Η Σιμπίλια ένιωθε σαν μεθυσμένη εκείνο το πρωί που ταξίδευε για την Τάιτα από το σπίτι της στην Τσιορίνια. Δε λυπάμαι ούτε φοβάμαι, προσπαθούσε να παρηγορήσει τον εαυτό της. Τι έχω να φοβηθώ; Ήταν αδύνατο να συμβαίνουν όλα αυτά σ' εκείνη, τη Σιμπίλια Σιλβάνι, αγαπημένη των καλογραιών στο μοναστήρι, αριστούχο, σολίστα της χορωδίας, πρώτη στο μάθημα των αγγλικών, ηλικίας δεκαέξι χρονών και δύο μηνών. Α όχι, το εφιαλτικό ταξίδι στη ράχη του ράθυμου μουλαριού δεν ήταν παρά ένα κακό όνειρο. Η αίσθηση του εξωπραγματικού την τύλιγε σ' ένα προστατευτικό κουκούλι.
Κοιτούσε δεξιά ζερβά, σαν σε όνειρο, καθώς περνούσαν μέσα από το δάσος Τέρι. Οι εικόνες ήταν συγκεχυμένες και θολές γιατί φορούσε βέλο -ηλιαχτίδες διαπερνούσαν το αχνό πούσι, πυκνά φυλλώματα αιωνόβιων δέντρων σκοτείνιαζαν το δρόμο τους, μερικά καλοθρεμμένα γουρούνια μασουλούσαν καρύδια και βατόμουρα και κυλιόνταν σε μια λιμνούλα λάσπης.
Άνθρωποι φώναζαν και γελούσαν. Ανάμεσα στις φωνές ξεχώριζε εκείνη του πατέρα της που, κατά τα φαινόμενα, μην έχοντας τίποτε καλύτερο να κάνει, αστειευόταν με τους φίλους του.
"Βόηθα με, Παναγιά μου, κάνε να είναι όλα ένα κακό όνειρο".
Πριν από μια βδομάδα μόλις, ούτε που υποπτευόταν ότι ο κόσμος της θα γυρίσει τα πάνω κάτω. Θα πήγαινε άλλον ένα χρόνο στο σχολείο, η μητέρα της επέμενε πάνω σε αυτό. Ωστόσο, την περασμένη βδομάδα, ο μπαμπάς τούς ανακοίνωσε τα σχέδιά του. Η μαμά έκλαψε αλλά η Σιμπίλια δεν έχυσε δάκρυ. Ήταν τόση η κατάπληξή της που δεν μπορούσε ούτε να κλάψει. Μέχρι τότε πίστευε ότι ο πατέρας της την αγαπούσε. Εκείνη τη μέρα, όμως, ορκίστηκε να μην του ξαναμιλήσει ποτέ στη ζωή της.
Όσο για τον Μισέλ, τον μέλλοντα σύζυγό της, δεν ήξερε καν πώς είναι. Το πρωί, που τον συνάντησε για πρώτη φορά, ένιωθε τόσο τρόμο, τόση συστολή, ώστε δεν τόλμησε να σηκώσει τα μάτια πάνω του. Ήξερε όμως πως βάδιζε πίσω της, στη γελοία νυφιάτικη πομπή, μαζί με τη μητέρα της, τους τέσσερις αδερφούς της κι έξι θειάδες της με τους συζύγους και τα παιδιά τους, που ο καθένας κρατούσε κι ένα μέρος των προικιών της.
Όσο για τον Μισέλ, τον μέλλοντα σύζυγό της, δεν ήξερε καν πώς είναι. Το πρωί, που τον συνάντησε για πρώτη φορά, ένιωθε τόσο τρόμο, τόση συστολή, ώστε δεν τόλμησε να σηκώσει τα μάτια πάνω του. Ήξερε όμως πως βάδιζε πίσω της, στη γελοία νυφιάτικη πομπή, μαζί με τη μητέρα της, τους τέσσερις αδερφούς της κι έξι θειάδες της με τους συζύγους και τα παιδιά τους, που ο καθένας κρατούσε κι ένα μέρος των προικιών της.
Δεν πρέπει να κλάψω. Δεν είναι αλήθεια. Όνειρο βλέπω και θα ξυπνήσω.
Σε λίγο το στριφογυριστό δρομάκι τούς οδήγησε έξω από το δάσος κι άρχισαν ν' ανηφορίζουν στα βουνά. Στο μεγάλο υψόμετρο το πούσι άρχισε να διαλύεται επιτέλους. Καθώς κόντευε μεσημέρι, η ζέστη έγινε αφόρητη. Σταμάτησαν τα καλαμπούρια και τα πειράγματα, δίνοντας τη θέση τους σε λαχανιασμένες ανάσες και πνιχτές βλαστήμιες κάθε που κάποιος γλιστρούσε ή σκόνταφτε στις πέτρες. Κι οι γυναίκες με τα τριζάτα μαύρα κυριακάτικα φουστάνια βάδιζαν σιωπηλές, με τα μάτια καρφωμένα στο επικίνδυνο μονοπάτι, ενώ μέσα τους έκλαιγαν τα καλά παπούτσια τους που θα έβγαιναν άχρηστα.