοίρα της αλλιώτικες στροφές. Το Σπίτι του Κορυδαλλού, που είχε ιδρυθεί στα μέσα του 1900 προκειμένου να φιλοξενήσει αξιοπρεπώς γέροντες με χαμηλά εισοδήματα, προσέλκυσε εξαρχής, για άγνωστους λόγους, προοδευτικούς διανοούμενους, αποφασισμένους οπαδούς του εσωτερισμού και καλλιτέχνες μικρού βεληνεκούς. Με τον καιρό άλλαξε από πολλές απόψεις, αλλά εξακολουθούσε να χρεώνει ποσά αντίστοιχα με τα έσοδα κάθε τροφίμου, με σκοπό να ενθαρρύνει, θεωρητικά, κάποια κοινωνική και φυλετική πολυμορφία. Στην πράξη, όμως, όλοι κατέληξαν να είναι λευκοί μικροαστοί και η ποικιλομορφία περιορίστηκε σε λεπτές διαφορές μεταξύ εκείνων που ήταν ελεύθεροι στοχαστές, των άλλων που αναζητούσαν λύσεις σε πνευματικό επίπεδο, των κοινωνικών ακτιβιστών και των οικολόγων, των μηδενιστών και κάποιων από τους λίγους χίπηδες που παρέμεναν εν ζωή στην περιοχή του Κόλπου του Σαν Φρανσίσκο.
   Στην πρώτη συνέντευξη, ο διευθυντής αυτής της κοινότητας, ο Χανς Βόιτ, έδωσε στην Ιρίνα να καταλάβει ότι ήταν πολύ νέα για μια τόσο υπεύθυνη θέση, αλλά καθώς έπρεπε να καλύψουν επειγόντως ένα κενό στον τομέα της διοίκησης και της γενικής υποστήριξης, μπορούσε να εργαστεί εκεί προσωρινά, ώσπου να βρουν το κατάλληλο πρόσωπο. Η Ιρίνα σκέφτηκε ότι το ίδιο ακριβώς μπορούσε να ειπωθεί και για κείνον· έμοιαζε με στρουμπουλό αγοράκι με πρόωρη φαλάκρα και σίγουρα το καθήκον της διεύθυνσης εκείνου του ιδρύματος έπεφτε πολύ βαρύ στους ώμους του. Με τον καιρό η κοπέλα θα διαπίστωνε ότι η εμφάνιση του Βόιτ σε ξεγελούσε αν τον έβλεπες από κάποια απόσταση και με κακό φωτισμό, αφού στην πραγματικότητα είχε κλείσει τα πενήντα τέσσερα και είχε αποδείξει πως ήταν ένας εξαίρετος διευθυντής. Η Ιρίνα τον διαβεβαίωσε ότι στην περίπτωσή της η έλλειψη σπουδών αντισταθμιζόταν από την εμπειρία που είχε αποκτήσει στη φροντίδα ηλικιωμένων στη Μολδαβία, τη χώρα καταγωγής της.

Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017

[ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΗΣ ]


   Το να κρύβεσαι ήταν το παν. Το 1905, αμέσως μετά που κλέφτηκαν η Τζίνα και ο Χάρι, η Τζίνα με δυσκολία μπορούσε να κρυφτεί από τον εαυτό της, αλλά ένιωθε μια μικρή παρηγοριά που ήταν άγνωστη μεταξύ αγνώστων. Δεν ήθελε να της κάνουν ερωτήσεις στις οποίες δε θα μπορούσε ν' απαντήσει, ούτε στο Λόρενς αλλά ούτε και στη Βοστόνη.
   Γιατί δε γύρισες στο κολέγιο; Γιατί δε δουλεύει αυτός; Γιατί δεν παντρεύτηκες κανονικά; Πού είναι η οικογένειά του; Τι απόγιναν τα χρήματά του; Μα εκείνος δεν επρόκειτο να παντρευτεί κάποια άλλη;
   Όταν πήγε να συναντήσει τη Βέριτι, μια παλιά της φίλη, δε μίλησαν σχεδόν καθόλου για το παρελθόν γιατί η Βέριτι πνιγόταν στη δουλειά και αδυνατούσε να δει το χαοτικό παρόν που επικρατούσε. 
   Τον περισσότερο καιρό η Τζίνα κρυβόταν από τα απαίσια πράγματα.
   Όχι όμως απ' όλα τα απαίσια πράγματα.
   Η Τζίνα προκειμένου να πείσει τη Βέριτι να βγει από το στενάχωρο διαμέρισμά της στον πέμπτο όροφο του μουντού Μπακ Μπέι και ν' αφήσει τα τέσσερα παιδιά της στον άντρα της, της είπε ότι χρειαζόταν βοήθεια στις αποστολές Αλληλεγγύης όπου δούλευε εθελοντικά τα Σαββατοκύριακα. Μαζί με τη Βέριτι πήγαν στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης στο θάλαμο με τις ετοιμοθάνατες και μετά στη Βιβλιοθήκη της Βοστόνης όπου και ταξινόμησαν κατά είδος τα βιβλία που προέρχονταν από δωρεές. Μετά πήγαν σ' ένα παγωτατζίδικο και κατέληξαν στον Άγιο Λάζαρο, στο Κλάρεντον. Μια κουζίνα είχε στηθεί πρόσφατα στο υπόγειο και τα απογεύματα του Σαββάτου, πριν τον εσπερινό, η Τζίνα βοηθούσε στο συσσίτιο των φτωχών. Της άρεσε να το κάνει πριν μεταλάβει.

Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2017

[ ΔΙΑΨΕΥΣΕΙΣ ]

      Ο βυθός διαδέχτηκε τη Γραμμή του Άδη. Η Γραμμή του Άδη ήταν μια σειρά από καλαμοσκέπαστες εξογκωμένες παράγκες που είχαν χτιστεί πλάι στο ρυάκι, στο Γκρίνχιλ Λέιν. Εκεί μέσα ζούσαν οι ανθρακωρύχοι που εργάζονταν στα μικρά ορυχεία διακόσια μέτρα πιο πέρα. Το ρυάκι περνούσε κάτω από τις σκλήθρες, σχεδόν αμόλυντο από αυτά τα ορυχεία, το κάρβουνο των οποίων ανέβαζαν στην επιφάνεια γαϊδουράκια που έκαναν κουρασμένους κύκλους γύρω από ένα λάκκο. Ίδιους λάκκους είχε όλη η περιοχή και μερικοί από αυτούς είχαν ανοιχτεί από την εποχή του Καρόλου Β', με τους λιγοστούς ανθρακωρύχους και τα γαϊδουράκια τους να χώνονται στο χώμα σαν μυρμήγκια, φτιάχνοντας αλλόκοτα λοφάκια και μαύρα στίγματα ανάμεσα σε σταροχώραφα και πράσινα λιβάδια. Οι παράγκες αυτών των ανθρακωρύχων, ζευγαρωμένες εδώ κι εκεί, μαζί με τα σκόρπια κτήματα και σπίτια των κτηνοτρόφων, που απλώνονταν σε όλη την ενορία, συγκροτούσαν το χωριό Μπέστγουντ.
   Και ξαφνικά, πριν από καμιά εξηνταριά χρόνια, τα πράγματα άλλαξαν. Οι λάκκοι παραμερίστηκαν από τα μεγάλα ορυχεία των κεφαλαιούχων. Ανακαλύφθηκαν απέραντες εκτάσεις με άνθρακα και σίδηρο στο Νοτινχαμσάιρ και στο Νταρμπισάιρ. Έκαναν την εμφάνισή τους οι Κάρστον, Ουέιτ & Σία. Έγινε χαλασμός κόσμου και ο λόρδος Πάλμερστον εγκαινίασε επίσημα το πρώτο ορυχείο της εταιρείας στο Σπίνι Παρκ, στις παρυφές του δάσους του Σέργουντ.
   Περίπου την ίδια εποχή η περιβόητη γραμμή του Άδη, που όσο περνούσε ο καιρός αποκτούσε και χειρότερο όνομα, κάηκε σε μια μεγάλη πυρκαγιά κι ένα μεγάλο μέρος της βρωμιάς χάθηκε μαζί με τους καπνούς.
   Οι Κάρστον, Ουέιτ & Σία διαπίστωσαν ότι είχαν πιάσει την τύχη από τα μαλλιά κι έτσι, κάτω στις κοιλάδες των μικρών ποταμιών από το Σέλμπι και το Νάτολ, ανοίχτηκαν νέα ορυχεία, με αποτέλεσμα να λειτουργούν έξι μέσα σε λίγο καιρό. Ο σιδηρόδρομος ξεκινούσε από το Νάτολ, ψηλά στην αμμόπετρα ανάμεσα στο δάσος, περνούσε μπροστά από την ερειπωμένη μονή των Καρθουσιανών και το πηγάδι του Ρομπέν των Δασών, κατηφόριζε μέχρι το Σπίνι Παρκ, από κει συνέχιζε για το Μίντον, ένα μεγάλο ορυχείο ανάμεσα σε σταροχώραφα, από το Μίντον διέσχιζε τους καλλιεργημένους αγρούς της κοιλάδας δίπλα στο Μπάνκερς Χιλ, σε κείνο το σημείο διακλαδωνόταν και προχωρούσε βόρεια προς το Μπέγκαρλι και το Σέλμπι, που κοιτάζει από ψηλά το Κριτς και τους λόφους του Νταρμπισάιρ. Έξι ορυχεία σαν μαύρα κουμπιά δεμένα με μια ψιλή αλυσίδα, τη γραμμή του τρένου.

Πέμπτη 31 Αυγούστου 2017

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΜΑΛΤΕΖΟΥ

   Στο Κατάκωλο εζούσε ένας Μαλτέζος. Είχε έρθει ψαροναύτης σε μια μαλτέζικη ανεμότρατα, που 'κανε τότε ταχτικά κάθε χρόνο αυτό το ταξίδι για ψάρεμα μαζί με τρεις άλλες, την εποχή των αφθόνων μπαρμπουνιών, που τα παχαίνουν τα νερά του Αλφειού, τα ξεχυνόμενα στις αμμώδεις ακρογιαλιές της Ηλείας και της Ολυμπίας -κι απόμεινε εκεί. 
   Όταν έφτασε ο καιρός να ξαναγυρίσουνε οι σύντροφοί του στη Μάλτα, αυτός ήταν πεσμένος στο κρεβάτι από βαριά αρρώστια -πνευμονία- σε μια μικρή μπαράκα, που βρισκόταν στο ύψωμα της ρίζας του μώλου. Δε μπορούσε να τους ακολουθήσει, αν και βρισκόταν τότε κάπως σε ανάρρωση. Αλλά την ημέρα που εκείνοι μπαρκάρανε, είχε ανασηκωθεί στο κρεβάτι, λογαριάζοντας την ώρα, κι από το παραθυράκι της μπαράκας κοίταζε προς το ανοιχτό πέλαγος, όπου έπλεαν οι τέσσερις μεγάλες βάρκες. Όσες τις χτυπούσε ο άνεμος και τα κεραμιδιά πανιά τους έγερναν μπροστά, έμοιαζαν πελώρια θαλασσοπούλια που εράμφιζαν το κύμα. Τις έβλεπε δυο ολόκληρες ώρες, όσο χρειάσθηκε για να εξαφανισθούν στον ορίζοντα. Και όταν το τελευταίο τους σημάδι χάθηκε κι έμεινε στην ήσυχη γαλάζια θάλασσα μόνο η ασημένια φιδωτή γραμμή του δρόμου τους, τα μάτια του ανθρώπου που απόμεινε πίσω βούρκωσαν. Πρώτη φορά του 'τυχε να βρεθεί μόνος, σε ξένη στεριά. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το είχε περάσει στα νερά ξένων τόπων, στα παράλια της Μεσογείου, όπου αλητεύουν οι ψαρόβαρκες, αλλά ποτέ δεν είχε νιώσει καμιά νοσταλγία. Γιατί πατρίδα του ήταν κάθε βάρκα που δούλευε μαζί με άλλους συμπατριώτες του.

Παρασκευή 28 Ιουλίου 2017

[ ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ ΤΗΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ]

  
   Δεν γινόμαστε ποτέ καλά από αυτό που μας λείπει. Ζούμε με τη νοσταλγία του. Συνηθίζουμε στο τέλος την έλλειψη και μαθαίνουμε να συμβιώνουμε μαζί της. Η Κοραλία Τζάβαλου δεν ανήκε σε εκείνες τις γυναίκες οι οποίες χύνουν μαύρα δάκρυα μπροστά σε μια τέτοια επίγνωση, που, βέβαια, δίχως αυτήν η ζωή θα ήταν μια κόλαση -να λέγεται! Προπαντός τη συγκεκριμένη εποχή κατά την οποία την απασχολούσαν δύο εξίσου σοβαρά θέματα: ο δίχως ανταπόκριση έρωτάς της για τον ξένο που ήρθε από τη θάλασσα και η αναπάντεχη εισβολή της Πιπίνας Μπιμπίκου, της μοιχαλίδας, στη ζωή της.
   Η Πιπίνα είχε γεννηθεί στο πλάτωμα του Ψυρρή ένα καταμεσήμερο του Αυγούστου, που ο ήλιος έψηνε τις πέτρες, η γη έβγαζε ατμούς απ' τα σωθικά της, τα πουλιά βουβαίνονταν πάνω στα δέντρα και οι αδέσποτοι σκύλοι, σκελετωμένοι απ' την πείνα και αφυδατωμένοι απ' τη δίψα, δεν είχαν ούτε τη δύναμη να σηκώσουν το πόδι για να κατουρήσουν και ψοφούσαν στις ρούγες της Αθήνας με τις γλώσσες έξω.
   Το πλάτωμα του Ψυρρή, περιοχή η οποία σύμφωνα με τις ενδείξεις συμπίπτει με τον αρχαίο δήμο του Κολλυτού, από πολύ πριν από την Επανάσταση του '21 ήταν η πιο πυκνοκατοικημένη γειτονιά της Αθήνας και μόνο από γηγενείς Αθηναίους. Καλύβες, χαμοκέλες, τρώγλες, κάποια λαϊκά νεοκλασικά και κάποια υπόγεια σπίτια, δίχως εξωτερικά παράθυρα αλλά με εσωτερικές αυλές, αποτελούσαν τον λαϊκό μαχαλά, ο οποίος ήταν γεμάτος παλιές μεσαιωνικές εκκλησίες, βιοτεχνίες κι εργαστήρια, τα περισσότερα υπαίθρια, πλανόδιους μάστορες και γυρολόγους κι ένα συρφετό από ανθρώπους και κτήνη,  που κινούνταν ολημερίς απ' τη μια άκρη του μαχαλά στην άλλη, σε δουλειά να βρίσκονται.
   Σύμφωνα με όσα θυμόνταν για χρόνια οι γεροντότεροι και διηγούνταν στους καφενέδες αλλά και σαν παραμύθι στα εγγόνια τους τις χειμωνιάτικες νύχτες γύρω απ' τη φωτιά, εκείνη την αποφράδα ημέρα του Αυγούστου του 1799, τρεις ρακένδυτοι κατσίβελοι, πλανόδιοι μουζικάντηδες, είχαν καταφθάσει στο πλάτωμα του Ψυρρή απ' τη Στράτα του Μοριά. Έφερναν μαζί τους τρία ψωραλέα υποζύγια, φορτωμένα μπόγους με λογής λογής κουρελαρίες και μισή ντουζίνα πουτάνες σεινάμενες κουνάμενες, μια από τις οποίες ήταν κι ετοιμόγεννη. Οι Ψυρριώτες ευθύς ένιωσαν στο στήθος κάτι δυνατό και μπερδεμένο να τους κόβει την ανάσα και στον καβάλο μια ανάγκη να χώσουν μέσα το χέρι τους, ενώ οι θεούσες μιλούσαν για το τέλος του κόσμου και άναβαν κεριά στο ναό του Αγίου Αθανασίου (1). Οι κατσίβελοι, ερχόμενοι απ' τη Σπάρτη, είχαν αφήσει στο πέρασμά τους απ' την ελληνική ύπαιθρο μονάχα σκουπιδαριό και βρομερές ακαθαρσίες. Καθώς κατευθύνονταν προς τη Θεσσαλία, ζήτησαν από το λαϊκό πλήθος και τους Τούρκους ζαπτιέδες να τους επιτρέψουν να στήσουν τις σκηνές τους και να ξαποστάσουν στο μαχαλά για μια μέρα. Συγκεκριμένα, στον αυλόγυρο της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου, που είχε και βρύση να νιφτούν και να ξεδιψάσουν. Μέσα στο σαματά που δημιούργησε το σπάνιο θέαμα των ξετσίπωτων γυναικών, των οποίων η σκέψη και μόνο θα συντρόφευε για χρόνια τις νύχτες των Αθηναίων, η ετοιμόγεννη κατσιβέλα, δίχως θόρυβο, δίχως ένα "αχ, βαχ" να ξεφύγει απ΄ τα χείλη της, σύρθηκε πίσω από μια συστάδα από κουτσουπιές στον αυλόγυρο του ναού και ξεψυχώντας μέσα σε ωδίνες, ιδρώτα και βλαστήμιες μιας μελοδραματικής τσιγγάνικης ιστορίας έφερε στον κόσμο ένα κατάξανθο κοριτσάκι με γαλάζια μάτια, αγνώστου πατρός.

Δευτέρα 24 Ιουλίου 2017

[ ΤΟ ΣΗΜΑΔΙ ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΗΣ ]

  
     Ένα πλήθος από γενειοφόρους άντρες, ντυμένοι με μουντά ρούχα και με γκρίζα μυτερά καπέλα στα κεφάλια τους, ανακατωμένοι με πολλές γυναίκες, που άλλες φορούσαν κουκούλες και άλλες είχαν τα κεφάλια τους ακάλυπτα, είχε συγκεντρωθεί μπροστά από ένα ξύλινο κτίριο, με μια βαριά δρύινη πόρτα με πολλά σιδερένια καρφιά.
   Οι ιδρυτές κάθε νέας αποικίας, οποιαδήποτε ουτοπία ανθρώπινης αρετής και ευτυχίας και αν έχουν κατά νου να δημιουργήσουν αρχικά, πιστεύουν πάντα, δίχως καμία απολύτως εξαίρεση, ότι ένα από τα πρώτα πράγματα που πρέπει αναγκαστικά να κάνουν είναι να καθορίσουν ένα μέρος του καινούργιου τόπου για νεκροταφείο και ένα ακόμα για φυλακή. Βάσει αυτού του κανόνα, θα μπορούσαμε να πούμε με απόλυτη βεβαιότητα ότι οι πρόγονοι της Βοστώνης έφτιαξαν σε κοντινή απόσταση από το Κόρνχιλ την πρώτη φυλακή, όταν περίπου έβαζαν τα όρια του πρώτου νεκροταφείου στον κλήρο του Ισαάκ Τζόνσον και τριγύρω από τον τάφο του, που αποτέλεσε και έναν πυρήνα γύρω από τον οποίο συγκεντρώθηκαν σταδιακά όλοι οι τάφοι του παλιού νεκροταφείου του Βασιλικού Παρεκκλησίου. Το σίγουρο είναι ότι, περίπου δεκαπέντε ή είκοσι χρόνια μετά την ίδρυση της πόλης, η ξύλινη φυλακή είχε ήδη πολλά σημάδια των στοιχείων της φύσης και του χρόνου, τα οποία έκαναν ακόμα πιο σκυθρωπή την ήδη ζοφερή και μουντή της πρόσοψη. Η σκουριά που είχε καλύψει τα δεσίματα της βαριάς δρύινης πόρτας φαινόταν να είναι το πιο παλιό πράγμα που υπήρχε στο νέο κόσμο. Όπως όλα τα πράγματα που έχουν να κάνουν με το έγκλημα, έτσι κι αυτή η φυλακή έμοιαζε να μην υπήρξε ποτέ της νέα. Μπροστά σ' αυτό το άσχημο κτίσμα και ανάμεσα σ' αυτό και στο δρόμο, που ήταν αυλακωμένος από τους τροχούς των κάρων, υπήρχε μια πρασιά γεμάτη από κολλιτσίδες, αμάραντους, φυσαλίδες και διάφορα άλλα τέτοια παρασιτικά φυτά, που σίγουρα είχαν ανακαλύψει κάτι συγγενικό στο χώμα το οποίο τόσο νωρίς είχε βγάλει από μέσα του το ζοφερό άνθος της πολιτισμένης κοινωνίας, τη φυλακή. Ωστόσο, στη μια πλευρά της εισόδου, ριζωμένη σχεδόν στο κατώφλι του κτιρίου, υπήρχε μια άγρια τριανταφυλλιά, γεμάτη -καθώς ήταν πια Ιούνιος- με τα λεπτεπίλεπτα στολίδια της, που θα μπορούσε να πει κανείς ότι χάριζαν το άρωμά τους και την τόσο ευαίσθητη ομορφιά τους σε όλους τους φυλακισμένους, καθώς έμπαιναν μέσα στη φυλακή, και σε όλους τους κατάδικους, καθώς έβγαιναν από κει για να βρεθούν με το πεπρωμένο τους -ένα σημάδι ότι η Φύση μπορούσε να φανεί συμπονετική απέναντί τους και να τους αντιμετωπίζει με καλοσύνη.

Τρίτη 11 Ιουλίου 2017

ΈΝΑΣ ΜΙΚΡΟΣ ΑΘΩΟΣ ΔΗΜΙΟΣ

  
    Ένα νέο πρόσωπο άρχισε ν' ανεβαίνει τη σκάλα. Φορούσε ασιδέρωτα παραμελημένα ρούχα κι έσερνε ξοπίσω τα πόδια του σαν ουρές. Δεν είχε ούτε χαρά ούτε βιασύνη. Ο επόπτης τσεκάρισε τ' όνομά του. Φίλιπ Στόκερ.
   Κανένας δεν τον έφερε. Ήρθε ολομόναχος με άδεια χέρια, χωρίς αποσκευές, σαν να βγήκε στο διπλανό καπνοπωλείο για ν' αγοράσει τσιγάρα. 
   Έφτανε όμως να του ρίξεις μια πιο προσεχτική ματιά για να καταλάβεις ότι κείνο που 'λειπε από κείνον τον ταξιδιώτη δεν ήταν η βαλίτσα. Ήταν κάτι άλλο, άγνωστο, που τ' άφησε σ' έναν επίσης άγνωστο τόπο.
   Όχι μια αποσκευή. Του 'λειπε η ίδια η δύναμη να δεχτεί τη ζωή... Απουσίαζε από πάνω του ως κι η απλή νοημοσύνη ενός ζώου.
   Ανέβηκε τη σκάλα σαν υπνοβάτης ψάχνοντας με το χέρι του να βρει τα κάγκελα για να στηριχτεί. Ήταν ένα τραγικό, ακυβέρνητο πλάσμα...
   Ο ελεγκτής τον κοίταξε παραξενεμένος κι έξυσε με το μολύβι το τσουλούφι του. Μια ξανθιά συνοδός τον οδήγησε προσεχτικά στη θέση του. Κείνος κάθισε, έκλεισε τα μάτια και παραδόθηκε στην ανυπαρξία του. Δεν ήταν ούτε είκοσι πέντε χρονών, καστανός, με ισκιερά γκριζωπά μάτια. Οι τσέπες του ήταν άδειες. Μια φωτογραφία μιας ηλικιωμένης γυναίκας ήταν όλη κι όλη η περιουσία του. Ήταν μια γριούλα με μπαμπακένια μαλλιά, που σε κοιτούσε με κάτι παρακαλεστικά μάτια...
   Η συνοδός τον τοποθέτησε με υπηρεσιακή απάθεια κι απομακρύνθηκε.
   Δεν ήταν δική της δουλειά να εμβαθύνει στου ενός και του άλλου τα αισθήματα. Τα κορίτσια αυτής της δουλειάς σιγά σιγά αποχτούν την απάθεια που 'χουν οι νοσοκόμες. Τούτη, όμως, τη φορά η συνοδός με τα ξανθά μαλλιά δεν μπόρεσε να μείνει ως το τέλος αδιάφορη. Είχε τέτοιον αφανισμό κείνος ο νέος, τόσην ερημιά, που, και πέτρινος να 'σουν, θ' αναρωτιόσουν τι έχει. Μα ποιος τάχα να ήταν ο προορισμός του ταξιδιού ενός τόσο απελπισμένου ανθρώπου; Και ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος; Τώρα τίποτα, κανένας. Πριν από λίγα χρόνια ήταν ο Φιλ Στόκερ, ένα καλοχτενισμένο παλικάρι, γελαστό και ήσυχο από μιαν ανατολική γειτονιά του Σαν Φρανσίσκο. Καθόταν με τη μητέρα του σ' ένα χαρωπό σπιτάκι γεμάτο λουλούδια και στοργή. Ο Φιλ αγαπούσε τα γλυκά, τα μπαλόνια που πετούσαν στον αέρα και τα χρωματιστά μικρά μπουκάλια -προπάντων τα γαλάζια. Αυτό έγινε από τότε που ο πατέρας του τού έφερε μέσα σ' ένα απ' αυτά ένα πηχτό σιρόπι που μοσκοβολούσε τριαντάφυλλα. Ο πατέρας δεν έμενε πολύν καιρό στο σπίτι. Τριγύριζε τον κόσμο μ' ένα βαπόρι που ζήτημα ήταν αν έπιανε τρεις φορές το χρόνο στο λιμάνι τους. Φορούσε μαύρα ρούχα με κίτρινα χρωματιστά κουμπιά, που μύριζαν πάντα ναφθαλίνη. Αυτή η μυρουδιά του έμεινε από τότε και, κάθε φορά που τύχαινε να τη νιώσει, βουρκώναν τα μάτια του. Θυμάται πως τον ζηλεύανε όλα τα παιδιά γι' αυτόν τον πατέρα. Ήταν λιγνός, καλομίλητος σ' όλους, με κυματιστά μαύρα μαλλιά. Πνίγηκε στον πόλεμο, στη μέση του ωκεανού, και κανείς πια δεν έμαθε τίποτα γι' αυτόν. Μια μέρα, λέει, το βαπόρι τους συναπαντήθηκε μ' ένα υποβρύχιο στ' ανοιχτά της Καραϊβικής που, χωρίς καμιά προειδοποίηση, τους έστειλε μια τορπίλα. Ήταν ίσα ίσα, στον ωκεανό. Κι όλοι έλεγαν πως ήταν τόσο βαθιά τα νερά εκεί, που μπορεί, κι ως αυτή την ώρα που μιλάμε, ο πατέρας να μην έχει φτάσει στον πάτο. 

Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017

[ ΤΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ ]

   
   Η οικογένεια της Ελίζας Σόμερς και του Τάο Τσι΄έν έμενε σ' ένα ευρύχωρο και άνετο σπίτι, πιο στέρεο και καλύτερης κατασκευής από τα υπόλοιπα στην Τσάιναταουν. Τριγύρω όλοι μιλούσαν κυρίως καντονέζικα και όλα, από το φαγητό μέχρι τις εφημερίδες, ήταν κενέζικα. Σε αρκετά τετράγωνα απόσταση βρισκόταν η ισπανική συνοικία, όπου η Ελίζα Σόμερς συνήθιζε να τριγυρίζει για την ευχαρίστηση να μιλάει ισπανικά, αλλά η μέρα της περνούσε ανάμεσα σε Αμερικανούς γύρω από την Πλατεία της Ένωσης, όπου βρισκόταν το κομψό τεϊοποτείο της. Με τα γλυκά της είχε από την αρχή βοηθήσει στη συντήρηση της οικογένειας, γιατί μεγάλο μέρος από το εισόδημα του Τάο Τσι΄έν κατέληγε σε ξένα χέρια· τα χρήματα που δεν πήγαιναν στη βοήθεια των φτωχών Κινέζων εργατών όταν αρρώσταιναν ή δυστυχούσαν, μπορούσαν να καταλήξουν στους παράνομους πλειστηριασμούς των σκλαβωμένων κοριτσιών. Η διάσωση αυτών των κοριτσιών από μια ζωή ατίμωσης είχε γίνει ιερή αποστολή του Τάο Τσι΄έν -έτσι το έβλεπε η Ελίζα Σόμερς από την αρχή και το δέχτηκε σαν άλλο ένα χαρακτηριστικό του άντρα της, άλλο ένα λόγο από τους πολλούς που την έκαναν να τον αγαπάει. Έφτιαξε την επιχείρηση του ζαχαροπλαστείου για να μην τον βασανίζει με απαιτήσεις για χρήματα· χρειαζόταν ανεξαρτησία για να δώσει στα παιδιά της την καλύτερη αμερικάνικη μόρφωση, αφού ήθελε ν' αφομοιωθούν εντελώς στις Ηνωμένες Πολιτείες και να ζήσουν χωρίς τους περιορισμούς που υπήρχαν για τους Κινέζους και τους Ισπανόφωνους. Με τη Λυν τα είχε καταφέρει, αλλά με τον Λάκυ τα σχέδιά της απέτυχαν, γιατί ο νεαρός ήταν περήφανος για την καταγωγή του και δεν ήθελε να φύγει από την Τσάιναταουν.
   Η Λυν λάτρευε τον πατέρα της - ήταν αδύνατο να μην αγαπάει κανείς αυτόν τον γλυκό και γεναιόδωρο άνθρωπο- αλλά ντρεπόταν για τη ράτσα της. Συνειδητοποίησε πολύ γρήγορα πως ο μόνος τόπος για τους Κινέζους ήταν η συνοικία τους, γιατί στην υπόλοιπη πόλη τούς σιχαίνονταν. Το αγαπημένο άθλημα των λευκών νεαρών ήταν να πετροβολούν τους Ουράνιους ή να τους κόβουν την κοτσίδα, αφού τους έσπαζαν στο ξύλο. Η Λυν, όπως και η μητέρα της, ζούσε με το ένα πόδι στην Κίνα και με το άλλο στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι δυο τους μιλούσαν μόνο αγγλικά και χτενίζονταν και ντύνονταν με την αμερικάνικη μόδα, αν και μέσα στο σπίτι συνήθιζαν να φοράνε πουκαμίσα και μεταξωτό παντελόνι. Η Λυν, εκτός από τα μακριά κόκαλα και τα σχιστά μάτια, είχε πάρει πολύ λίγα από τον πατέρα της, κι ακόμα πιο λίγα από τη μητέρα της· κανείς δεν ήξερε από πού προερχόταν η σπάνια ομορφιά της. Ποτέ δεν της είχαν επιτρέψει να παίξει στο δρόμο, όπως έκανε ο αδελφός της Λάκυ, γιατί στην Τσάιναταουν οι ενάρετες γυναίκες και οι κοπέλες από καλές οικογένειες ζούσαν εντελώς απομονωμένες. Στις λίγες περιστάσεις που έβγαινε στη συνοικία, κρατούσε το χέρι του πατέρα της και είχε το βλέμμα καρφωμένο καταγής, για να μην προκαλεί το σχεδόν ολοκληρωτικά αρσενικό πλήθος. Και οι δυο τραβούσαν την προσοχή, εκείνη με την ομορφιά της κι εκείνος επειδή ντυνόταν όπως οι Γιάνκηδες. Ο Τάο Τσι΄έν είχε εγκαταλείψει πριν από πολλά χρόνια την παραδοσιακή κοτσίδα των δικών του και είχε κοντά μαλλιά χτενισμένα με μπριγιαντίνη προς τα πίσω, φορούσε άψογο μαύρο κοστούμι, πουκάμισο με κολλαρισμένο γιακά και ψηλό καπέλο. Έξω από την Τσάιναταουν, ωστόσο, η Λυν κυκλοφορούσε εντελώς ελεύθερα, σαν οποιαδήποτε λευκή κοπέλα. Είχε μορφωθεί σ' ένα σχολείο πρεσβυτεριανών, όπου είχε μάθει τα βασικά στοιχεία του χριστιανισμού, που μαζί με την άσκηση του βουδισμού από τον πατέρα της κατέληξαν να την πείσουν πως ο Χριστός είναι μετενσάρκωση του Βούδα. Πήγαινε μόνη για ψώνια, για τα μαθήματα του πιάνου και στα σπίτια των συμμαθητριών της. Τα απογεύματα καθόταν στο τεϊοποτείο της μητέρας της, όπου μελετούσε τα μαθήματά της και διασκέδαζε ξαναδιαβάζοντας τα ρομαντικά μυθιστορήματα που αγόραζε για μερικά σεντς ή που της έστελνε η μεγάλη θεία της Ρόουζ από το Λονδίνο. Άδικα πήγαν οι προσπάθειες της Ελίζας Σόμερς να την κάνει να ενδιαφερθεί για την κουζίνα ή για κάποια άλλη οικιακή δραστηριότητα· η κόρη της δεν έμοιαζε να είναι φτιαγμένη για τις καθημερινές δουλειές.

Σάββατο 17 Ιουνίου 2017

ΣΤΟΝ ΑΦΡΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ


   Αμίλητη και λευκή σα φάντασμα, με το κεφάλι σκυμμένο, τον συντρόφεψε η Ουρανίτσα ως την αυλόπορτα, φέγγοντάς του με το λυχνάρι, ανάμεσα στ' ανθισμένα δένδρα. Βαστούσε το λυχνάρι ψηλά, σαν να ήθελε να κρύψει το πρόσωπό της μες στο σκοτάδι.
   "Αφήνομε υγεία!" είπε ο Γιαννιός. "Να μη στενοχωριέσαι. Απ' το πρώτο λιμάνι θα σας κάνω γράμμα. Και πάλε εδώ είμαστε..."
   Έσκυψε και τη φίλησε κρυφά στο σκοτάδι, ντροπαλός σαν κορίτσι.
   "Καληνύχτα!" είπε η Ουρανίτσα ξερά-ξερά.
   Ήθελε να του πει κατευόδιο, καλή αντάμωση, χίλια λόγια ήθελε να του πει.
   "Καληνύχτα!" ξαναείπε.
   Στάθηκε και τον κοίταξε ως που έστριψε το σοκάκι. Τα βαριά του υποδήματα κτυπούσαν απάνω στα καλντερίμια. Σε λίγο δεν άκουγε τίποτε, μα στεκότανε ακόμα φέγγοντας με το λυχνάρι στον έρημο δρόμο. Έπειτα σήκωσε την ποδιά της στα μάτια, πέρασε στην αυλή ανάμεσ' από τα δένδρα και γύρισε στο σπίτι.
   Δεν είχε περάσει μια βδομάδα που άλλαξαν δαχτυλίδια. Ακόμα δεν τον είχε καλογνωρίσει τον αρραβωνιαστικό της, μα της φαινότανε πως τον γνώριζε χρόνια, τώρα που τον έχανε. 
   "Αυτά έχουνε οι γυναίκες των θαλασσινών" της το είχε ειπεί η μάνα της. Και με όλα αυτά θαλασσινόν ήθελε η Ουρανίτσα. Ήταν παιδί της θάλασσας. Το σόι της ένα σόι μαρινάρων. Πες πως είχε αναστηθεί μες στη θάλασσα. Το σπίτι τους μύριζε κατράμι. Δεν ήταν σπίτι, ήταν καράβι· μόνο τ' άρμενα που του 'λειπαν. Καθώς ήταν απάνω στο γιαλό, όταν έπαιρνε η σοροκάδα, σάλευε αλάκερο σαν να ταξίδευε καταμεσής του πελάγου. Τα κύματα που έσπαζαν στο μώλο, ξέπλεναν τα τζάμια του και θαλάσσωναν το πάτωμα, σαν κουβέρτα καραβιού. Μόνο τ' άρμενα που του 'λειπαν.
   Η νύχτα δεν περνούσε από την ώρα που άφησε υγεία ο Γιαννιός. Τα μεσάνυχτα η σοροκάδα είχε δυναμώσει, χαλούσε κόσμο. Η Ουρανίτσα συντρόφευε τον πατέρα της στο νυχτέρι.
   "Δεν πας να γύρεις, βρε κορίτσι; Για μένα κάθεσαι;"
   "Σ' αφήνει να κοιμηθείς κι αυτή η τρελονοτιά; Λες και θα γκρεμιστεί το σπίτι!" είπε η Ουρανίτσα.
   Ο καπετάν Λαλεχός, ο πατέρας της, δεν καταλάβαινε από γυναίκειους καημούς. 

Πέμπτη 8 Ιουνίου 2017

[ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΓΟΡΓΟΝΑΣ ]

   "Τα μάτια της Γοργόνας! Τα μάτια της Γοργόνας, Παναγιά μου!" έβαλα φωνή γεμάτη έξαψη και ταραχή μόλις πρωταντίκρισα το νεογέννητο ανιψάκι μου. Κορίτσι.
   Αυτό με κοίταζε ήρεμο και σκεπτικό, σαν σοφός ενήλικας, με μάτια ομιλητικά μα και βουβά. Δεν ξέρω πώς, αλλά μου φάνηκε πως εκείνα τα μάτια φύλαγαν κάποια μυστικά. Επτασφράγιστα. Άλλωστε και της άλλης τα μάτια πέρα στην παραλία γεμάτα κρυφές εικόνες και ανάκουστες φωνές έδειχναν. Το νεογνό χορτάτο, φρεσκοπλυμένο, φρεσκοαλλαγμένο, μοσχοβόλαγε. Βύζαγμα και ταλκ, καινούργιας προφανώς κι άγνωστής μου οσμής, κι εκείνη τη μυρωδιά που αναδίνουν όλα τα μωρά και που όταν την οσφραίνεσαι μισονυστάζεις από τη γλύκα και την πραότητα. Η λεχώνα και αδελφή μου είχε ήδη αποκοιμηθεί, με απλωμένα τα ξέπλεκα μαλλιά στα μαξιλάρια και μόλις ακουμπισμένο το δεξιό της χέρι επάνω στο κουβερτάκι του.
   "Τα μάτια της Γοργόνας!" μίλησα χαμηλόφωνα τώρα, απευθυνόμενη στη μητέρα μου που καταγινόταν με κάτι ασπρόρουχα στην άλλη άκρη της κρεβατοκάμαρας.
   Εκείνη με κοίταξε με όψη εμφανώς πιο νεανική και πιο χαρμόσυνη. Μύριζε γλυκό του κουταλιού και σαπούνι "Μασσαλία",  μα μετά τους πρώτους ενθουσιασμούς και τα συχαρίκια άρχισε να με παρατηρεί που δεν ήμουν παρούσα, ως ώφειλα, στον τοκετό της αδελφής μου και πως προς το παρόν παράβλεπε το ατόπημά μου για χάρη του ευτυχούς γεγονότος. Έπειτα με έστειλε στην τραπεζαρία να κεραστώ για τα καλορίζικα. Έτσι καταντροπιασμένη, σαν βρεγμένη γάτα, εγκατέλειψα λεχώνα και νεογέννητο.
   Η αλήθεια είναι ότι είχα όλη την καλή διάθεση να παρασταθώ, κάπως να φανώ χρήσιμη στα γεννητούρια, που τα περίμενα αδημονώντας μέρες. Για το φύλο του μωρού ήμασταν σίγουροι, η κοιλιά της αδελφής μου κοίταζε χαμηλά, προς τα κάτω, χώρια που ξάφνου της είχαν φυτρώσει μια δυο πανάδες στο μέχρι τότε ολοκάθαρο πρόσωπο, και επιπλέον η γιαγιά είχε δοκιμάσει το κόλπο με τα σπόρια από πορτοκάλι: είχε ανάψει φωτιά, την είχε αφήσει να κάψει καλά, να χωνέψει, κι εκεί μέσα έριξε τα κουκούτσια μήπως σκάσουν, οπότε θα είχαμε τον γιο, αλλά αυτά παρέμειναν κλειστά, και τα έξι, και τότε γύρισε κοίταξε την αδελφή μου: 
   "Της καλομάνας το παιδί το πρώτο είναι κορίτσι", της θύμισε τη γνωστή παροιμία, μα είχε μια χροιά στωικότητας η πάντοτε ήσυχη φωνή.

Κυριακή 28 Μαΐου 2017

[ ΈΛΛΕΙΨΗ ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΗΣ ] - Ε' ΜΕΡΟΣ

   Είχε έρθει μια νοσοκόμα που θα έμενε μέχρι να διαφύγει η Μέγκι εντελώς τον κίνδυνο. Ο γιατρός κι η μαμή έφυγαν, ενώ η Ανν, ο Λούντυ κι ο Αρχιεπίσκοπος πήγαν να δουν τη Μέγκι.
   Έμοιαζε τόσο μικρούλα και εξαντλημένη στο διπλό κρεβάτι που ο Αρχιεπίσκοπος Ραλφ αναγκάστηκε ν' αποθηκεύσει έναν ακόμα ξεχωριστό πόνο στα βάθη του νου του, που θα τον ξεχώνιαζε αργότερα, να τον μελετήσει και να τον αντέξει. Μέγκι, κουρελιασμένη και νικημένη μου Μέγκι... θα σ' αγαπώ πάντα, όμως δεν μπορώ να σου δώσω αυτό που σου έδωσε ο Λιουκ Ο' Νηλ, έστω και με τόση απροθυμία.
   Το ανθρώπινο πλασματάκι που ήταν υπεύθυνο για όλ' αυτά βρισκόταν σ' ένα καλάθι στη γωνιά της κάμαρας και διόλου δε φαινόταν να εκτιμάει την προσοχή που του έδειχναν όσο στέκονταν ολόγυρα κοιτώντας το. Ούρλιαζε γεμάτο θυμό και νεύρα και συνέχιζε να ουρλιάζει δίχως σταματημό. Τέλος, η νοσοκόμα το πήρε μαζί με την κούνια του κι όλα του τα συμπράγκαλα και το πήγε στο δωματιάκι που του είχαν ετοιμάσει για δικό του. 
   "Πάντως τα πνευμόνια της είναι σίγουρα μια χαρά", είπε χαμογελώντας ο Αρχιεπίσκοπος Ραλφ, ενώ καθόταν στην άκρη του κρεβατιού κι έπαιρνε το λευκό χέρι της Μέγκι στα δικά του.
   "Μου φαίνεται πως δεν της αρέσει και πολύ ο κόσμος μας", αποκρίθηκε η Μέγκι αντιγυρίζοντάς του το χαμόγελο. Πόσο μεγαλύτερος φαινόταν! Λυγερός και καλοφτιαγμένος όπως πάντα, μα απίστευτα μεγαλύτερος συνάμα. Στράφηκε στην Ανν και στον Λούντυ και τους άπλωσε το άλλο της χέρι. "Αγαπημένοι μου, καλοί μου φίλοι! Τι θα γινόμουν χωρίς εσάς; Είχαμε κανένα νέο από τον Λιουκ;"
   "Έστειλε ένα τηλεγράφημα και λέει πως έχει πολλή δουλειά και δεν μπορεί να 'ρθει, μα σου εύχεται καλή τύχη".
   "Μεγάλη του καλοσύνη!" είπε η Μέγκι. 

Σάββατο 27 Μαΐου 2017

[ ΈΛΛΕΙΨΗ ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΗΣ ] - Δ' ΜΕΡΟΣ

  
   Το κομποσκοίνι του και η Σύνοψη βρίσκονταν σ' ένα πλαϊνό τραπεζάκι. Ο Επίσκοπος Ραλφ άπλωσε να πιάσει το κομποσκοίνι κι έτσι που έτρεμαν τα χέρια του έριξε κατά λάθος χάμω τη Σύνοψη. Άνοιξε στη μέση πέφτοντας. Ο Αρχιεπίσκοπος, που ήταν πιο κοντά, τη σήκωσε και κοίταξε με περιέργεια το καφετί ξεραμένο λουλούδι που κάποτε ήταν τριαντάφυλλο.
   "Καταπληκτικό! Γιατί το κρατάς αυτό το πράγμα; Είναι κάποιο ενθύμιο από το σπίτι σου; Από τη μητέρα σου ίσως;"
   Τα μάτια που έβλεπαν πίσω από τις πανουργίες, τις ψευτιές και τις απάτες ήταν καρφωμένα ίσια στα δικά του κι εκείνος δεν πρόφταινε να κρύψει τη συγκίνησή του ή το φόβο του. "Όχι". Έκανε μια γκριμάτσα. "Δεν έχω αναμνηστικά από τη μητέρα μου".
   "Θα πρέπει όμως να σημαίνει πολλά για σένα για να το φυλάς μέσα στις σελίδες του πιο αγαπημένου σου βιβλίου. Πού το βρήκες; Για ποιο πράγμα μιλάει στην καρδιά σου;"
   "Για μια αγάπη τόσο αγνή σαν κι αυτή που έχω για το Θεό μου. Δε μολύνει το βιβλίο μου, Βιτόριο, το τιμάει".
   "Αυτό το υπέθεσα γιατί σε ξέρω. Μα μήπως είναι μια αγάπη που βάζει σε κίνδυνο την αγάπη σου για την Εκκλησία;"
   "Όχι. Ήταν για την Εκκλησία που την απαρνήθηκα, που θα την απαρνιέμαι πάντα. Την έχω ξεπεράσει, έχω προχωρήσει πολύ πιο πέρα απ' όλα αυτά και δεν μπορώ πια να κάνω πίσω".
   "Επιτέλους καταλαβαίνω τη θλίψη σου! Αγαπητέ μου Ραλφ, δεν είναι τόσο άσχημο όσο νομίζεις, πίστεψέ με. Θα κάνεις στη ζωή σου καλό σε πολλούς ανθρώπους, θ' αγαπηθείς από πολλούς ανθρώπους. Κι η κοπέλα, έχοντας τη σιγουριά της αγάπης που υποδηλώνει αυτό το παλιό ενθύμιο, δε θα νιώσει στερημένη ποτέ στη ζωή της. Γιατί κράτησες και την αγάπη μαζί με το τριαντάφυλλο".
   "Φοβάμαι πως δε με καταλαβαίνει καθόλου".
   "Α, όχι, αν την έχεις αγαπήσει έτσι, τότε θα πρόκειται για μια γυναίκα ικανή να καταλάβει. Αλλιώς θα την είχες ξεχάσει και θα 'χες πετάξει από πολύ καιρό το ενθύμιό της".
   "Ήταν κάποιες φορές που γονάτιζα με τις ώρες και προσευχόμουν για να βρω τη δύναμη να μην αφήσω τη θέση μου, να μην τρέξω κοντά της".
   Ο Αρχιεπίσκοπος άφησε την πολύθρόνα κι ήρθε να γονατίσει πλάι στο φίλο του. Εκτός από το Θεό και την Εκκλησία, που τα 'βλεπε σαν δύο έννοιες αξεχώριστες, λίγα πράγματα είχε αγαπήσει τόσο όσο τον όμορφο αυτόν άντρα.
   "Δε θα τα παρατήσεις, Ραλφ, και το ξέρεις πολύ καλά. Ανήκεις στην Εκκλησία, πάντα της ανήκες και πάντα θα της ανήκεις. Για σένα έχει πραγματικά νόημα η αποστολή σου, είσαι φτιαγμένος γι' αυτήν. Έλα να προσευχηθούμε τώρα και να το ξέρεις πως όσο ζω θ' αναφέρω  και το ρόδο σου στις προσευχές μου από δω και πέρα. Ο Αγαπημένος μας Θεός μάς στέλνει πολλές πίκρες και πολλές οδύνες, που πρέπει να μάθουμε να τις αντέχουμε για να κατακτήσουμε την αιωνιότητα, τόσο εσύ όσο κι εγώ".   

Παρασκευή 12 Μαΐου 2017

[ ΈΛΛΕΙΨΗ ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΗΣ] - Γ' ΜΕΡΟΣ

 
    Τον Ιούνη του 1936, κάποια Κυριακή, εμφανίστηκαν μαζί ο Λιουκ κι ο Αρν, μοιάζοντας πολύ ευχαριστημένοι με τον εαυτό τους. Είχαν έρθει, είπαν, να πάρουν τη Μέγκι και να την πάνε να διασκεδάσει στ' αλήθεια, σε μια σκοτσέζικη λαϊκή γιορτή, το "κέιλι". 
   Αντίθετα με τη γενική τάση των εθνικών μειονοτήτων της Αυστραλίας να σκορπίζουν και ν' αφομοιώνονται από τους ντόπιους με τα χρόνια, στη χερσόνησο του Βόρειου Κουήνσλαντ οι μειονότητες διατηρούσαν με πάθος τις παραδόσεις τους -κι οι μειονότητες αυτές ήταν βασικά οι Κινέζοι, οι Ιταλοί, οι Γερμανοί κι οι Σκοτσέζοι-Ιρλανδοί, που αποτελούσαν και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Έτσι, όταν γινόταν κάποιο κέιλι, κατέφταναν όλοι οι Σκοτσέζοι που ζούσαν στην περιοχή. 
   Για μεγάλη έκπληξη της Μέγκι, ο Λιουκ κι ο Αρν φορούσαν κιλτ, τη λαϊκή σκοτσέζικη φορεσιά, κι ήταν, συλλογίστηκε μόλις κατάφερε να πάρει ξανά μια ανάσα, πανένορφοι κι οι δυο τους. Τίποτε δε φαντάζει πιο αρρενωπό πάνω σ' έναν αρρενωπό άντρα από το κιλτ, γιατί η πλούσια πλισαρισμένη φούστα κυματίζει πίσω και στέκει ολόισια στο μπροστινό φύλλο και το τσαντάκι, που κρέμεται από τη μέση, μοιάζει σαν να βρίσκεται εκεί για να προστατέψει τα λαγόνια τους και κάτω από το μέχρι το γόνατο στρίφωμα προβάλλουν δυνατά, καλοφτιαγμένα πόδια με κάλτσες καρό και παπούτσια με αγκράφες. Έκανε πολύ ζέστη για να βάλουν τις ζακέτες και το σάλι της φορεσιάς κι έτσι είχαν βολευτεί με άσπρα πουκάμισα ανοιχτά στο στήθος, με τα μανίκια ανασηκωμένα μέχρι τους αγκώνες.
   "Τι είν' αυτό το κέιλι;" ρώτησε η Μέγκι την ώρα που ξεκινούσαν.
   "Έτσι λέγεται στα κέλτικα ο μαζωμός, το πανηγύρι".  
    "Κι εσείς γιατί στο καλό φοράτε κιλτ;"
  "Γιατί αλλιώς δε θα μας άφηναν να μπούμε και πηγαίνουμε πάντα έτσι σ' όλα τα κέιλι που γίνονται από το Μπρις ως το Καιρνς".
   "Έτσι, ε; Φαντάζομαι πως θα πρέπει να γίνονται αρκετά, γιατί αλλιώς ο Λιουκ δε θα 'δινε ποτέ τα χρήματα που χρειάζονται για ν' αγοράσει ένα κιλτ. Δεν έχω δίκιο, Αρν;"
   "Κάπου κάπου πρέπει να λασκάρω κι εγώ λιγάκι", έκανε ο Λιουκ με ύφος αμυντικό.